Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

500 μέτρα Ελλάδας…

Γράφει ο Καιροσκόπος
Υπάρχουν στιγμές που η πραγματικότητα, από μόνη της, ξεπερνά κάθε σάτιρα και κάθε αναλυτικό άρθρο. Στιγμές κατά τις οποίες η καθημερινότητα λειτουργεί σαν παραβολή, σαν μια σιωπηλή – αλλά εξαιρετικά δυνατή – διάγνωση για το ποιοι είμαστε, πώς λειτουργούμε και γιατί, τελικά, δεν πάμε μπροστά. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις μακροσκελείς εκθέσεις για την ελληνική κρίση, ούτε να χαθείς σε στατιστικές για την παρακμή του κράτους δικαίου ή την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Αρκεί να σταθείς, για λίγα λεπτά, στην έξοδο της Αττικής Οδού προς Λαμία, μια ημέρα, όπως η σημερινή, γύρω στις 1:30 το μεσημέρι.
Εκεί, σε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο δρόμου, ξετυλίγεται μπροστά σου – καθαρή, ξεγυμνωμένη και αμείλικτη – η εικόνα ενός κράτους κουρασμένου και μιας κοινωνίας παραιτημένης, αλλά ταυτόχρονα νευρωτικής, αυθαίρετης, θυμωμένης και κυνικά αυτάρεσκης.
Ο ηλεκτρονικός πίνακας προειδοποιούσε με σχετική ευγένεια: “Καθυστέρηση 5-10 λεπτά”. Το έβλεπες και σκεφτόσουν “οκέι, υποφερτό”. Όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: η ουρά ξεκινούσε 500 μέτρα πριν την έξοδο, με χρόνο αναμονής που έφτανε και ξεπερνούσε το μισάωρο. Δεν υπήρχε κανένας να συντονίσει την κατάσταση, καμία παρουσία της Τροχαίας, καμία ρύθμιση της ροής. Οι οδηγοί έπαιζαν ένα σιωπηλό παιχνίδι υπομονής – ή θράσους.
Μέσα σε 20 λεπτά, τουλάχιστον 70 με 80 οχήματα – μικρά, μεγάλα, επαγγελματικά βανάκια, SUV με φιμέ τζάμια, οικογενειακά αυτοκίνητα – κινήθηκαν αντικανονικά στο αντίθετο ρεύμα, προς Πειραιά, παρακάμπτοντας όσους περίμεναν κανονικά στην ουρά. Έφταναν στη διακλάδωση, έκοβαν κάθετα την κίνηση και… “τρυπώνανε” με τη βία ή με παρακάλια μπροστά από τους υπόλοιπους. Κανένας σεβασμός, καμία ντροπή.
Μερικοί έκαναν τους ανήξερους, άλλοι απαιτούσαν να περάσουν “γιατί βιάζονται”, κι αν τους έλεγες κουβέντα, γινόσουν εσύ ο “τρελός”, ο “κομπλεξικός”, ο “μίζερος που δεν αντέχει να βλέπει τον άλλον να τη βρίσκει”. Οι πιο εύσωμοι ή επιθετικοί οδηγούσαν και πιο “πειστικά”. Ο δρόμος τους ανήκε.
Η Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης; Υποτίθεται προορισμένη για ασθενοφόρα, πυροσβεστικά, περιπολικά, όσους έχουν ανάγκη. Στην πράξη, δεν είχε καν το πλάτος για να περάσει ένα κανονικό όχημα πρώτων βοηθειών. Ίσα που χωρούσε ποδήλατο – άντε και μηχανή delivery. Μνημείο κακής πρόβλεψης και σχεδιασμού, μνημείο αδιαφορίας για το στοιχειώδες.
Και φυσικά, ούτε ένα περιπολικό. Ούτε μία κάμερα. Ούτε ένας τροχονόμος. Η παρανομία ήταν απολύτως ελεύθερη και ατιμώρητη. Είχε γίνει κανονικότητα.
Αυτό που συνέβαινε μπροστά σου, με φόντο τη φθινοπωρινή σκόνη και το εκνευριστικό “σταμάτα-ξεκίνα”, δεν ήταν απλώς κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ήταν η συγκρουσιακή συμβίωση δύο Ελλάδων: αυτής που περιμένει με το φλας ανοιχτό και των άλλων που “δεν μασάνε”. Της Ελλάδας που πιστεύει ότι η ευνομία είναι προϋπόθεση πολιτισμού και αυτής που θεωρεί την παραβίαση κανόνα μαγκιά και εξυπνάδα. Της Ελλάδας που λέει “ας κάνουμε λίγο υπομονή όλοι” και της άλλης που λέει “σιγά μην κάτσω σαν το κορόιδο”.
Και όσο αυτή η δεύτερη επικρατεί – ή έστω μένει ασύδοτη – τόσο το πρόβλημα βαθαίνει. Γιατί δεν είναι πια εξαίρεση. Είναι η νέα κανονικότητα.
Μπορείς να το δεις παντού: στο δρόμο, στο Δημόσιο, στην πολιτική, στα social media. Στους ανθρώπους που παρκάρουν σε ράμπες ΑμεΑ ή πάνω σε διαβάσεις. Σε εκείνους που κορνάρουν γιατί “περπατάς αργά”. Σε όσους δεν καταλαβαίνουν τι πάει να πει “σειρά” ή “σεβασμός στον άλλο”. Και, φυσικά, σε εκείνους που ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια με κριτήριο ποιος θα “τα χώνει”, ποιος θα “ξεμπροστιάζει το σύστημα”, ποιος “θα τους βάλει στη θέση τους” — λες και το κράτος είναι ρινγκ.
Πίσω από όλα αυτά δεν υπάρχει μόνο απουσία Παιδείας ή κανόνων. Υπάρχει μια κουλτούρα απαξίωσης: προς τον συμπολίτη, προς τον νόμο, προς την έννοια της ευθύνης. Υπάρχει ο γνωστός νεοελληνικός ατομικισμός, ο τσαμπουκάς της στιγμής, η ιδέα πως “αν δεν παραβιάσω εγώ τον κανόνα, θα με φάνε λάχανο”.

Και τελικά, ποιος φταίει; Το κράτος που δεν επιβλέπει; Οι πολίτες που καταπατούν κάθε κανόνα; Οι υπόλοιποι που δεν αντιδρούν; Ίσως όλοι. Ίσως έχουμε φτιάξει, μέσα από τις δεκαετίες, μια συλλογική συνενοχή που απλώς αλλάζει μορφές, πρόσωπα και εποχές — αλλά όχι ουσία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ευτυχώς, ήταν μόνο 500 μέτρα.
Το ερώτημα είναι: πότε έρχεται το επόμενο “μισό χιλιόμετρο”; Και πόσοι θα μείνουν εκεί, κολλημένοι, να περιμένουν “σαν τα κορόιδα”, την ώρα που οι άλλοι προσπερνούν με κορναρίσματα και φωνές.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο