Του Τάσου Δασόπουλου
Το θέμα της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στη Γαλλία βγήκε ξανά για λίγο από το προσκήνιο της ευρωπαϊκής σκηνής. Ωστόσο η πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού και ο διορισμός του συνεργάτη του Γάλλου προέδρου, Σεμπαστιάν Λεκορνί, δεν έχουν καθησυχάσει κανέναν ότι η γαλλική κρίση οδεύει προς κάποια λύση.
Οι πρώτες αντιδράσεις μετά την πέμπτη αλλαγή πρωθυπουργού σε δύο χρόνια δεν ήταν ιδανικές. Η Γαλλία μπαίνει σε έναν χορό διαδοχικών κινητοποιήσεων κατά των μέτρων λιτότητας, ενώ η κυβέρνηση θα συνεχίσει να αναζητά έναν τρόπο για να καμουφλάρει τις περικοπές ύψους 44 δισ., οι οποίες απαιτούνται για να γίνει βιώσιμος ο κρατικός Προϋπολογισμός της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.
Πολιτικά, οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. καθησυχάζονται θεωρώντας ότι η Γαλλία είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει (too big to fail), με βάση τα σημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η αλήθεια είναι ότι η άνοδος των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων στα επίπεδα αυτών της Ιταλίας δεν προήλθε από μια κρίση ρευστότητας, όπως συνέβη το 2010 στην Ελλάδα. Το οικονομικό πρόβλημα που αυξάνει σήμερα το κόστος δανεισμού αφορά την ανησυχία για τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, το οποίο έχει εκτοξευτεί πάνω από το 114% του ΑΕΠ και εξυπηρετείται με δανεισμό από τις αγορές με όλο και υψηλότερα επιτόκια, ενώ έχουν χρηματοδοτικές ανάγκες 600 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2027. Την ίδια ώρα το έλλειμμα φέτος θα φτάσει το 5,8% του ΑΕΠ, δηλαδή δύο φορές μεγαλύτερο από το 3%, που είναι το ανώτερο επιτρεπτό με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Την ανησυχία εντείνει το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες ακραίας πολιτικής αστάθειας, με μια κυβέρνηση που βρέθηκε στη δύσκολη θέση να αλλάζει συνεχώς κυβερνητικό σχήμα τα τελευταία δύο χρόνια.
Ωστόσο, κανείς δεν είναι ανυποψίαστος για το μέγεθος και τη βαρύτητα που θα έχει η μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αν η κρίση στη Γαλλία κορυφωθεί. Το πρώτο δείγμα μετάδοσης της κρίσης θα είναι η μόνιμη άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων εκτός της Γαλλίας και της Ιταλίας, η οποία έχει επίσης τεράστιες ανάγκες εξυπηρέτησης (ξεπερνούν τα 60 δισ. μόνο για φέτος) για το δικό της χρέος.
Πρώτη κόκκινη σημαία οι τράπεζες
Αν και το νέο εγχείρημα της Γαλλίας, να περάσει τον Προϋπολογισμό με τις περικοπές των 44 δισ. ευρώ, αποτύχει, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος από τώρα ποια θα είναι η συνέχεια. Ωστόσο, φαίνεται ότι η ΕΚΤ έχει διδαχθεί από την κρίση του 2007-2009 και παίρνει εγκαίρως τα μέτρα της. Αυτόν τον καιρό εξετάζει ήδη την κεφαλαιακή κατάσταση των γαλλικών εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών και τα ασφάλιστρα κινδύνου που έχουν αγοράσει από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Θα επιχειρήσει, επίσης, να καταγράψει τα σύνθετα προϊόντα τα οποία θα έχουν σύνδεση με τα γαλλικά ομόλογα, ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το μέγεθος και τη σοβαρότητα ενός ενδεχόμενο συστημικού κινδύνου, ο οποίος θα μπορούσε να προκύψει. Προηγουμένως, βέβαια, η ΕΚΤ μπορεί να εξετάσει και τη στήριξη των γαλλικών και όποιων άλλων ομολόγων κινδυνέψουν, αν αυτά μπουν στο στόχαστρο των αγορών λόγω της γαλλικής κρίσης.
Πολύ δύσκολη η διάσωση
Αν επιδεινωθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα της Γαλλίας, δεν θα μπορέσει να διασωθεί από τους υφιστάμενους μηχανισμούς της Ε.Ε., αφού τα αποθεματικά τους επαρκούν μεν για χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Κύπρος και ίσως η Ισπανία, αλλά δεν επαρκούν για μια χώρα σαν τη Γαλλία. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο κύριος φορέας παρέμβασης σε δημοσιονομικές κρίσεις, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM ), διατηρεί ένα μόνιμο αποθεματικό της τάξης των 600-700 εκατ. ευρώ, που σίγουρα δεν φτάνουν για μια χώρα που σήμερα έχει δημόσιο χρέος 3,2 τρισ. ευρώ. Ένα επιπλέον πρόβλημα θα ήταν ότι ακόμη και αν γινόταν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και υψηλός δανεισμός και ο ESM θα μπορούσε θεωρητικά να παρέμβει, θα ζητούσε από τη Γαλλία να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα περικοπών μεγαλύτερο από αυτό που δυσκολεύεται να εφαρμόσει τώρα, το οποίο θα όξυνε υπέρμετρα την πολιτική κρίση.
Σύμφωνα με γαλλικές πηγές, αποτελεί θετικό σημάδι ότι οι αγορές δεν πίστεψαν ποτέ την έμμεση απειλή κάποιων συμβούλων του Μακρόν, ότι αν δεν βρεθεί λύση στο θέμα του Προϋπολογισμού, η Γαλλία είναι δυνατό να προσφύγει στο ΔΝΤ. Τούτο διότι και στο Ταμείο τα περιθώρια είναι περιορισμένα, ενώ είναι βέβαιο ότι και το ΔΝΤ θα ζητούσε πρόγραμμα περικοπών.
Το πολιτικό κόστος
Ένα ακόμη κόστος από την αστάθεια της Γαλλίας, το οποίο δεν μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια, είναι το πρόβλημα απενεργοποίησης του γαλλογερμανικού άξονα, που έπαιζε τον ρόλο του κέντρου λήψης αποφάσεων της Ε.Ε. Τούτο, με δεδομένο ότι σε αυτή τη χρονική περίοδο η Ε.Ε. έχει πολλά θέματα για τα οποία πρέπει να δοθούν κατευθύνσεις και στη συνέχεια να ληφθούν αποφάσεις μέχρι και το 2032. Το πρώτο από αυτά είναι ο επόμενος ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός. Κρίσιμα θέματα είναι επίσης οι κατευθύνσεις και το περιεχόμενο της προσπάθειας για επανεξοπλισμό της Ευρώπης και η στάση της Ε.Ε. στον συνεχιζόμενο πόλεμο της Ουκρανίας.
Ακόμη πιο κρίσιμο θέμα είναι τα επόμενα βήματα της Ε.Ε. στο περιβάλλον υψηλών δασμών που έχει επιβάλει το καθεστώς Τραμπ, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο που πρέπει να ληφθούν, ώστε η Ε.Ε. να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ. Η εφαρμογή της έκθεσης Ντράγκι περιορίζεται μόνο στην αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ έχουν ξεχαστεί οι υπόλοιπες σελίδες του κειμένου και ειδικότερα αυτές στις οποίες προτείνονταν πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ, για να καλυφθεί το ψηφιακό χάσμα που χωρίζει την Ευρώπη από τους ανταγωνιστές της.