Πάνω από 28.000 αιτήσεις φέτος για παράλληλη διδασκαλία λόγω μαθησιακών δυσκολιών. Πού αποδίδουν τη σταθερή αύξηση τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι της εκπαίδευσης
Ρεκόρ εγκεκριμένων αιτήσεων για υποστήριξη των μαθητών με εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης καταγράφεται φέτος στα ελληνικά σχολεία. Ο αριθμός των αιτήσεων, μέσα στην τελευταία δεκαετία έχει υπερπενταπλασιαστεί. Οι λόγοι; Ο βασικότερος, τουλάχιστον από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού συστήματος, θεωρείται η μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των γονιών και των εκπαιδευτικών στις μαθησιακές δυσκολίες. Οι γονείς δεν κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες εποχές. Μάλιστα, εξαιτίας της αύξησης των εγκρίσεων, οι εξειδικευμένοι εκπαιδευτικοί είναι περιζήτητοι.
Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης νομοθετήθηκε το 2000. Βάσει αυτού, ένας εκπαιδευτικός αναλαμβάνει να βρίσκεται μέσα στην τάξη δίπλα σε ένα παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και μαθησιακές δυσκολίες παράλληλα με τον εκπαιδευτικό της τάξης. Στόχος, τα παιδιά να μπορούν να ενταχθούν και να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα του σχολείου. Παράλληλη στήριξη προσφέρεται σε παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (σύνδρομα και δυσκολίες προσαρμοστικότητας), όπως π.χ. αυτισμός, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) ή οργανικές αναπηρίες.
Η παράλληλη στήριξη προσφέρεται και στις δύο βαθμίδες: για μαθητές νηπιαγωγείου και δημοτικού από 12 έως 24 ώρες την εβδομάδα και για μαθητές γυμνασίου και λυκείου από 18 έως 20 ώρες. Στη δευτεροβάθμια, η παράλληλη στήριξη δεν δίνεται στους μαθητές για όλα τα μαθήματα, αλλά για τη Γλώσσα, τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Χημεία. Οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται από τα Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΚΕΔΑΣΥ) – υπάρχουν 71 στη χώρα και εξ αυτών 13 στην Αττική.
Τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, που παρουσιάζει η «Κ», εντυπωσιάζουν. Το σχολικό έτος 2016-2017 εγκρίθηκαν συνολικά 5.579 αιτήματα γονέων για να έχει το παιδί τους εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης. Εκτοτε, σε κάθε σχολική χρονιά ο αριθμός κινήθηκε ανοδικά. Το 2020-2021 ξεπέρασε τις 10.000 (συγκεκριμένα, 11.508) και μέσα σε μία τριετία ξεπέρασε τις 20.000· το 2023-2024 ήταν 21.834. Το 2024-2025 έφθασε στις 26.897, ενώ κατά το τρέχον σχολικό έτος και μέχρι την 1η Οκτωβρίου έχουν εγκριθεί 28.525 αιτήματα. Η ποσοστιαία αύξηση είναι 511%.
Γρηγορότερη διάγνωση
«Το γενικό σκεπτικό του υπουργείου είναι η γρηγορότερη διάγνωση των σωματικών, διανοητικών, ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων και των διαταραχών των παιδιών, καθώς όσο νωρίτερα διαγνωσθεί η διαταραχή, τόσο ευκολότερη και αποδοτικότερη είναι η αντιμετώπισή της», δηλώνει στην «Κ» ο Γιάννης Μπουσδούνης, γενικός διευθυντής Ειδικής Αγωγής του υπουργείου Παιδείας.
Ως προς τη διαδικασία, κάθε αίτηση αξιολογείται από το ΚΕΔΑΣΥ. Συγκεκριμένα, κοινωνικός λειτουργός αξιολογεί το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ψυχολόγος και εκπαιδευτής ειδικής αγωγής, το παιδί. Το ΚΕΔΑΣΥ μπορεί να δεχθεί την ιατρική βεβαίωση παιδοψυχιάτρου και μάλιστα, πλέον, δέχεται βεβαιώσεις ιδιωτών γιατρών.
Βλέπουν το πρόβλημα – Στη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των γονιών και των εκπαιδευτικών στις μαθησιακές δυσκολίες αποδίδεται η αύξηση που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία. Οι γονείς δεν κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Τι κρύβει η εντυπωσιακή αύξηση των εγκρίσεων στα αιτήματα γονιών για παράλληλη στήριξη σε παιδιά τους που εμφανίζουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και μαθησιακές δυσκολίες; «Είναι πολυπαραγοντικό το θέμα, εκτός από τυχόν γονιδιακούς λόγους. Ενδεχομένως η εμφάνιση τέτοιων δυσλειτουργιών να σχετίζεται με το οικογενειακό περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνει ένα παιδί. Από την άλλη, η εκπαίδευση είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, όπου υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια, πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν προβλήματα και οι γονείς έχουν άγχος για την επιβίωση, πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Αυτό δημιουργεί μια πολιτισμική υστέρηση και ένα παιδί εξαιτίας αυτού μπορεί να εμφανίσει προβλήματα ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής εφαρμογής και δυσκολίες προσαρμοστικότητας, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στην τυπική τάξη χωρίς την υποστήριξη εκπαιδευτικού παράλληλης στήριξης», τονίζει, μιλώντας στην «Κ» ο Μανόλης Αποστολάκης, προϊστάμενος σε ΚΕΔΑΣΥ της Δ΄ Αθήνας (περιλαμβάνει περιοχές όπως η Νέα Σμύρνη, το Παλαιό Φάληρο, η Καλλιθέα, το Μοσχάτο και ο Ταύρος).
Ο ίδιος προσθέτει ότι σε πολλούς γονείς παρατηρείται αύξηση του θυμού και του αισθήματος της αδικίας – «γίνονται επιθετικοί, θεωρούν ότι συνεχώς τους αδικούν», σημειώνει. Παράλληλα, προσθέτει ότι «τα μικρά παιδιά επηρεάζει η πολύωρη ενασχόλησή τους και ίσως η εξάρτησή τους από τις οθόνες (τάμπλετ, κινητό τηλέφωνο), ιδίως όταν οι γονείς αναγκάζονται να εργάζονται πολλές ώρες και να λείπουν από το σπίτι». Οπως λέει ο ίδιος, «οι οθόνες ενέχουν θέση “ηλεκτρονικής νταντάς”».

Μετά την πανδημία
Οι γονείς είναι πιο ευαισθητοποιημένοι και στην εποχή μας έχει ξεπεραστεί το ταμπού του παιδιού με δυσκολία μάθησης. Επισκέπτονται ειδικούς και ζητούν τη γνώμη τους. «Ενας λόγος της αύξησης είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας. Αυτά τα χρόνια μεταμόρφωσαν τη σχολική κοινότητα. Ανέδειξαν ή δημιούργησαν προβλήματα. Μετά την πανδημία, άρχισε διεθνώς να τίθεται το θέμα της νευροποικιλότητας στην εκπαίδευση. Εχουν αυξηθεί οι διαγνώσεις, γιατί είμαστε πιο ευαισθητοποιημένοι, έχουμε καλύτερη ενημέρωση και κατανόηση του φαινομένου. Πενήντα χρόνια πριν, όταν ένα παιδί είχε μαθησιακές δυσκολίες θα άκουγες ότι “δεν παίρνει τα γράμματα”. Τώρα αυτή η κατάσταση έχει όνομα: δυσλεξία. Τώρα, εάν ένα παιδί “δεν κάθεται ήσυχο στην τάξη”, αυτό παραπέμπει σε διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, δηλαδή ΔΕΠΥ. Η συζήτηση για τις νευροδιαφορές ωριμάζει», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ» η Νάντια Κωνσταντίνου, δικηγόρος, με σημαντική δράση στην υπεράσπιση της νευροποικιλότητας στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Μία συνέπεια της ευαισθητοποίησης των γονιών είναι –έχει παρατηρηθεί σε αρκετές περιπτώσεις– να απευθύνονται στα ΚΕΔΑΣΥ για διαφορετικό λόγο, π.χ. για τυχόν κατάθλιψη του παιδιού και οι αξιολογητές να διακρίνουν νευροαπόκλιση. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την κ. Κωνσταντίνου, επίπτωση στα παιδιά έχει το απαιτητικό εκπαιδευτικό σύστημα, που εξουθενώνει τους μαθητές, με αποτέλεσμα πολλά να εμφανίζονται αδύναμα, ενώ σε ένα πιο χαλαρό εκπαιδευτικό σύστημα θα κατάφερναν να ανταποκριθούν.
«Η παράλληλη στήριξη κρίνεται απαραίτητη και εξαιτίας της πίεσης όλοι οι μαθητές να προχωρήσουν στις σπουδές τους. Ετσι, εάν ένας μαθητής δεν βοηθηθεί από νωρίς στο σχολείο, δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έχει η αγορά εργασίας», υπογραμμίζει η ίδια.
Ηλεκτρονική «νταντά» – Οι οθόνες πολύ συχνά εκτελούν χρέη «ηλεκτρονικής νταντάς». Η πολύωρη ενασχόληση με ηλεκτρονικές συσκευές, όπως το τάμπλετ
ή το κινητό, ιδίως όταν οι γονείς αναγκάζονται να εργάζονται πολλές ώρες και να λείπουν από το σπίτι, επηρεάζει τα παιδιά.
Εργαλεία και αξιολόγηση
«Κρίσιμο ρόλο στην αύξηση των εγκρίσεων για παράλληλη στήριξη έχει η επαρκής στελέχωση και η ενίσχυση των ΚΕΔΑΣΥ με νομοθετικές παρεμβάσεις το 2018 και το 2021», λέει ο κ. Αποστολάκης. «Τον ίδιο στόχο επιδιώκει η βελτίωση των υπηρεσιών. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, δίνοντας βάρος σε αυτό, προχώρησε στην ένταξη εννέα σύγχρονων αξιολογικών εργαλείων που για πρώτη φορά θα αφορούν όλες τις επιστημονικές ειδικότητες των ΚΕΔΑΣΥ. Εως τώρα τα εργαλεία αφορούσαν κυρίως τους ψυχολόγους. Στο εξής, με τη χρήση των νέων εργαλείων θα αξιολογούνται οι γνώσεις, η μνήμη του παιδιού, οι επιτελικές λειτουργίες και θα υπάρχει η δυνατότητα για εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης και υποστήριξης σε κάθε παιδί. Ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες, η διεπιστημονική αξιολόγηση θα μπορεί να διενεργείται μέσα στο σχολείο. Δηλαδή, τα στελέχη των ΚΕΔΑΣΥ θα επισκέπτονται σχολεία που δεν βρίσκονται στην έδρα του Κέντρου και θα αφιερώνουν περισσότερο χρόνο», εξηγεί ο κ. Μπουσδούνης.
Εχει δημιουργηθεί ψηφιακή πλατφόρμα στην οποία θα κατατίθενται τα αιτήματα αξιολόγησης, αλλά και ο ηλεκτρονικός φάκελος του μαθητή. Στην ίδια πλατφόρμα θα αναρτώνται η αξιολογική έκθεση του ΚΕΔΑΣΥ και το εξατομικευμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης κάθε μαθητή.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι την παράλληλη στήριξη στα σχολεία αναλαμβάνουν αναπληρωτές με μικρή εμπειρία, οι οποίοι καλούνται να σχεδιάσουν εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης, τα οποία θεωρούνται «η επιτομή της ειδικής εκπαίδευσης» όπως ανέφερε στην «Κ» ο κ. Αποστολάκης. Μάλιστα, οι εκπαιδευτικοί αυτοί αλλάζουν κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η συνέχεια και η σταθερότητα, τόσο απαραίτητα στοιχεία για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών.
Ταυτόχρονα, πάρα πολλά σχολεία –σχεδόν το 40%– δεν διαθέτουν Επιτροπή Διεπιστημονικής Υποστήριξης (ΕΜΥ), που αποτελείται από εκπαιδευτικό ειδικής εκπαίδευσης, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό. Σύμφωνα με τον κ. Αποστολάκη, «χρειάζεται νέος εκπαιδευτικός σχεδιασμός και καλύτερη στήριξη της διαφοροποιημένης διδασκαλίας και της συνεκπαίδευσης με την κατάργηση του θεσμού της παράλληλης στήριξης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ίδρυση ΕΔΥ σε κάθε σχολείο όλες τις μέρες της εβδομάδας και τη θέσπιση οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών ειδικής εκπαίδευσης τουλάχιστον σε κάθε τάξη σε κάθε σχολείο».

