Ακρίβεια και χαμηλοί μισθοί στερούν τις διακοπές από τους Έλληνες, ενώ οι ξένοι ζουν το όνειρο
Εικόνες με γεμάτα από κόσμο φεριμπότ και παραλίες που σφύζουν από τουρίστες αντιπαρατίθενται με μια σκληρή πραγματικότητα για τους Έλληνες: οι διακοπές, κάποτε πολιτισμική και θρησκευτική παράδοση του Αυγούστου, μετατρέπονται σε άπιαστο όνειρο για τη μισή κοινωνία.
Στον Πειραιά, γράφει η βρετανική εφημερίδα The Guardian, ο Τάσος Παπαδόπουλος κόβει εισιτήρια για τα νησιά του Σαρωνικού και παρατηρεί μελαγχολικά τις ουρές, που φέτος είναι οι μισές σε σχέση με πέρυσι. «Ο κόσμος δεν ταξιδεύει. Τα σαββατοκύριακα έχει κίνηση, αλλά οι πωλήσεις έχουν πέσει κατά 50%» σημειώνει.
Η Αίγινα, η οποία το 2024 υποδέχθηκε πάνω από δύο εκατομμύρια επισκέπτες, αποτελούσε παραδοσιακά προσιτή επιλογή για τους Αθηναίους. Όμως, ακόμη και εκεί, η κίνηση φέτος είναι υποτονική. «Πέρυσι τέτοια εποχή οι ξαπλώστρες ήταν γεμάτες από τις 10 το πρωί. Τώρα μένουν άδειες» λέει ο Κωνσταντίνος Τσάντας, που δραστηριοποιείται στον χώρο των θαλάσσιων σπορ.
Σύμφωνα με τον Τάκη Καλόφωνο, οικονομικό σύμβουλο της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ), «ένας στους δύο Έλληνες δεν θα κάνει φέτος διακοπές».
Δέκα χρόνια πριν, οι περισσότεροι έπαιρναν άδεια 20 ή 30 ημερών, ενώ φέτος περιορίζονται σε λιγότερο από μία εβδομάδα. Για πολλούς, οι Κυκλάδες και τα μακρινά νησιά αποτελούν πια απλησίαστο προορισμό. «Ποια οικογένεια μπορεί να πληρώσει 450 ευρώ μόνο για ακτοπλοϊκά εισιτήρια, όταν ο μέσος μισθός είναι 1.342 ευρώ;» επισημαίνει.
Η 28χρονη Ισμήνη Μπαλάλη, εργαζόμενη στον λιανικό τομέα με μισθό 850 ευρώ, περιγράφει την ίδια σκληρή πραγματικότητα: «Θα ήθελα να πάω στην Αμοργό, αλλά δεν μπορώ να δώσω 200 ευρώ τη βραδιά για δωμάτιο. Όλοι οι φίλοι μου είναι στην ίδια κατάσταση, παρότι έχουμε μεταπτυχιακά».
Η Eurostat επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι το 46% των Ελλήνων δεν μπόρεσε να αντέξει οικονομικά ούτε μία εβδομάδα διακοπών πέρυσι, ποσοστό κατά 19% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην Αθήνα, αυτό αποτυπώνεται σε γεμάτα λεωφορεία, sold out θερινά σινεμά και κατάμεστα μπαρ, καθώς οι νέοι μένουν στην πόλη.
Η αντίφαση είναι έντονη: η Ελλάδα κατέγραψε 36 εκατομμύρια αφίξεις πέρυσι, σχεδόν τετραπλάσιες του πληθυσμού της, με έσοδα 21,7 δισ. ευρώ. Ο τουρισμός στηρίζει μία στις πέντε θέσεις εργασίας και συνέβαλε στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, οι τιμές διαμονής, ακτοπλοϊκών και εστίασης εκτοξεύονται, ενώ οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, διαβρώνοντας τα διαθέσιμα εισοδήματα. Πολλοί θεωρούν πλέον φθηνότερο να ταξιδέψουν στο εξωτερικό παρά να μείνουν στη χώρα τους.
Σύμφωνα με έρευνα της Alco, το υψηλό κόστος διαμονής, εισιτηρίων και εστίασης αποτελεί τον βασικό ανασταλτικό παράγοντα. Ο καθηγητής Χρήστος Πιτέλης του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον τονίζει: «Οι Έλληνες αποκλείονται από μια παράδοση που ήταν κομμάτι της κουλτούρας τους. Τα διαθέσιμα εισοδήματα δεν επαρκούν πλέον».
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει δεσμευθεί να μειώσει τη φορολογία και να αυξήσει τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ έως το 2027. Ωστόσο, για πολλούς πολίτες, η διαπίστωση είναι πικρή: η Ελλάδα μπορεί να αποτελεί κορυφαίο παγκόσμιο τουριστικό προορισμό, αλλά για τους ίδιους, οι καλοκαιρινές διακοπές έχουν μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.
«Είμαστε η Ταϊλάνδη της Ευρώπης. Προσφέρουμε υπηρεσίες για να τις απολαμβάνουν άλλοι» λέει ο Άρης Απικιάν από το κατάστημα όπου εργάζεται, στο κέντρο της Αθήνας. «Ενώ οι ξένοι ζουν το όνειρό τους στην Ελλάδα, εμείς βιώνουμε το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας. Και τώρα που δεν μπορούμε ούτε μία εβδομάδα να λείψουμε, καταλαβαίνουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί χαμένοι».