Αν στις αρχές του 21ου αιώνα, στην κορύφωση της ευμάρειας του δυτικού κόσμου, κάποιος προέβλεπε ότι στο εγγύς μέλλον θα ξεσπούσε πόλεμος επί ευρωπαϊκού εδάφους, ο πρώτος από το 1945, μάλλον θα τον παρεξηγούσαν.

Αν πρόσθετε δε ότι λίγο μετά το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βομβάρδιζαν το Ιράν, η αντιμετώπιση θα ήταν ακόμα χειρότερη. Κι όμως αυτά συνέβησαν. Η δε επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος αλλάζει με βίαιους ρυθμούς.

Η γεωπολιτική, η άμυνα και η ασφάλεια δεσπόζουν ξανά στην πρώτη γραμμή των εθνικών προτεραιοτήτων, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα Ηνωμένα Εθνη χάνουν την αίγλη και την επιρροή τους.

Οι κυβερνήσεις καλούνται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των καιρών και ο μετασχηματισμός των Ενόπλων Δυνάμεων, με βάση τις καινοφανείς ανάγκες και υπό τους όρους που επιβάλλει η τεχνολογία, βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων.

Πολλοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα αδυνατεί να ακολουθήσει αυτή τη ραγδαία μεταβολή. Αλλοι διακρίνουν μια μεγάλη ευκαιρία, η οποία δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη.

 

Τι Ενοπλες Δυνάμεις χρειαζόμαστε;

Ουδείς αμφισβητεί το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων, τις άριστες ικανότητες των ελλήνων ιπτάμενων και τη σημασία ένταξης των Rafale, των Belharra και αργότερα των F-35 στη δύναμη πυρός της χώρας.

Oπως όμως αποδεικνύεται στα σύγχρονα πεδία μάχης, όπου τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ο υβριδικός πόλεμος και η κυβερνοασφάλεια επηρεάζουν πλέον κατά κόρον την έκβαση των συγκρούσεων, αυτά δεν αρκούν. Αρκεί κανείς να θυμηθεί πώς τον περασμένο Ιούνιο η Ουκρανία κατέστρεψε με τη χρήση drones, αξιοποιώντας ένα άρτιο δίκτυο πληροφοριών, τουλάχιστον δέκα ρωσικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη.

Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι τι Eνοπλες Δυνάμεις χρειαζόμαστε. «Η νέα εποχή έχει ως θεμέλιο λίθο την ευρεία χρήση υπερ-προηγμένης στρατηγικής τεχνολογίας» λέει στο «Βήμα» ο επίκουρος καθηγητής Νέων Τεχνολογιών – Βιοασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίαw Αθανάσιος Μποζίνης και προσθέτει ότι μελλοντικά το στρατηγικό πλεονέκτημα για το ελληνικό στράτευμα θα είναι «η αποτελεσματική ενσωμάτωση όλων των στρατηγικών τεχνολογιών για την κατάλληλη πρόσβαση και πληροφορία στο πεδίο μάχης σε πραγματικό χρόνο και την αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων».

Σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Παπασπύρο, ταξίαρχο εν αποστρατεία της Πολεμικής Αεροπορίας και πρώην αντιπρόεδρο της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), «η χώρα πρέπει να επενδύσει σε ηλεκτρονικό πόλεμο, drone και anti-drone τεχνολογίες, καθώς και σε πολυεπίπεδη αεράμυνα για αντιμετώπιση συμβατικών και ασύμμετρων απειλών. Είναι απαραίτητες η αναβάθμιση οπλικών συστημάτων, η ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας, η εκπαίδευση σε νέες τεχνολογίες και η διεθνής συνεργασία» σημειώνει.

Πού βρισκόμαστε σήμερα

Από το 1975 έως τις μέρες μας η Ελλάδα έχει δαπανήσει περισσότερα από 200 δισ. ευρώ σε οπλικά συστήματα. Σήμερα, λοιπόν, θα έπρεπε να μετέχει δυναμικά έστω σε συμπαραγωγές υλικού και όπλων, στηριζόμενη σε εγχώρια βάση.

Στην πραγματικότητα, όμως, οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες είναι αδύνατο να καταστούν ανταγωνιστικές, ενώ, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, σε πολλές περιπτώσεις είναι ακόμα ζημιογόνες. Εάν, δε, επιχειρηθεί μια σύγκριση με την Τουρκία, η οποία αυτή τη στιγμή κατασκευάζει πολεμικά πλοία ενώ διαθέτει μία από τις πλέον πρωτοπόρες εταιρείες παραγωγής drones, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.

«Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία δίνει μόλις το 0,6% στο ΑΕΠ, ενώ δαπανούμε για την άμυνα άνω του 3%» έλεγε λίγο καιρό πριν στη Βουλή ο υπουργός Αμυνας Νίκος Δένδιας, ο οποίος έχει θέσει ως έναν εκ των βασικών στόχων της «Ατζέντας 2030» να σταματήσει η Ελλάδα τις αγορές «από το πάνω ράφι». Να μην αγοράζει δηλαδή πολλά και ακριβά όπλα. Το έτερο μεγάλο έλλειμμα έγκειται στην αδυναμία αξιόλογης συμπερίληψης των νέων τεχνολογιών στην αμυντική παραγωγή.

Διακηρυγμένος στόχος του υπουργείου Αμυνας είναι η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας, χωρίς επιβάρυνση του προϋπολογισμού, ώστε στο μέλλον να σταθεί ανταγωνιστικά διεθνώς. Αιχμή του δόρατος σε αυτή την προσπάθεια είναι το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ), το οποίο λειτουργεί από το 2024 ως οικοσύστημα παραγωγής καινοτόμων προϊόντων, με παράλληλη προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας πέραν των αμιγώς αμυντικών σκοπών.

Στην αξιόλογη αφετηρία του το ΕΛΚΑΚ έχει παραγάγει αποτελέσματα στον τομέα της anti-drone άμυνας, όπως το σύστημα αντιμετώπισης μη επανδρωμένων αεροσκαφών «Κένταυρος», το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στις ελληνικές φρεγάτες στο πλαίσιο της επιχείρησης «ASPIDES» στην Ερυθρά Θάλασσα. «Είμαστε υπερήφανοι για τη σπουδαία δουλειά που έχει γίνει με την αναβάθμιση του “Κενταύρου” σε συνεργασία με την ΕΑΒ. Εξίσου περήφανοι είμαστε και για την εξαιρετική δουλειά του ΚΕΤΑΚ (σ.σ.: Κέντρο Καινοτομίας του ΓΕΕΘΑ), το οποίο ανέπτυξε για λογαριασμό του ΕΛΚΑΚ το βιομηχανικό πρωτότυπο drone kamikaze» λέει στο «Βήμα» ο Παντελής Τζωρτζάκης, διευθύνων σύμβουλος του ΕΛΚΑΚ, προσθέτοντας ότι «όταν υπάρχει η βούληση και η πρόσβαση στα απαραίτητα εργαλεία (χρηματοδοτικά και μη), δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να πετύχουμε».

Απαιτούνται, όμως, πολύ περισσότερα. «Στρατηγικό σχέδιο δεκαετίας, στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό και ελκυστικές συμβάσεις προσλήψεων» προτείνει ο κ. Παπασπύρος. «Παραγωγή νέων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και εξιδεικευμένη εκπαίδευση» προσθέτει ο κ. Μποζίνης, αναδεικνύοντας τη σημασία της συνεργασίας του στρατεύματος με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, αλλά και τη διασύνδεση με εξειδικευμένες επιχειρήσεις. Ο Παντελής Τζωρτζάκης επισημαίνει ότι οι άνθρωποι των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να υιοθετούν τις καινοτομίες. Ειδάλλως, «η τεχνολογία θα παραμείνει “εύθραυστη” και τελικά ξένη προς το επιχειρησιακό μας περιβάλλον. Η πραγματική τεχνολογική κυριαρχία δεν αγοράζεται. Χτίζεται μέσα στους θεσμούς» σημειώνει.

Ενοπλες Δυνάμεις με το βλέμμα στο μέλλον

Η μετάβαση στη νέα εποχή προϋποθέτει σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα – μια εκ των προτεραιοτήτων στην «Ατζέντα 2030». «Ο ρόλος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι καθοριστικός για την ενσωμάτωση της καινοτομίας στις Ενοπλες Δυνάμεις. Η καινοτομία που δεν είναι κυρίαρχη, είναι δανεική. Φαινομενικά ενισχύει το κράτος, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να το εκθέσει» υπογραμμίζει ο κ. Τζωρτζάκης, προσθέτοντας ότι το ΕΛΚΑΚ έχει εντοπίσει ελληνικές εταιρείες με αξιόλογες προτάσεις στα διαστημικά συστήματα, την κυβερνοασφάλεια και τις αμυντικές πλατφόρμες.

Η σύνδεση όμως των επιχειρήσεων με την παραγωγή και τις Ενοπλες Δυνάμεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. «Οι οικονομικοί πόροι υπάρχουν. Τα μυαλά υπάρχουν. Οι ιδέες όμως δύσκολα φθάνουν στο επίπεδο της υλοποίησης» λέει στο «Βήμα» ο Αρτέμης Αχιλλόπουλος, ιδρυτής εταιρείας λογισμικού, η οποία πλέον ανήκει σε ευρύτερη κοινοπραξία.

«Καθετί που φτιάχνεται για την άμυνα δοκιμάζεται εργαστηριακά. Για να περάσουμε όμως επί του πεδίου απαιτείται πολιτική βούληση» σημειώνει. Οσο δε για το μείζον ζήτημα της προσέλκυσης νεών στελεχών, ο κ. Αχιλλόπουλος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Απαιτούνται νίκες. Μόνο αν τα νέα παιδιά πεισθούν ότι ο χώρος είναι προσοδοφόρος, με προοπτική, θα επιλέξουν να μείνουν στην Ελλάδα, ειδικά όταν γνωρίζουν ότι η δουλειά του μηχανικού στο εξωτερικό αμείβεται πολλαπλάσια».

Καθώς, πάντως, η Ευρώπη ετοιμάζεται να διοχετεύσει χρήματα στην αγορά μέσω των προγραμμάτων του SAFE και του ReArm, ο κ. Αχιλλόπουλος διακρίνει σημαντική ευκαιρία δημιουργίας νέας κουλτούρας στην Ελλάδα.

«Οχι απλώς για εταιρείες ειδικού σκοπού. Αλλά με διάρκεια και ευελιξία, ώστε η ίδια εταιρεία να παράγει διαφορετικά προϊόντα, όχι μόνο αμυντικά. Να καλύπτει π.χ. τις ανάγκες της Πολιτικής Προστασίας».

Ο κ. Τζωρτζάκης διευκρινίζει ότι το ΕΛΚΑΚ έχει χαρτογραφήσει αναλυτικά το εγχώριο σύστημα: «Πάνω από 400 ελληνικές εταιρείες δηλώνουν το “παρών” στη διαμόρφωση της επόμενης μέρας για την άμυνα της χώρας». Η ικανότητα υιοθέτησης των καινοτόμων πρακτικών θα κρίνει το μέλλον στον τομέα της ασφάλειας. Μένει να φανεί αν αυτή τη φορά η Ελλάδα θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία.