Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Το «θανατηφόρο» χάσμα των αγορών. Και γιατί η Wall Street δεν θα δει το επόμενο κραχ να έρχεται

Οι επικεφαλής των μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου, από τον Τζέιμι Ντάιμον της JPMorgan έως τη Τζέιν Φρέιζερ της Citigroup, μιλούν πλέον ανοιχτά για «φούσκες» και «υπερβολική ευφορία» στις αγορές. Ταυτόχρονα, αναλύσεις όπως της RBC Capital Markets δείχνουν ότι το χάσμα ανάμεσα στις αποτιμήσεις και στα κέρδη των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών έχει φτάσει σε επίπεδα που θυμίζουν το 2000.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αν ο κίνδυνος διορθώσεων αυξάνεται, οι περισσότεροι στη Wall Street δεν θα δουν πότε ακριβώς θα συμβεί το επόμενο κραχ, σχολιάζει ο Economist, επικαλούμενος το αδιάκοπο ράλι και τα άλματα από ρεκόρ σε ρεκόρ.

 

«Πολλά assets φαίνεται να μπαίνουν σε ζώνη φούσκας», προειδοποίησε στα μέσα Οκτωβρίου ο Τζέιμι Ντάιμον, επικεφαλής της JPMorgan Chase, ενώ η Φρέιζερ της Citigroup μίλησε για «frothiness» – μια επικίνδυνη επιφανειακή «αφρώδη» κατάσταση στις αποτιμήσεις.

«Είναι πιθανό να δούμε μια διόρθωση 10% έως 20% στις αγορές μετοχών μέσα στους επόμενους 12 έως 24 μήνες», δήλωσε από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον, στο χθεσινό Global Financial Leaders’ Investment Summit στο Χονγκ Κονγκ. «Οι αγορές τρέχουν, και μετά κάνουν ένα βήμα πίσω ώστε οι επενδυτές να επαναξιολογήσουν», πρόσθεσε, όπως μεταδίδει το CNBC.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Morgan Stanley, Τεντ Πικ, που συμμετείχε στο ίδιο πάνελ, συμφώνησε, υπογραμμίζοντας ότι οι επενδυτές πρέπει να καλωσορίζουν τις περιοδικές διορθώσεις, καθώς αποτελούν υγιείς εξελίξεις και όχι ένδειξη κρίσης. «Θα πρέπει επίσης να είμαστε έτοιμοι να υποδεχθούμε διορθώσεις της τάξης του 10% με 15%», είπε.

Οι τοποθετήσεις των Σόλομον και Πικ έρχονται στον απόηχο των πρόσφατων προειδοποιήσεων του ΔΝΤ και της Τράπεζας της Αγγλίας για πιθανή απότομη διόρθωση, ενώ και ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έχει προειδοποιήσει για υπερτιμημένες μετοχές. Όλοι συμφωνούν ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται πολύ πάνω από τα θεμελιώδη μεγέθη.

Στοιχεία που θυμίζουν dot-com

Σήμερα, για να αγοράσει κάποιος το «καλάθι» του S&P 500, πληρώνει περίπου 41 φορές τα κυκλικά προσαρμοσμένα κέρδη – επίπεδο που έχει ξεπεραστεί μόνο στην dot-com φούσκα του 1999-2000.

Οι εταιρικές ομολογίες επενδυτικής βαθμίδας αποδίδουν μόλις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα αμερικανικά ομόλογα, spread που είχε καταγραφεί τελευταία φορά επίσης το 1998. Ακόμη και ο χρυσός, συνήθως καταφύγιο σε περιόδους αστάθειας, έχασε 7% μέσα σε δύο ημέρες μετά από ιστορικό ράλι στις 20 Οκτωβρίου.

Ίσως λοιπόν η διόρθωση έχει ήδη αρχίσει — ή ίσως απλώς προετοιμάζεται.

Το επικίνδυνο χάσμα του S&P 500

Η Λόρι Καλβασίνα, επικεφαλής στρατηγικής μετοχών στις ΗΠΑ της RBC Capital Markets, βλέπει πλέον ανησυχητικές ενδείξεις. Όπως σημειώνει σε πρόσφατη ανάλυσή της, που παρουσιάζει το Market Watch, η στάθμιση των 10 πιο πολύτιμων εταιρειών στον S&P 500 έχει ξεπεράσει το 44% – ιστορικό ρεκόρ τριών δεκαετιών. Όμως το μερίδιό τους στα συνολικά καθαρά κέρδη φτάνει μόλις στο 34,3%.

Η απόσταση των 9,9 ποσοστιαίων μονάδων είναι σχεδόν ίδια με εκείνη του Μαρτίου 2000, λίγο πριν σκάσει η φούσκα των τεχνολογικών.

Οι κορυφαίες μετοχές που καθορίζουν τον δείκτη είναι οι γνωστές Magnificent Seven (Μεγαλειώδεις Επτά): Nvidia, Microsoft, Meta, Amazon, Alphabet, Apple και Tesla – όλες με τεράστια έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη. Η μοναδική εξαίρεση είναι η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ.

Από το 2021, το «βάρος» αυτών των κολοσσών στον δείκτη, αυξάνεται πιο γρήγορα από τα κέρδη τους. Μετά το λανσάρισμα του ChatGPT στα τέλη του 2022, οι επενδυτές πληρώνουν premium για το πολλά υποσχόμενο μέλλον της AI. Όμως η Καλβασίνα προειδοποιεί ότι «η ψαλίδα άνοιξε υπερβολικά» και ότι οι συγκρίσεις με το TIMT bubble (Technology, Internet, Media & Telecom) στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές των ’00 δεν είναι πλέον υπερβολικές.

Όταν η αγορά αγνοεί τον κίνδυνο

Το βασικό ερώτημα είναι γιατί, παρά τις προειδοποιήσεις, η Wall Street παραμένει αισιόδοξη. Όπως επισημαίνει ο Economist, ακόμη και οι καλύτεροι traders αποτυγχάνουν να προβλέψουν πότε η μεταβλητότητα θα εκτοξευτεί. Οι περισσότερες στρατηγικές βασίζονται σε αυτοπαλινδρομικά μοντέλα, τα οποία μπορούν να προβλέψουν τις κινήσεις της αγοράς μέρα με τη μέρα, αλλά όχι τη μετάβαση από καθεστώς “χαμηλής” σε “υψηλή” μεταβλητότητα — δηλαδή το σημείο που ξεκινά η πτώση.

Ακόμη και τα πιο εξελιγμένα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης ή μηχανικής μάθησης, που «σκανάρουν» εκατοντάδες οικονομικούς δείκτες, αποτυγχάνουν να προβλέψουν το σοκ που αλλάζει το κλίμα – είτε πρόκειται για πανδημία, είτε για τραπεζική κρίση, είτε για ξαφνική κατάρρευση εμπιστοσύνης.

Όταν κανείς δεν βλέπει το κύμα που έρχεται

Οι μεγάλοι παίκτες προσπαθούν να βρουν «συνδυασμούς μεταβλητών» που θα λειτουργήσουν ως πρόωρα σήματα κινδύνου, όμως ακόμη και κορυφαία funds όπως η Bridgewater έχουν περιορισμένες επιτυχίες. Όπως παραδέχεται πρώην trader, «κανένα μοντέλο δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα χτυπήσει το καθαρό σοκ».

Έτσι, το μόνο ρεαλιστικό που μπορούν να κάνουν οι επενδυτές είναι να εντοπίζουν την αναστροφή νωρίς και να περιορίζουν τις ζημιές. «Η νιρβάνα του macro trading είναι να προβλέπεις το σημείο καμπής — αλλά είναι σχεδόν αδύνατο», λέει χαρακτηριστικά ο Τζέιμς Γουάιτ της Elm Wealth.

Καθώς ο S&P 500 και ο Nasdaq παραμένουν κοντά σε ιστορικά υψηλά, οι αναλυτές θυμίζουν ότι «η απουσία φόβου δεν σημαίνει απουσία κινδύνου». Το 2000, όπως και σήμερα, όλοι έβλεπαν τα κέρδη να αυξάνονται — μέχρι που δεν αυξάνονταν πια.

Η Wall Street μπορεί να μην δει το επόμενο κραχ να έρχεται. Και ίσως, ακριβώς γι’ αυτό, να πλησιάζει.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο