Του Μανώλη Κοττάκη
Προφανώς και τα μέτρα που εξειδίκευσε ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης για την οικογένεια κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αποδεικνύεται και από την υποδοχή της οποίας έτυχαν στη χθεσινή συνάντηση που είχε η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών με τους πολυτέκνους, οι οποίοι κυριολεκτικά δακρύζουν συγκινημένοι αυτές τις μέρες επειδή κάποιος τους έδωσε σημασία. Επειδή ένας πολιτικός τούς απένειμε παράσημο για την προσφορά τους στην πατρίδα.
Απέχουν όμως πολύ αυτά τα μέτρα από το να αποτελούν ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον θεσμό της οικογένειας. Μόνον όποιος έχει ιστορική επίγνωση της σημασίας του θεσμού για την επιβίωση και ανάπτυξη του ελληνικού έθνους μπορεί να κατανοήσει ποιες πολιτικές, πέραν των φορολογικών, πρέπει να υιοθετηθούν για να δοθεί ώθηση σ’ αυτό που ερμήνευε η Χαρούλα Αλεξίου: «Έλα να κάνουμε έναν Έλληνα ακόμα». Το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό απλώς. Είναι ιδεολογικό, φιλοσοφικό, πνευματικό. Το πώς η πατρίδα μας βλέπει τον θεσμό της οικογένειας σε σύγκριση με τις άλλες πατρίδες της Ευρώπης.
Η οικογένεια ήταν πάντοτε στην Ελλάδα παράγων κοινωνικής συνοχής. Ο παππούς με τη σύνταξή του συντηρούσε το εγγόνι φοιτητή μέσα στα Μνημόνια. Η οικογένεια ήταν πάντοτε θεσμός σεβασμού της αρχής πως οι οργανωμένες κοινωνίες στηρίζονται σε ιεραρχίες. Το να είμαστε παρόντες στο οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής, το να αναπτύσσουμε σχέσεις ζωής με τους γείτονες, το να σηκωνόμαστε από τη θέση μας στο λεωφορείο και να την παραχωρούμε σε γέροντες, το να μη χρωστάμε χρήματα και να είμαστε καλοπληρωτές εκεί το μάθαμε. Η οικογένεια ήταν επίσης διαχρονικά παράγων οικονομικής ανάπτυξης και ποιοτικής παροχής υπηρεσιών. Η οικονομία μας αναπτύχθηκε γύρω από τις χιλιάδες υγιείς μικρομεσαίες -και καθόλου απρόσωπες σε σύγκριση με τις πολυεθνικές- επιχειρήσεις. Το ελληνικό εμπόριο θριάμβευσε μέσα από την ενότητα των οικογενειακών αντιλήψεων για την ίδια τη ζωή. Η εντιμότητα, η εμπιστοσύνη και ο λόγος της τιμής ήταν πάντοτε πάνω από συμβόλαια με ρήτρες και συμβάσεις. Υπερίσχυαν.
Η οικογένεια ήταν πάντοτε παράγων συντήρησης της παράδοσης. Αυτό που μας κληροδότησαν οι προπάτορές μας εντελλόμεθα να το κληροδοτήσουμε στους επόμενους. Μέσα από την οικογένεια μάθαμε την κοινότητα και την ενορία, η οποία ήταν το οργανωμένο σύνολο γύρω από το οποίο συγκροτούνταν μέχρι πρόσφατα τα εκλογικά τμήματα. Μέσα από τις οικογενειακές ταβέρνες διασώθηκε η ελληνική γεύση και γαστρονομία απέναντι στην επέλαση των σούσι και των μπέργκερ. Μέσα από τα οικογενειακά γλέντια, στους χορούς τους κυκλωτικούς, διασώθηκε η λαϊκή μουσική μας παράδοση.
Τι παρατηρούμε όλα αυτά τα χρόνια, ειδικά από την περίοδο των Μνημονίων και μετά; Μια συστηματική προσπάθεια της πολιτικής μας τάξης να αποθεώσει το άτομο, τον υλισμό, την ηδονοθηρία και να καταστρέψει την οικογένεια και τη σχέση της με την οικονομία, με την παράδοση και με την κοινωνική συνοχή. Να συντρίψει το οργανωμένο σύνολο.
Το μυστήριο του γάμου υποβαθμίστηκε με τη σύμπραξη της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα άψυχο έγγραφο που ονομάζεται «σύμφωνο συμβίωσης». Το μυστήριο της βάπτισης, με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη της Νέας Δημοκρατίας, που δεν το κατήργησε, υποβαθμίστηκε σε μια ληξιαρχική πράξη γραφειοκρατών και καλείται «ονοματοδοσία». Η οικογένεια αποϊεροποιήθηκε και υποβαθμίστηκε σε έγγραφο της Δημόσιας Διοίκησης, στο όνομα ενός πολιτικού φιλελευθερισμού που δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση και με τη συντήρησή της. Ο γάμος και η βάφτιση κατά την παραδοσιακή έννοια υπογράμμιζαν την ευθύνη που ανελάμβανε το ζευγάρι έναντι του εαυτού του και έναντι της κοινωνίας. Δεν ήταν απλώς ένα θρησκευτικό μυστήριο, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Χάθηκε αυτό. Περιττεύει, βεβαίως, να επισημάνουμε ότι μέσα στην οικογένεια γινόταν πάντοτε, ειδικά τα καλοκαίρια, η μεταβίβαση της σκυτάλης της παράδοσής μας. Παππούδες, γιαγιάδες μπαμπάδες και μαμάδες μάθαιναν και μαθαίνουν κάθε καλοκαίρι στα πιτσιρίκια τους τα βήματα των παραδοσιακών χορών της λαϊκής μας παράδοσης για να δρέψουν τους καρπούς τους χρόνια αργότερα, όταν καμάρωναν τα βλαστάρια τους να χορεύουν έναν τσάμικο, ένα κότσαρι, έναν μπάλο, έναν ζωναράδικο, έναν πεντοζάλη στους γάμους τους.
Η πολιτική μας τάξη, όμως, ελάχιστα μέλη της οποίας γνωρίζουν παραδοσιακούς χορούς, δεν περιορίστηκε στην ιδεολογική υποβάθμιση της σημασίας της οικογένειας και την κατάτμηση των οργανωμένων κοινωνιών σε κοινωνίες του άκρατου ατομισμού, κατά τα εισαγόμενα πρότυπα από την παρηκμασμένη Δύση. Στόχευσε και την οικογένεια ως παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, και μεθόδευσε την εξόντωσή της. Θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως από τα πορίσματα του καθηγητή Πισσαρίδη να βασίζεται η οικονομία σε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νομοθετήθηκε η διάλυσή τους διά των συγχωνεύσεων. Εκατομμύρια προκομμένοι Έλληνες, που ξεκίνησαν από το μηδέν, κλήθηκαν να γίνουν από αφεντικά υπάλληλοι μέσα στις επιχειρήσεις τους. Να χάσουν τη φιλοδοξία τους για τη ζωή και να υποταχθούν σε κάποιον περαστικό μάνατζερ. Εκατομμύρια Έλληνες, που φορολογούνται και διώκονται σήμερα με τα τεκμήρια ως φοροφυγάδες, βρέθηκαν στο στόχαστρο της επίσημης Πολιτείας για να ευνοηθούν οι πολυεθνικές, που εξάγουν κάθε βράδυ τα κέρδη τους, χωρίς να φορολογούνται απαραιτήτως στην Ελλάδα, στα ταμεία των θυγατρικών τους στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στην Αμερική και αλλού. Το παράδειγμα της Uber, που επιστρατεύτηκε με ευθύνη μελών της ίδιας της οικογένειας του πρωθυπουργού για να κατατροπώσει με αθέμιτο ανταγωνισμό τις οικογενειακές επιχειρήσεις των ιδιοκτητών ταξί, είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Η οικογένεια στην πατρίδα μας, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και αυτή ως θεσμός όσον αφορά τη διάρκεια και την αντοχή της στον χρόνο, είναι παραδοσιακά παράγων κοινωνικής συνοχής. Οι δεμένες οικογένειες με ιεραρχία αντικαθιστούν το κοινωνικό κράτος και εξαφανίζουν την ένταση και τη φόρτιση από τη δημόσια σφαίρα. Είναι συνήθως -όχι πάντα- απάνεμο λιμάνι. Το παράδειγμα των παππούδων και των γιαγιάδων, που θυσιάστηκαν μέσα στα Μνημόνια και χάρισαν τις συντάξεις τους στα εγγόνια τους για να σπουδάσουν σε μια Ευρώπη η οποία λανσάρει την ιδεολογία της ατομικής ευθύνης και όχι της διαγενεακής αλληλεγγύης, είναι κορυφαίο.
Η σύνδεση της οικογένειας με τη λύση του Δημογραφικού είναι αυτονόητη. Το 1990, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποδέχτηκε την ιδέα της συζύγου του Μαρίκας και καθιέρωσε την ισόβια σύνταξη της πολύτεκνης μάνας. Το 2006, ο Κώστας Καραμανλής νομοθέτησε την εξίσωση της τρίτεκνης με την τετράτεκνη οικογένεια, και σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων που αφορούσαν τις προσλήψεις μελών πολύτεκνων οικογενειών στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα ανέκοψε την τάση μείωσης του πληθυσμού και την αντέστρεψε. Το 2025, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τέκνο πολύτεκνης οικογένειας και ύστερα από έξι ολόκληρα χρόνια στην εξουσία, χωρίς να κάνει αναφορά στη μητέρα του (η ισόβια σύνταξη καταργήθηκε από τον σημιτικό εκσυγχρονισμό) και στον Κώστα Καραμανλή (η Ν.Δ. στο μυαλό του ιδρύθηκε το… 2016), αποφάσισε επιτέλους να νομοθετήσει φορολογικά μέτρα ανακούφισης της οικογένειας. Τα μέτρα αυτά είναι θετικά, αλλά δεν αρκούν. Διότι στη διάρκεια της διακυβέρνησής του, με εξαίρεση ένα επίδομα τοκετού, το σήμα που εξέπεμψε ιδεολογικά η Ν.Δ. ήταν ουσιαστικά υπέρ της υποβάθμισης του θεσμού της οικογένειας.
Mε την ευκαιρία, ας το ξεκαθαρίσουμε: αν νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σήμερα σε τεράστια ψυχική απόσταση από αυτό που ονομάζεται Νέα Δημοκρατία, δεν οφείλεται στην τυχόν αντιπάθειά μας για τα πρόσωπα. Οφείλεται στη διαφωνία μας με τις απόψεις τους, που είναι ξένες προς αυτή την παράταξη. Δυστυχώς, η εμπιστοσύνη έχει χαθεί… Και δεν ανακτάται εύκολα με καιροσκοπικούς υπολογισμούς και μέτρα εξευμενισμού. Απαιτείται πολιτική μακράς διαρκείας. Συντηρητική πολιτική. Μόνον έτσι μπορούμε να πειστούμε.