Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Οι «πιρουέτες» του Δένδια, ένας «εθνάρχης» και η… Ρένα Βλαχοπούλου

Του Διονύση Ελευθεράτου
Χωρίς αμφιβολία, η πολιτική σύγκρουση για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (που ασφαλώς θα συνεχιστεί) διαθέτει έναν πυρήνα, ο οποίος αναδεικνύει το βασικό: Τον αχαλίνωτο κυβερνητικό αυταρχισμό, αλλά και τη ρεβανσιστική διάθεση για την βαριά ήττα, την οποία υπέστη το «γκουβέρνο» με την υπόθεση του Πάνου Ρούτσι. Έχει όμως και αρκετές προεκτάσεις το θέμα του Άγνωστου Στρατιώτη, ειδικά εάν δούμε χειρισμούς και κινήσεις που έκαναν επί μέρους «πρωταγωνιστές». Εν προκειμένω ο Νίκος Δένδιας.
Επειδή όμως ορισμένες βασικές… τεχνικές της αστικής πολιτικής έχουν βαθιές ρίζες στο χρόνο, ας  επιτραπεί στον γράφοντα να αρχίσει με μια ιστορία του 1955. Το καλοκαίρι του έτους εκείνου γίνονταν  έντονες «ζυμώσεις», διεργασίες και ίντριγκες στις τάξεις της ελληνικής Δεξιάς, διότι υπήρχαν δυο – τρεις πολιτικοί που φιλοδοξούσαν να αναδειχθούν σε ηγέτες της παράταξης. Η υγεία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου βρισκόταν σε κάκιστη κατάσταση κι έτσι έπαιρναν «θέσεις μάχης» οι μνηστήρες της αρχηγίας στην ελληνική Δεξιά.
Ένας από τους μνηστήρες ήταν φυσικά και εκείνος που τελικά έμελε να νικήσει, δηλαδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Θέλοντας να ξεχωρίσει και να δείξει ηγετική προσωπικότητα και τόλμη, ο κατοπινός «εθνάρχης» αξιοποίησε ένα μεγάλο θέμα που δέσποζε τότε στην εσωτερική πολιτική επικαιρότητα και είχε κάνει «μαλλιά κουβάρια» (από το 1953) την κυβέρνηση του «Ελληνικού Συναγερμού». Ποιο ήταν το θέμα; Μια σκανδαλώδης σύμβαση που έβαινε προς επικύρωση. Η σύμβαση του ελληνικού κράτους με τη γερμανική Siemens, η οποία – ειρήσθω εν παρόδω- είχε αναστατώσει την ελληνική πολιτική ζωή και πολύ νωρίτερα, δηλαδή στην περίοδο 1927 – 1930.
Το μεσημέρι του Σαββάτου, 2 Ιουλίου 1955, ο Κων. Καραμανλής έριξε τη «βόμβα» του, που ανατίναξε τα όποια σχέδια για ένα ήρεμο «week end» είχαν τα άλλα υψηλόβαθμα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη. Υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών, διαφωνώντας «με το περιεχόμενον, τον τρόπον και τας συνθήκας, υπό τας οποίας εζητείτο να υπογραφεί η σύμβασις». Σε σχετική επιστολή του προς τον Παπάγο, που ασθενούσε βαριά, ο Καραμανλής ανέφερε πως  δεν μπορούσε να συμπράξει στη σύμβαση, καθώς και ότι αγνοούσε την πραγματική έκταση των υποχρεώσεων, τις οποίες είχε αναλάβει η κυβέρνηση.
