Με λόγο που στέκει πάνω από ειδικά συμφέροντα και μικροπολιτικές, εκφράζοντας την πλειονότητα του κόσμου, ο Καραμανλής αποδεικνύει ότι έχει σταθερά θεμέλια αρχών 16 χρόνια μετά την πρωθυπουργία του
Του Βασίλη Γαλούπη
Δύο είδη πολιτικών ευδοκιμούν στις κοινωνίες. Το πρώτο, το πολυπληθέστερο, είναι οι πολιτικοί που στρίβουν καταπώς πηγαίνει η διάθεση του κοινού. Μόλις καταλάβουν προς τα πού φυσάει ο άνεμος, διαμορφώνουν τον εαυτό τους και το αφήγημά τους για να δώσουν στον λαό ακριβώς αυτό που θέλει.
Στο δεύτερο ανήκουν εκείνοι οι πολιτικοί που ακολουθούν τις επιταγές της δικής τους ηθικής πυξίδας. Βασίζονται στην αίσθηση του σωστού και του λάθους, χωρίς εκπτώσεις. Ο Κώστας Καραμανλής αποδεικνύει ότι ανήκει στο δεύτερο, όλο και πιο δυσεύρετο, είδος. Πάνε 16 χρόνια απ’ όταν ήταν πρωθυπουργός και δεν έχει «νερώσει» τη συνέπειά του. Κάθε φορά που εμφανίζεται δημόσια, τα θεμέλια αρχών παραμένουν στον λόγο του. Και κάθε φορά η αντιπαραβολή με τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι αποκαρδιωτική. Συγκριτικά, ο σημερινός πρωθυπουργός είναι ένας πωλητής συμφερόντων με τεράστια λαιμαργία.
Ο λόγος του Καραμανλή στέκεται πάνω από τα διάφορα ειδικά συμφέροντα και μικροπολιτικές, εκφράζοντας την πλειονότητα του κόσμου. Το σημαντικότερο, μας θυμίζει ότι μια χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν παραμένει προσκολλημένη σ’ αυτές τις κεντρικές αρχές, τις οποίες δεν μπορεί να θυσιάσει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Στην Παλαιά Βουλή, την Τετάρτη, με αφορμή εκδήλωση προς τιμήν της Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη σημασία της Δικαιοσύνης και στις σκοτεινές περιπέτειες που επιφυλάσσει η χειραγώγηση των θεσμών. «Η πολιτική ομαλότητα, ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχουν ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, την εμπέδωση κράτους δικαίου, την ουσιαστική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».
Ο πυρήνας του μοντέλου διακυβέρνησης Μητσοτάκη είναι βασισμένος ακριβώς στο αντίθετο. Και ο Καραμανλής συνέχισε, ξεμπροστιάζοντάς το: «Όταν αυτά αμφισβητούνται, όταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και μάλιστα διαρκώς διευρυνόμενο πιστεύει ότι αυτά δεν ισχύουν, ότι οι ευαίσθητοι θεσμοί χειραγωγούνται, ότι το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται, ότι οι κυβερνήσεις αγνοούν τις ανάγκες της και δεν καταλαβαίνουν τις αγωνίες της, ότι οι ισχυροί δεν ελέγχονται, ότι η αυστηρότητα του κράτους εξαντλείται επί των λιγότερο ευνοημένων πολιτών, τότε έχουμε κρίση. Κρίση απαξίωσης, κρίση απονομιμοποίησης, κρίση αμφισβήτησης και απόρριψης του θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού συστήματος. Τα φαινόμενα αυτά είναι υπαρκτά, δεν απέχουν από την κρατούσα σήμερα κοινωνική αντίληψη και διεθνώς και στην Ευρώπη και στη χώρα μας».
Μόνο που αυτό το μοτίβο του επαναλαμβανόμενου ξεχαρβαλώματος κάθε θεσμού και κάθε ελέγχου από τον Μητσοτάκη, για να διασώζει τη διαφθορά της πρωθυπουργίας του, προκαλεί μεγάλη ζημιά σε ολόκληρη τη χώρα. Η πολιτική λογική του Καραμανλή απέδωσε τον κίνδυνο ξεκάθαρα και με σαφήνεια. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που, αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου, «βαδίζουμε ολοταχώς σε πολιτική κρίση πρώτου μεγέθους», που στην περίπτωσή μας κινδυνεύει να καταλήξει σε «εθνική κρίση». «Η αποκατάσταση του σεβασμού και της εμπιστοσύνης των πολιτών απαιτεί εργώδη και τιτάνια προσπάθεια.
Αν αποβεί ανέφικτη ή άκαρπη, οδεύουμε προς μείζονα θεσμική κρίση. Αν υποτιμηθεί ή αγνοηθεί, βαδίζουμε ολοταχώς σε πολιτική κρίση πρώτου μεγέθους. Σημειώνω ότι η Ιστορία μάς διδάσκει ότι τέτοιου είδους κρίσεις, στην περίπτωση της Ελλάδας λόγω πρωτίστως γεωπολιτικών συνθηκών, συμπίπτουν σχεδόν πάντοτε με εθνικές κρίσεις» είπε. Όταν ο Μητσοτάκης πήρε την πρωθυπουργία με το πολυτραγουδισμένο «41%», το αντιμετώπισε ως ελευθέρας για ρεσάλτο σε ολόκληρη την παράταξη. Όταν έσκασε το βρόμικο σκάνδαλο των υποκλοπών, ολόκληρη η Ν.Δ. ακολούθησε στην ηθική συνενοχή τον πρωθυπουργό. Κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, εκτός από τον Κώστα Καραμανλή, που κατήγγειλε δημόσια τις μεθόδους.
Κι άρχισε να «βομβαρδίζει» τον Μητσοτάκη όταν η σκοπιμότητα του Κυριάκου να ακρωτηριάσει τα διεθνώς κατοχυρωμένα δίκαια της Ελλάδας ως κράτος έγινε πια ξεκάθαρη σε όλους. Ο σημερινός πρωθυπουργός είχε φτάσει πια να δηλώνει ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας είναι μια σχετική έννοια και προχωρούσε την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών σύμφωνα με τις εντολές της Τουρκίας, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις αποστολές όπλων στην Ουκρανία. Όσο ήταν πρωθυπουργός ο Καραμανλής προσπάθησε να αντισταθεί όσο μπορούσε στις πιέσεις από εξωτερικούς εχθρούς και «συμμάχους».
Το ίδιο προσπάθησε να αντισταθεί κι απέναντι σε εγχώριους «νταβατζήδες». Σε αυτά τα 16 χρόνια από την πρωθυπουργία του δεν έκανε ποτέ rebranding για να επαναπλασαριστεί ως «φρεσκαρισμένο» κι αλλαγμένο πολιτικό προϊόν. Παραμένει ο ίδιος. Η θέλησή του να επιμένει στη συνέπεια πηγάζει από μια ακλόνητη πεποίθηση ότι οφείλει να υπερασπίζεται την αλήθεια και το δίκιο. «Υπάρχουν αυτοί που τους σαγηνεύουν η εξουσία, η δύναμη της επιβολής επί των άλλων, η ανάγκη για αναγνώριση και αποδοχή, ενίοτε δυστυχώς ακόμα και ο προσπορισμός υλικού οφέλους.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο και στους συνανθρώπους τους, που δεν συμβιβάζονται στις αρχές τους, που θέτουν στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος τις ικανότητες, τις γνώσεις, την εμπειρία τους» είπε την Τετάρτη. Ο λόγος του Καραμανλή δεν είναι απλώς μια ηθική εκστρατεία. Χτυπάει καμπανάκια άμεσων κινδύνων και παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Πάρα πολύς κόσμος εκφράζεται απ’ όσα λέει ο Καραμανλής. Κι όσοι αναρωτιούνται μήπως είναι πλέον αργά για ένα φρένο στον Κυριάκο, απουσία σοβαρής αντιπολίτευσης, είναι τελικά ο πρώην πρωθυπουργός αυτός που κάθε φορά ταρακουνά τον ασύδοτο Μητσοτάκη.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ – Πρώην πρωθυπουργός – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1956 στην Αθήνα. Θείος του ήταν ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Φοίτησε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορικό στο Tufts. Από το 1974 ήταν μέλος της ΟΝΝΕΔ και στη συνέχεια υπήρξε υπεύθυνος για οργανωτικά και ιδεολογικά θέματα. Πρώτη φορά εξελέγη βουλευτής το 1989. Το 1997 εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ. και το 1999 αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Στις 7 Μαρτίου 2004 ανεδείχθη νικητής στις βουλευτικές εκλογές με ποσοστό 45,36%, ενώ επανεξελέγη το 2007 με 41,87%. Συνέγραψε το βιβλίο «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Εξωτερικές Σχέσεις της Ελλάδος 1928-1932», ενώ συνεργάστηκε και με το περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος». Στις 20 Φεβρουαρίου 2023 ανακοίνωσε ότι δεν θα θέσει ξανά υποψηφιότητα για βουλευτής.