Του Γιώργου Κ. Στράτου
Υπάρχουν λίγες εκδηλώσεις δημόσιας συμπεριφοράς οι οποίες δηλώνουν τόσο πολλά για τους ανθρώπους. Μία από αυτές είναι το πένθος. Δεν αφορά μόνο όσους θρηνούν την απώλεια ενός αγαπημένου τους προσώπου, ούτε εκείνους από τους συγγενείς και τους φίλους που τους συμπαραστέκονται. Χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό. Γι’ αυτό και εμείς δίναμε ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «pen», σχετική με την έννοια του πόνου και της θλίψης, αποκτήσαμε το ρήμα «πενθέω-ώ», σύμφωνα με το «Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής». Ο σεβασμός του νεκρού αποτελεί ανέκαθεν ένα από τα κορυφαία στοιχεία του αξιακού και ηθικού κώδικα των Ελλήνων. Αυτός επιβάλλει και την αρμόζουσα συμπεριφορά στην περίσταση αυτήν. Στους καιρούς μας, οι αποκλίσεις από όσα άντεξαν για αιώνες είναι πιο θλιβερές από το γεγονός του θρήνου καθαυτό, δυστυχώς…
Σημείωνα σχετικά στη στήλη αυτήν: «Το τι γράφτηκε, τι ειπώθηκε και από ποιους δικαιώνει τον λαό μας, όταν επιμένει ότι ο πόνος είναι βουβός. Και σεμνός. Εδώ και καιρό, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε μία κατάσταση που χρήζει σίγουρα ψυχιατρικής προσέγγισης. Μιλάμε, κυριολεκτικώς και δίχως υπερβολή, για μια λαγνεία μπροστά στις νεκρολογίες. Πολλά πράγματα είναι δυσεξήγητα έως ανεξήγητα στη νεοελληνική πραγματικότητα, αλλά αυτή η διάθεση συμμετοχής στο πένθος με κάθε τρόπο, και μάλιστα ανεξαρτήτως της επιθυμίας του νεκρού ή των οικείων του και πέραν της βαρύτητας του θανάτου, τα ξεπερνά όλα… Μια πρώτη ερμηνεία, βεβαίως, είναι το γεγονός ότι σπανίως αποδίδουμε τη δέουσα αναγνώριση εν ζωή σ’ αυτούς που την αξίζουν. Οπότε, όλη αυτή η υποκριτική στάση έρχεται ως έκφραση συλλογικής τύψης. Από την άλλη, συχνά και με ευκολία αφήνουμε στην άκρη τους πραγματικούς δικούς μας πόνους και ζωντανές απώλειες. Οπότε ευκολότερα “κλαίμε” πάνω στα ξένα μνήματα…» («Γεμάτοι με λαγνεία για τις νεκρολογίες», 29/7/2018).
Επειδή το πράγμα ξέφευγε: «Αντ’ αυτών, βρισκόμαστε μπροστά σε ολότελα νέα ήθη. Βλέπω τον θρήνο να μεταλλάσσεται σε δημόσιο λόγο. Στενοί συγγενείς, φίλοι του εκλιπόντος έχουν κάτι να πουν γι’ αυτόν, on camera μάλιστα, σε… ζωντανές (!) συνδέσεις, νιώθουν την ανάγκη να κοινοποιήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες του, τους αποχαιρετισμούς, τη θλίψη τους. Υπάρχει μάλιστα και ειδικό σηματάκι, κάτι σαν κηδειόσημο, επί της οθόνης! Βλέπω την οδύνη για την απώλεια αγαπημένων να μετατρέπεται σε δημόσια παρουσία, να διεκδικεί ρόλο ειδήμονος για τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτήν. Ίσως κάποιοι να πουν πως καθένας αντιδρά με τον τρόπο του. Επειδή όμως οι μιμητές αυτού του πένθους στη διαπασών πολλαπλασιάζονται ραγδαία, δίχως να ενοχλούν κανέναν, ίσως και να έχουμε περάσει για τα καλά στον καιρό των νηπενθών… Αυτών που δεν αισθάνονται τη λύπη, δηλαδή» («Στον καιρό των νηπενθών», 16/12/2023).
Δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Μόνο μία παράκληση, αντί στεφάνου, σε όσους και νεκροί υποφέρουν από τα πεπραγμένα των επιζώντων οικείων τους: Ας σταματήσει αυτή η απαράδεκτη και αταίριαστη με τα ήθη μας «αμερικανιά» της εκφώνησης επικηδείου από τους στενούς συγγενείς του εκλιπόντος, την οποία ξεκίνησε ένας ευήθης γόνος και κόντεψε να… αναστήσει τον αείμνηστο πατέρα του!