Μόλις έναν χρόνο μετά τη θριαμβευτική επιστροφή των Εργατικών στο τιμόνι της Βρετανίας ο Κιρ Στάρμερ καλείται να αντιμετωπίσει τη σοβαρότερη εσωτερική κρίση της πρωθυπουργίας του. Οι παραιτήσεις οκτώ υπουργών και υφυπουργών, πέντε εκ των οποίων για σκάνδαλα, καταδεικνύουν ότι ο Στάρμερ έχει υποστεί τις περισσότερες εθελοντικές αποχωρήσεις υψηλόβαθμων στελεχών σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο πρωθυπουργό τουλάχιστον από το 1979.
Την ώρα που στην Ελλάδα, όταν οι πολιτικοί πιάνονται «με τη γίδα στην πλάτη», όπως τελευταία στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ή όταν εγείρονται ζητήματα διαφάνειας, όπως για παράδειγμα με τις αποκαλύψεις γύρω από τις δηλώσεις πόθεν έσχες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί όχι μόνο δεν αναλαμβάνουν ευθύνες αλλά αποφεύγουν τη λογοδοσία με μεθοδεύσεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας, στη Βρετανία οι υπουργοί παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλο για οικονομικά σκάνδαλα.
Η πιο ηχηρή παραίτηση, αυτή της αντιπροέδρου της κυβέρνησης Στάρμερ Αντζελα Ρέινερ για σκάνδαλο φοροδιαφυγής, δεν άφησε στον Βρετανό πρωθυπουργό περιθώρια καθυστέρησης. Απάντησε με αιφνιδιαστικό μίνι ανασχηματισμό θέτοντας εκτός σχήματος δύο υπουργούς, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι η κυβέρνησή του μπορεί να σταθεί ξανά όρθια. Η επιλογή του δεν είναι τυχαία: οι οικονομικές δυσκολίες συσσωρεύονται, η εμπιστοσύνη των πολιτών φθίνει και, μόλις λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, οι Εργατικοί βλέπουν το ακροδεξιό Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ να τους ξεπερνάει στις δημοσκοπήσεις.
Κενό εξουσίας
Πολιτικοί αναλυτές κάνουν λόγο για «αναγκαστικό λίφτινγκ» που μαρτυρά περισσότερο αγωνία παρά στρατηγικό σχέδιο. Η κίνηση Στάρμερ ωστόσο έχει και εσωκομματικές προεκτάσεις: η απώλεια της Ρέινερ, ενός από τα πιο ισχυρά πρόσωπα και καίριου συνδέσμου με τα συνδικάτα, αφήνει ένα επικίνδυνο κενό εξουσίας στην κορυφή του κόμματος που δύσκολα καλύπτεται.
Σαν να μην έφτανε αυτό, παραιτήθηκε και η Πόπι Γκούσταφσον από τη θέση της υπουργού Επενδύσεων, καταγγέλλοντας τη δυσκίνητη γραφειοκρατία. Ηταν επικεφαλής τεχνολογικής startup και είχε κληθεί στην κυβέρνηση για να προσελκύσει κεφάλαια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απουσία της λίγες μόλις εβδομάδες πριν από το κρίσιμο επενδυτικό συνέδριο στο Μπέρμιγχαμ φέρνει στο φως τις ρωγμές στην αξιοπιστία και τη σταθερότητα της κυβέρνησης Στάρμερ.
Η χρονική στιγμή της πολιτικής κρίσης είναι εξαιρετικά δύσκολη για την κυβέρνηση, που έχει να αντιμετωπίσει μεταξύ άλλων τον κρίσιμο προϋπολογισμό του Νοεμβρίου, στον οποίο εξετάζονται αυξήσεις φόρων ύψους 20 δισ. στερλινών, ενώ παράλληλα καλείται να ισορροπήσει μεταξύ των πιέσεων της αγοράς και της κοινωνικής δυσαρέσκειας, καθώς έχει περάσει εδώ και δεκαετίες ο καιρός που το κόμμα ήταν σφιχτοδεμένο με τα εργατικά συνδικάτα.
Η οικονομική πολιτική των Εργατικών, σε συνδυασμό και με τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες για την υποστήριξη του πολέμου στην Ουκρανία, πιέζει τη βρετανική οικονομία και –σύμφωνα με οικονομολόγους– αναζωπυρώνει τον κίνδυνο επιστροφής σε μια εποχή υψηλού στασιμοπληθωρισμού και υπερβολικού δανεισμού, δηλαδή μιας κρίσης παρόμοιας με εκείνη που είχε οδηγήσει τη χώρα στα δάνεια του ΔΝΤ λόγω νομισματικής κρίσης επί Εργατικών το 1976.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Στάρμερ βρέθηκε αντιμέτωπος με ακόμη μία πρόκληση, μετά την αποκάλυψη των στενών σχέσεων του Βρετανού πρέσβη στις ΗΠΑ, Πίτερ Μάντελσον, με τον καταδικασμένο σεξουαλικό εγκληματία Τζέφρι Επσταϊν. Οταν δόθηκαν στη δημοσιότητα τα επίμαχα email που αντάλλασσε ο Μάντελσον με τον διαβόητο χρηματιστή, ο Βρετανός πρωθυπουργός ζήτησε την άμεση παύση των καθηκόντων του.
Η νέα κυβέρνηση
Η απομάκρυνση της Ρέινερ, παρά το κενό εξουσίας που άνοιξε στην κορυφή του κόμματος, έδωσε στον Στάρμερ τη δυνατότητα να τοποθετήσει πιο δικούς του ανθρώπους. Στη θέση της αναπληρώτριας πρωθυπουργού τοποθετήθηκε ο Ντέιβιντ Λάμι, ο οποίος έφυγε από το υπουργείο Εξωτερικών για το υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ η Ιβέτ Κούπερ ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών.
Η Σαμπάνα Μαχμούντ τοποθετήθηκε υπουργός Εσωτερικών με εντολή για σκληρότερη στάση στο μεταναστευτικό, ενώ ο έμπιστος Πατ ΜακΦάντεν ανέλαβε το υπουργείο Εργασίας και Συντάξεων για να αντιμετωπίσει την κρίση παραγωγικότητας και το διογκούμενο κόστος πρόνοιας. Το χαρτοφυλάκιο των Επιχειρήσεων πέρασε στον Πίτερ Κάιλ, ενώ ο Τζόναθαν Ρέινολντς ανέλαβε κομματικός «whip», δηλαδή υπεύθυνος για την πειθαρχία του κόμματος και την οργάνωση της ψηφοφορίας, διασφαλίζοντας ότι τα μέλη θα ψηφίζουν σύμφωνα με την κομματική γραμμή.
Παρά τις αλλαγές, πολλά πρόσωπα διατήρησαν τις θέσεις τους, όπως η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς και ο υπουργός Υγείας Γουές Στρίτινγκ. Εξαιτίας αυτού, η ηγέτιδα των Συντηρητικών Κέμι Μπάντενοχ κατηγόρησε τον Στάρμερ ότι «ανακατεύει καρέκλες στο βυθιζόμενο καράβι της κυβέρνησής του».
Ανοιξε μέτωπο
Η παραίτηση Ρέινερ ανοίγει νέο μέτωπο για τον Στάρμερ. Η αριστερή πτέρυγα, διά του βουλευτή Ιαν Λέιβερι, ζητά μια διαδικασία διαδοχής που να αντικατοπτρίζει την πολυφωνία εντός του κόμματος. Αντίθετα, άλλοι βουλευτές υποστηρίζουν ότι μια τέτοια εκλογή θα αποτελέσει περισσότερο πρόβλημα παρά λύση.
Η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή (NEC) αναμένεται να αποφασίσει μέσα στις επόμενες ημέρες πώς θα διεξαχθεί η εκλογή νέου αναπληρωτή ηγέτη. Ολα εξαρτώνται από το αν τα συνδικάτα θα βρουν κοινό τόπο επικοινωνίας με τον Στάρμερ. Στην καλύτερη περίπτωση, η διαδικασία θα μπορούσε να κλείσει σε τρεις εβδομάδες. Σε διαφορετική περίπτωση, υπάρχει ο φόβος για μια πολύμηνη εσωκομματική μάχη που θα εκθέσει δημόσια τις ρωγμές της κυβέρνησης. Και αυτό είναι το σενάριο που η Ντάουνινγκ Στριτ φοβάται περισσότερο.