Του Μανώλη Κοττάκη
Διάβασα σε ρεπορτάζ κυριακάτικης εφημερίδας εξομολόγηση κυβερνητικού αξιωματούχου, σύμφωνα με την οποία ο κομματικός τίτλος «συντονιστής Κοινοτικών Πόρων και Αγροτικής Ανάπτυξης», που είχε απονεμηθεί στην πολιτευτή Κοζάνης κυρία Σεμερτζίδου, γνωστή για την εμπλοκή της στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα. Δεν σήμαινε τίποτα – ήταν τιμής ένεκεν.
Με άλλα λόγια, ο κυβερνητικός αξιωματούχος παραδέχτηκε εμπιστευτικά σε δημοσιογράφο, υπό τον όρο της ανωνυμίας, ότι οι κομματικές ιδιότητες που απονέμονται είναι γράμμα κενό περιεχομένου και αξιοποιούνται από τα κομματικά στελέχη για την αύξηση του εκτοπίσματος και της επιρροής τους στις τοπικές κοινωνίες. Για το θεαθήναι, λοιπόν.
Να με συγχωρείτε πολύ, αλλά μεγαλύτερη ομολογία υποβάθμισης και υποτίμησης αξιωμάτων δεν θυμάμαι να έχουμε ξανακούσει! Σαν πολύ φθηνός δεν έγινε ο κομματικός τίτλος του στελέχους της Νέας Δημοκρατίας; Σαν πολύ αναλώσιμος δεν έγινε; Το σημαντικότερο, όμως, εξ αυτών είναι η σημασία που παίζει στην κυβερνητική εξαετία 2019-2025 το κόμμα. Η Νέα Δημοκρατία, μεταπολιτευτικά τουλάχιστον, δεν ήταν ποτέ πολιτικό κόμμα – ήταν μεγάλη παράταξη. Και ως τέτοια συμπεριφέρθηκε, ακόμα και σε σημείο να κατηγορηθεί από τους πολιτικούς της φίλους και αντιπάλους ότι δεν διόρισε μόνο δεξιούς στο κράτος, αλλά και ψηφοφόρους άλλων κομμάτων. Αυτό είναι παράταξη, όμως. Κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Με τις κλαδικές οργανώσεις, με τα ραβασάκια διορισμών, με τους λεγόμενους «πρασινοφρουρούς». Κόμμα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνησή του, και μάλιστα αρτηριοσκληρωτικό. Κόμμα ερμητικά κλειστό. Κόμμα ήταν και είναι και το ΚΚΕ, το οποίο διαθέτει εκατοντάδες επαγγελματικά στελέχη σε ολόκληρη την επικράτεια χωρίς να το κρύβει, μαζί βεβαίως με τους εθελοντές του και τη Νεολαία. Αλλά η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν ποτέ αρτηριοσκληρωτικός κομματικός μηχανισμός. Με εξαίρεση την περίοδο 1986-1990, όταν αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να συγκροτήσει κομματικό μηχανισμό για να αντιμετωπίσει το κόμμα και το κράτος του ΠΑΣΟΚ -και να το νικήσει τελικά στις κάλπες-, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε επιχειρήσει να μετατρέψει κάθε νέα ιδέα για την πατρίδα σε κλειστό κύκλωμα.
Αλλά εδώ, με την παραδοχή του αξιωματούχου, ομολογείται ότι το κόμμα μετατρέπεται σε κλειστό κύκλωμα. Και όποιος εκτεθεί για χάρη του, όπως η πολιτευτής που έλαβε 3.500 σταυρούς, μετά, σε αναγνώριση της κομματικής του προσφοράς, είτε μπορεί να διοριστεί σε κρατική θέση είτε να του απονεμηθεί κομματικός τίτλος, ακόμη κι αν αυτός είναι κενός περιεχομένου. Οι πολίτες που δεν το γνωρίζουν «υποκλίνονται». Ειδικώς από την ώρα που το κόμμα έχει αποκτήσει τέτοια ισχύ στη συνείδηση της κοινωνίας, ότι «λύνει και δένει»!
Ιδιαίτερα στη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, μετά το 1974, τα κόμματα είχαν άλλον ρόλο, άλλη αίγλη κι άλλη αποδοχή. Και, βεβαίως, άλλο κύρος. Ήταν πυλώνες της δημοκρατίας. Το να εγγράφεται κανείς μέλος σε κόμμα ή να έχει κομματική δραστηριότητα σήμαινε πολιτική κατάθεση και πολιτικούς αγώνες, χωρίς ανταλλάγματα απαραιτήτως. Επικρατούσε εκείνα τα χρόνια ένας ρομαντικός ιδεαλισμός για τα πολιτικά κόμματα ως θεσμός. Αυτό -με ευθύνη των σοσιαλιστών, οι οποίοι αντιμετώπισαν στην αρχή εχθρικά το αστικό κράτος, μέχρι να απορροφηθούν από αυτό στις μετέπειτα διακυβερνήσεις τους- έχει αλλάξει. Ο ιδεαλισμός αντικαταστάθηκε από τον ωφελιμισμό. Το να θέλει κανείς να γίνει καλύτερη η χώρα είναι πλέον αφέλεια, αν δεν συνοδεύεται από κάποιο πολιτικό αντάλλαγμα, από κάποιο οφίτσιο, από κάποιον τίτλο. Και στις μέρες μας έφτασε να ανταλλάσσεται (ομιλούμε γενικά και όχι ειδικά, για τη συγκεκριμένη περίπτωση) με υλικά οφέλη, όπως οι παράνομες επιδοτήσεις, οι επιδοτήσεις από το ΕΣΠΑ, η προνομιακή πρόσβαση σε πόρους του κοινωνικού κράτους κι άλλα.
Η παραδοχή λοιπόν αυτή του κυβερνητικού στελέχους για το κόμμα και τα κομματικά αξιώματα, με ή χωρίς αντίκρισμα, συνιστά επικίνδυνη οπισθοδρόμηση. Η Νέα Δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ -και δεν πρέπει να γίνει ποτέ- κόμμα μισθοφόρων. Πρέπει να παραμείνει κόμμα ιδεολόγων. Κάποιοι που ταύτισαν τη ζωή τους με την παράταξη αυτή απογοητεύονται βαθιά όταν τα ακούνε αυτά, έστω κι αν όσοι τα εκστομίζουν το κάνουν ανωνύμως και όχι επωνύμως. Είτε επωνύμως είτε ανωνύμως, ίδια είναι η ζημιά: πικραίνεται πολύς κόσμος.