Κάποιες φορές κάνουμε σαν να μην καταλαβαίνουμε σε πόσο βαθιά κρίση έχει περιέλθει η χώρα
Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
Η χώρα βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση. Θα μπορούσε κανείς να πει υπαρξιακή.
Η οικονομία της παρουσιάζει μια ανάπτυξη που στην πραγματικότητα είναι μια «μαγική εικόνα».
Ενδεικτικό είναι ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει μεγάλο, αποτυπώνοντας μεταξύ άλλων ότι η χώρα δεν στηρίζεται σε ισχυρούς εξαγωγικούς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Εάν δεν υπήρχε ο τουρισμός, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα. Χωριά και περιοχές που δεν ανθίζουν τουριστικά έχουν μαραζώσει και ερημώνουν με το ένα μαγαζί μετά το άλλο να βάζει λουκέτο και τον αριθμό των μόνιμων κατοίκων να μειώνεται δραματικά, απόδειξη της έλλειψης ενός στρατηγικού σχεδίου για ένα παραγωγικό μοντέλο που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, αξιοποιώντας τις δυνατότητές της και εξασφαλίζοντας ισχυρή, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.
Το real estate βαφτίζεται «επένδυση», την ώρα που η χώρα αδυνατεί να προσελκύσει επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία. Η μονοκαλλιέργεια του real estate, με τις περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις να αφορούν ακίνητα και τα περισσότερα airbnb να ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες, πέραν των άλλων προβλημάτων και των εκ των πραγμάτων πεπερασμένων δυνατοτήτων που έχει ως μοχλός οικονομικής μεγέθυνσης, οξύνει την στεγαστική κρίση που βιώνει η χώρα, τη στιγμή που οι παραγωγικές επενδύσεις παραμένουν σε μικρό, καθόλου ενθαρρυντικό ποσοστό του ΑΕΠ.
Το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ αποκάλυψε πέραν όλων των άλλων και το γεγονός ότι αντί για επένδυση στον πρωτογενή τομέα, έχουμε απλώς μηχανισμούς διασπάθισης επιδοτήσεων.
Το brain drain συνεχίζεται σε πείσμα των κυβερνητικών δηλώσεων.
Το σύστημα υγείας στέκεται ακόμη όρθιο, απλώς και μόνο επειδή οι γιατροί και οι νοσηλευτές δίνουν πραγματικό αγώνα μέσα σε αντίξοες συνθήκες, την ώρα που έχουν να αντιμετωπίσουν μια κυβέρνηση και έναν υπουργό υγείας, που μισεί στην πραγματικότητα την ιδέα ενός δημόσιου συστήματος υγείας.
Τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να είναι οι ερευνητικές ατμομηχανές της χώρας, ανεβαίνοντας θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις, όμως την ίδια ώρα η κυβέρνηση προτιμά να κάνει τα πάντα για να υποστηρίξει τους επιχειρηματίες που έχουν επενδύσει στα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων.
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν αντιμετωπίζονται ως αναπτυξιακά εργαλεία και ως επένδυση στο μέλλον της χώρας, αλλά ως «πολιτικό χρήμα» που μπορεί η Νέα Δημοκρατία να το χρησιμοποιήσει (ακόμη και να το διασπαθίσει) για να «χτίσει» την εκλογική της βάση.
Την ίδια ώρα η χώρα κυβερνιέται από ένα κόμμα που στις δημοσκοπήσεις – ακόμη και τις «φιλικές» – έχει ποσοστά που αναλογούν σε αποτυχημένη αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά παρ’ όλα αυτά αντιμετωπίζει τη Βουλή ως τσιφλίκι, χειραγωγεί τις Ανεξάρτητες Αρχές και ουσιαστικά επιδιώκει να ελέγξει και τη δικαιοσύνη, λειτουργώντας ολοένα και περισσότερο όχι ως δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά ως καθεστώς.
Γαντζωμένη στην εξουσία ολισθαίνει σε καθεστωτικές λογικές του «αποφασίζουμε και διατάζουμε», αρνείται να αναλάβει οποιαδήποτε πραγματική ευθύνη και στην οποία πληθαίνουν τα φαινόμενα που δείχνουν ότι αρκετοί υπουργοί αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή τους στο υπουργικό συμβούλιο ως αφετηρία για επιχειρηματικές ενασχολήσεις, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε μια διαρκή θεσμική κρίση.
Και τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι πλέον έχουμε υπουργούς που συμπεριφέρονται με σχεδόν κουτσαβάκικη λογική, όταν για παράδειγμα σπεύδουν να υιοθετήσουν πλήρως τη ρητορική, αισθητική και κουλτούρα της ακροδεξιάς σε σχέση με το μεταναστευτικό, ή όταν ουσιαστικά είναι έτοιμοι να ακυρώσουν το «κράτος δικαίου» απλώς και μόνο για πουλήσουν «νόμο και τάξη».
Όσο για τον πρωθυπουργό, όταν δεν πρωταγωνιστεί στην επιχείρηση διεκδίκησης ασυλίας για όλες τις πραγματικές μορφές παραβατικότητας αυτής της κυβέρνησης, συμπεριφέρεται ως όλα να είναι απλώς ζήτημα εικόνας, προσβάλλοντας μια κοινωνία που ξέρει πολύ καλά τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Την ίδια ώρα η αντιπολίτευση παραμένει σε βαθιά κρίση, κατακερματισμένη και χωρίς στρατηγική, ενώ η κοινωνία μπορεί να κινητοποιείται για διάφορα ζητήματα και ιδιαίτερα μαζικά, όπως φάνηκε με τις λαοθάλασσες που ζήτησαν δικαιοσύνη για τα Τέμπη, αλλά ταυτόχρονα δείχνει να έχει χάσει την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική και κατά βάση αναζητά ατομικές λύσεις.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η χώρα έχει ανάγκη από μια μεγάλη ανατροπή, μια επανεκκίνηση, μια νέα Μεταπολίτευση.
Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται απλώς μια αλλαγή κυβέρνησης, αλλά μια αλλαγή υποδείγματος.
Σημαίνει ότι χρειάζεται όχι απλώς μια άλλη πολιτική, με έμφαση στη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και την αναδιανομή, αλλά και άλλη λειτουργία του κράτους και των θεσμών του. Μια λειτουργία πραγματικά θεσμική, μακριά από καθεστωτικές αντιλήψεις.
Σημαίνει ότι το δημόσιο σύστημα υγείας και η δημόσια εκπαίδευση αντιμετωπίζονται με τον σεβασμό και έχουν τη στήριξη που τους αναλογεί.
Σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία απευθύνεται στην πραγματική υγιή επιχειρηματικότητα αλλά και τους εργαζομένους για να συζητήσει την αναπτυξιακή προοπτική που χρειαζόμαστε.
Σημαίνει, επίσης, ότι η κοινωνία αποκτά ξανά εμπιστοσύνη στην πολιτική ως έναν τρόπο για να γίνονται οι ζωές των ανθρώπων καλύτερες μέσα από τη συλλογική προσπάθεια, τον αγώνα και την αλληλεγγύη.
Όλα αυτά δεν είναι εύκολα. Αλλά είναι εξαιρετικά επείγοντα και αναγκαία.