Ακολούθησε… κακός χαμός! Μόλις έλαβε την επιστολή ο Λουκάς Αλέστας, διευθυντής του πρωθυπουργικού πολιτικού γραφείου, συνεννοήθηκε με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο και από κοινού αποφάσισαν να κρύψουν την παραίτηση και να πείσουν τον Καραμανλή να ανακαλέσει. Ο Κανελλόπουλος είπε στους δημοσιογράφους πως δεν ελήφθη παραίτηση και παράλληλα άρχισε μια αγωνιώδης προσπάθεια να… εντοπιστεί ο Καραμανλής ο οποίος, ίσως για να ταλαιπωρήσει περισσότερο την «ομήγυρη», έπλεε παρέα με τον πρόεδρο της Βουλής, πάνω στη θαλαμηγό του δεύτερου. Τελικά οι… πυρετώδεις έρευνες (δεν υπήρχε και Αγγελική Νικολούλη, τότε) τελεσφόρησαν. Ο Καραμανλής εντοπίστηκε στην Επίδαυρο, όπου τον βρήκαν οι απεσταλμένοι των Αλέστα- Κανελλόπουλου και του ζήτησαν να ανακαλέσει την παραίτηση.
Όντως, ο Καραμανλής δεν επέμεινε στην παραίτηση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά λίγες ημέρες αργότερα δήλωσε πως… ουδέποτε διαφώνησε για το θέμα της Siemens με τον υπουργό Συντονισμού, Παναγή Παπαληγούρα.
Για την ιστορία: Το 1957, όταν πλέον ο Καραμανλής ήταν πρωθυπουργός (και αρχηγός της ΕΡΕ), κυρώθηκε στη Βουλή σύμβαση, βάσει της οποίας το ελληνικό Δημόσιο ωφελήθηκε – σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο- κατά το όχι και τόσο συγκλονιστικό ποσοστό του 8%. Αμέσως μετά, ο ΟΤΕ ανακοίνωσε τη σύναψη δανείου 80 εκατ. δραχμών για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, τον οποίο κατά βάση είχε αναλάβει – θεωρητικά, τουλάχιστον- η Siemens. Από πού έλαβε το δάνειο ο ΟΤΕ; Από το… Ταμείο Ασφαλίσεως του προσωπικού του.
Τι πέτυχε όμως ο Καραμανλής με την «πιρουέτα», με το «παραιτούμαι, ξε- παραιτούμαι» του Ιουλίου 1955; Αυτό που ήθελε. Να ξεχωρίσει, να δείξει κάποια πυγμή και ευαισθησία για τα δημόσια οικονομικά. Αλλά σιγά μην εγκατέλειπε το υπουργείο… Αφήνουν τέτοια μετερίζια, σε περίοδο μάχης για την ηγεσία της παράταξης; Όχι δα…
Και το σκορ έγινε 2-2…
Ανάμεσα στο 1955 και το 2025 έχουν γίνει κοσμογονικές αλλαγές, σε πολλούς τομείς. Οι «πιρουέτες», όμως, παραμένουν βασικό μάθημα στο άτυπο σχολείο της αστικής πολιτικής. Φθάνουμε λοιπόν στον Ν. Δένδια και την υπόθεση της κυβερνητικής ρύθμισης για τον  Άγνωστο Στρατιώτη.
Διαπιστώνει λοιπόν ο υπουργός Άμυνας ότι ο «άσπονδος φίλος του», ο πρωθυπουργός, μέσα στην όλη ρύθμιση του φορτώνει και μια «καυτή πατάτα». Και αποφασίζει  ο Ν. Δένδιας να αντιδράσει, είτε για να απαντήσει στο «καψώνι» είτε επειδή επιλέγει να δείξει ένα άλλο «προφίλ» – πιθανόν και τα δύο. Και τι κάνει; Μία δήλωση που αποτυπώνει («όσο πατάει η γάτα») σκεπτικισμό για την τροπολογία, η οποία όμως φέρει και τη δική του υπογραφή. Την ημέρα της ψηφοφορίας, προσερχόμενος στη Βουλή δεν κάνει καμία δήλωση στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες γνωρίζοντας ότι η σιωπή του θα ερμηνευτεί ως υπογράμμιση του σκεπτικισμού του για την τροπολογία, την οποία όμως… ψηφίζει. Τα δυο «όμως» στις ισάριθμες φράσεις φτιάχνουν το νοητό άξονα, γύρω από τον οποίον έγιναν οι «πιρουέτες» του υπουργού Άμυνας. Το «σκορ» 2-2… Δύο λεπτές κινήσεις προς τα εδώ, δύο προς τα εκεί…
Απαραίτητη είναι στην αστική πολιτική η κομψή «πιρουέτα». Έχει μάλιστα το πλεονέκτημα ότι θέτει τον εκάστοτε πρωταγωνιστή – «χορευτή» στο επίκεντρο συζητήσεων, χωρίς να τον παραδίδει σε γενική θυμηδία, όπως συχνά κάνουν οι καθαρές «κυβιστήσεις» («κωλοτούμπες»).  Στην πολιτική «κωλοτούμπα» λες κάτι καθαρά, δημοσίως και το αναιρείς βαρύγδουπα. Στην «πιρουέτα» τα κάνεις… όλα μαζί, με μέτρο. Αν χρειαστούν «κατηγορηματικότητες», δεν χρειάζεται να είναι δημόσιες (όπως δεν ήταν και η επιστολή παραίτησης του Καραμανλή, το 1955). Ας πλανάται ένα μυστήριο …
Σε αντίθεση με τις πολιτικές «πιρουέτες», οι πολιτικές «κυβιστήσεις» έχουν μείνει στη συλλογική μνήμη ως… ανέκδοτα, ειδικά εάν αφορούσαν σημαντικά ζητήματα. Πολύς κόσμος πχ θυμάται ακόμη με πόση κατηγορηματικότητα τα υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ υπεραμύνονταν – τον Μάρτιο του 1985 – της «πολιτικά σοφής» επιλογής να υποστηριχθεί η υποψηφιότητα του Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας και με πόσο ενθουσιασμό βάλθηκαν ξαφνικά να εξηγούν (αυτή και αν ήταν… «Αλλαγή», σε χρόνο «ντε τε») πόσο υπέροχη ιδέα ήταν να προτιμήσει τελικά άλλον, τον Χρ. Σαρτζετάκη,  ο Α. Παπανδρέου… Ήταν πάντως τυχερά τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ τότε, διότι δεν υπήρχε ακόμη το Διαδίκτυο. Σήμερα ο Αδ. Γεωργιάδης και ο  Αν. Λοβέρδος «καταδιώκονται» από τα βίντεο με τις πύρινες δηλώσεις που έκαναν εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη, προτού στεγαστούν στο κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι «πιρουέτες» δεν εκθέτουν όπως οι «κυβιστήσεις» και ίσως γι’ αυτό ξεχνιούνται ευκολότερα. Άλλωστε ήταν ανέκαθεν άφθονες. Στη δεκαετία του 1990 και εν μέρει σε εκείνη του 2000, οι πολιτικοί συντάκτες και τα πολιτικά επιτελεία ήξεραν πως στα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων θα «έκαναν παιχνίδι» πρόσωπα που ανήκαν στις λεγόμενες «εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Σε συνεντεύξεις που δημοσιεύονταν, οι «αντάρτες» των δυο κομμάτων πετούσαν κάποιες «μπηχτές», περισσότερο ή λιγότερο «ζωηρές» και η συνέχεια ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Αν οι διαφοροποιήσεις από την κεντρική κομματική γραμμή ξέφευγαν από το «όσο πατάει η γάτα» και πλησίαζαν το «πατήσαμε κάπως δυνατά τον κάλο της ηγεσίας», τότε σε ποσοστά τουλάχιστον 70% ακολουθούσαν διευκρινιστικές δηλώσεις, με τις οποίες οι «αντάρτες» (οι οποίοι νωρίτερα είχαν στείλει τα μηνύματα που ήθελαν) ισχυρίζονταν ότι οι δηλώσεις τους παρερμηνεύτηκαν. Εάν μάλιστα οι τίτλοι των επίμαχων συνεντεύξεων ήταν πιο αιχμηροί από το περιεχόμενο, τότε τα άλλοθι των απολογούμενων «ανταρτών» ήταν ισχυρότερα: Τον τίτλο τον έβαζε ο συντάκτης ή ο αρχισυντάκτης, άρα ο πολιτικός δεν είχε ευθύνη. Αν ο τίτλος είχε επιλεγεί σε συνεννόηση με εκείνον, κάτι καθόλου σπάνιο, αυτό ήταν άλλη υπόθεση…
«Είναι η εποχή των πισινών…»  
Κάτι σαν κρυφτούλι, κάτι σαν παιχνίδι με τις ποσοστώσεις στο «έτσι» και στο «αλλιώς»… Έχουν  μεγάλη παράδοση οι «πιρουέτες», στις οποίες προσφάτως διέπρεψε ο Ν. Δένδιας.  Υπό μία έννοια, την τέχνη της «πιρουέτας» την είχε εισηγηθεί και μια συντοπίτισσα (Κερκυραία) του Ν. Δένδια, όταν εκείνος ήταν μόλις έξι ετών. Το 1965, στην κινηματογραφική κωμωδία «Φωνάζει ο κλέφτης», η Ρένα Βλαχοπούλου συμβούλευε τον Ντίνο Ηλιόπουλο «να είναι» και να «μην είναι». Αν στη θέση της λέξης «τίμιος» της ταινίας βάλουμε «ξεκάθαρος», έχουμε τη διαχρονική εφαρμογή (και) του πολιτικού κανόνα.
Να, τώρα ο Ν. Δένδιας «είναι και δεν είναι» υπέρ της χουντικής έμπνευσης κυβερνητικής ρύθμισης για τον Άγνωστο Στρατιώτη. «Είναι και δεν είναι» αντίθετος σε αυτήν. Είναι και τα δύο, «αλλά με ρέγουλο», όπως ακριβώς συμβούλευε η Βλαχοπούλου.
«Κράτα και καμία πισινή χρυσέ μου, είναι η εποχή των πισινών», νουθετούσε η ηθοποιός. Και όταν πρόκειται για «κούρσες αρχηγίας» σε αστικά πολιτικά κόμματα, εάν κρατηθούν σωστά οι «πισινές»  αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνουν… πισινοί και οι όποιοι ανταγωνιστές. Δηλαδή να δουν την πλάτη του επιδέξιου, να φάνε τη σκόνη του.
Πόσο αφορούν την κοινωνία όλα τούτα τα παιχνίδια που συνηθίζονται στους μικρόκοσμους της πολιτικής ελίτ; Ελάχιστα. Επιτείνουν όμως την ψυχρότητα ή και την απέχθειά της για αυτό που ονομάζεται «πολιτικό σύστημα» – άλλο, μεγάλο ζήτημα είναι πώς εκφράζεται κατά κανόνα αυτή η δυσφορία.
Σε παλιότερους καιρούς, στις εποχές της λεγόμενης επίπλαστης ευημερίας, οι «πισινές», τα «ρέγουλα» και οι «πιρουέτες» στην πολιτική ελίτ μπορεί να ήταν πρακτικές αδιάφορες, έως και «χαριτωμένες». Αλλά τώρα, όταν ο μισός μισθός «φεύγει» για το ενοίκιο και η πλειονότητα των νέων ανθρώπων φοβάται ότι θα ζήσει χειρότερα από τις γενιές των πατεράδων ή και των παππούδων της, οι πολιτικές «πιρουέτες» μοιάζουν με τελετουργικά που διαλαλούν κάτι: Ότι το αστικό πολιτικό σύστημα ζει πλέον στο δικό του «σύμπαν».
Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο