Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Παλιότερα, όταν τα καλοκαίρια κρατούσαν πολύ, δεν βλέπαμε την ώρα να ανοίξουν τα σχολεία για να συναντηθούμε με τα φιλαράκια που τα είχαμε «χάσει» για τρεις ολόκληρους μήνες και τα είχαμε πεθυμήσει.
Άλλοι λείπαν στα «μπάνια», άλλοι πηγαίναν στα χωριά τους κι οι πιο άτυχοι από μας πηγαίναν κατευθείαν στο μεροκάματο για να «γίνουμε άνθρωποι και να δούμε πώς βγαίνει το χρήμα». Όχι πως πάθαμε και τίποτε, αλλά το να έχεις αρχές σε έναν κόσμο που τις έχει ξεχάσει είναι συζητήσιμο…
Είχαμε μια ορισμένη σοβαρότητα εκείνη τη μέρα προτού να ακουστεί αυτό που η κλασική δημοσιογραφία στερεότυπα ονομάζει το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού. Στο σχολείο του χωριού μου, που το είχανε χτίσει με τα χέρια τους οι πρόγονοί μας, μάστορες της πέτρας, δουλεύοντας αφιλοκερδώς στα χρόνια που το πνεύμα του κοινοτισμού ήταν ακόμη στη χώρα ζωντανό, το κουδούνι ζωντάνευε και νεκρούς. Στη βεράντα του πρώτου ορόφου, από όπου εκφωνούνταν οι πανηγυρικοί, ήταν ένα μικρό αλλά ηχηρό καμπανάκι που το κοπάναγε με όλη τη δύναμή του ο γερο-Μήτκας κι ίσα που προλάβαινε η θεια μου, η Παναγιώταινα, να μας τυλίξει στην καρό πετσέτα μια φέτα χορταστική χωριάτικο, ζυμωμένο ψωμί -απορήσαμε όλοι παρεμπιπτόντως όταν άνοιξε ο πρώτος φούρνος στο χωριό, γιατί δεν καταλαβαίναμε τη χρησιμότητά του…- με μια ζεστή ομελέτα, με αβγά από τις κότες μας και τυρί της γιαγιάς.
Υπήρχε μια αυστηρότητα υποβλητική, που όριζε ένα πλαίσιο σεβαστικής συμπεριφοράς. Πρωινή προσευχή, έπαρση σημαίας. Δεν μπορούσες να ξεφύγεις από ορισμένους βασικούς κανόνες ηθικής ακαμψίας που διαμόρφωναν την κατοπινή στάση στην ενήλικη ζωή μας. Φυσικά, δεν σχετίζονται αυτά με κάποιου είδους νοσταλγία. Πρόκειται για περιττό συναίσθημα. Απλώς έχει αλλάξει η ζωή και σήμερα βρισκόμαστε σε μια περιοχή που οι κάπως παλαιότεροι δυσκολευόμαστε να νιώσουμε οικεία.
Μπορεί να ήρθε η πρόοδος και να έχουν αφεθεί στη λήθη οι εποχές όπου οι μαθητές διάβαζαν με λάμπες πετρελαίου, αλλά η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και πολλές οικογένειες δυσκολεύονται ακόμα και να αγοράσουν τετράδια ή ένα σακίδιο της προκοπής για τα παιδιά τους.
Η Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας επισημαίνει τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές και οι οικογένειές τους προτού ακόμα χτυπήσει το πρώτο κουδούνι.
Ενδεικτικά σταχυολογεί:
Παλιά και κακοσυντηρημένα σχολικά κτίρια, πολλές φορές με κοντέινερ στη θέση αιθουσών.
Υπερπληθή τμήματα, με περισσότερους από 25 μαθητές.
Σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς, αλλά και σε επιστημονικό προσωπικό (σχολικοί ψυχολόγοι, νοσηλευτές, ειδική αγωγή).
Υποχρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, που δυσχεραίνει ακόμη και τη βασική λειτουργία των σχολείων.
Το κόστος «γονατίζει» τις οικογένειες
Επιπλέον, το υπέρογκο κόστος για σχολικά είδη, φροντιστήρια και εξωσχολικές δραστηριότητες επιβαρύνει τους γονείς, οι οποίοι ήδη δοκιμάζονται από την ακρίβεια. «Ο Σεπτέμβρης γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτος» σημειώνεται στην ανακοίνωση, ενώ γίνεται αναφορά και στις «13 ώρες δουλειάς» που αφήνουν ελάχιστο χρόνο στους γονείς να βρίσκονται με τα παιδιά τους.
Προφανώς αυτά δεν αφορούν τον Μητσοτάκη και τη γνωστή Οικογένεια. Ούτε και την, συμπαθέστατη κατά τα άλλα, υπουργό Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη. Στο πόστο αυτό, άλλωστε, βρίσκεται για να υπηρετήσει μια πολιτική ολότελα ξένη στα λαϊκά συμφέροντα.