Του Δημήτρη Γαρούφα*
Στην Ελλάδα, σε όλα τα θέματα λειτουργούμε με τη λογική του εκκρεμούς, δηλαδή από το έντονο ενδιαφέρον για κάποιο θέμα σύντομα περνάμε στην απόλυτη αδιαφορία, ακόμη και στα εθνικά μας θέματα. Έτσι και το θέμα της Θράκης έρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που κάποιος Τούρκος επίσημος επισκέπτεται την Κομοτηνή και την Ξάνθη και κάνει δηλώσεις περί τουρκικής μειονότητας κ.λπ.
Παρακολουθούσα επί πολλά χρόνια το θέμα της Θράκης στην ευρύτερη διάστασή του με την έννοια της μελέτης της πολιτικής της Τουρκίας στη δική μας Θράκη αλλά και σε αυτή που ανήκει στη Βουλγαρία. Είχα επισημάνει από το 1993 με σωρεία άρθρων μου, που δημοσιεύτηκαν τότε στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» (μερικά εκ των οποίων περιέχονται σε ειδικό κεφάλαιο για τη Θράκη, στο βιβλίο μου με τίτλο «Όραμα και στρατηγική για τον Ελληνισμό στα Βαλκάνια» (εκδ. Κυρομάνος – Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 55-109), ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει την ελληνική Θράκη και τη βουλγαρική ως ενιαίο χώρο, στοχεύοντας και στις δύο χώρες (Ελλάδα και Βουλγαρία) στον πλήρη εκτουρκισμό των Πομάκων που κατοικούν στην οροσειρά της Ροδόπης και με απώτερο στόχο τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Διευκρινίζω ότι οι Πομάκοι στη Βουλγαρία βρίσκονται κυρίως στις πόλεις Μαντάν, Ρουζοντέμ, Σμόλιαν, Τσεπελάρε, Ντοσπάτ, Γιακορούντα, Γκότσε Ντέλτσεφ, Μπάνσκο, Ραζλόγκ, Ντομπρίνιστε και στα χωριά γύρω από αυτές τις πόλεις, και υπολογίζονται περίπου σε 300.000.
Ενδεικτικά για την τακτική της Τουρκίας στην περιοχή αναφέρω ότι ο Βούλγαρος ιστορικός Ν. Γκέντσεβ και πρύτανης τότε του Εθνικού Πανεπιστημίου Σόφιας, σε συνέντευξή του στη βουλγαρική εφημερίδα «168 ώρες» στις 24/3/1992, αναφερόμενος στη διαδικασία εκτουρκισμού των Πομάκων της Βουλγαρίας, κατήγγειλε τον ηγέτη του ελεγχόμενου από την Άγκυρα κόμματος στη Βουλγαρία Αχμέτ Ντογκάν ως πολιτικό της οσμανικής Τουρκίας, διαπιστευμένο σε βουλγαρικό έδαφος που θέλει να εκτουρκιστεί η Ροδόπη και περιγράφοντας τη διαδικασία εκτουρκισμού, ανέφερε επί λέξει: «Ναι, εγώ ήμουν εκεί. Ήμουν στο Σμόλιαν και στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ. Είδα με τα μάτια μου τι γίνεται. Εκεί δρουν τρομοκρατικές ομάδες που εκβιάζουν τον βουλγαρικό πληθυσμό που είναι απροστάτευτος από την κεντρική εξουσία. Τους εκβιάζουν να αλλάξουν εθνική συνείδηση. Εγώ είδα πως άνθρωποι που ποτέ δεν μπορούσαν να εκφωνήσουν μια πρόταση στα τουρκικά, τώρα αναγκάζονται με τη βία να μαθαίνουν τα τουρκικά σαν μητρική γλώσσα». Δηλαδή, περιέγραφε τη διαδικασία εκτουρκισμού των Πομάκων της Βουλγαρίας, που υποχρεώνονταν να μάθουν την τουρκική γλώσσα ως μητρική γλώσσα. Δυστυχώς, κάτι αντίστοιχο σε κάποιο βαθμό έγινε και στους Πομάκους που βρίσκονται στην Ελλάδα, τα παιδιά των οποίων ουσιαστικά υποχρεώνονται να μάθουν την τουρκική γλώσσα σαν μητρική τους γλώσσα με διαχρονική ευθύνη και του ελληνικού κράτους, την οποία ας μην την εξειδικεύσουμε επί του παρόντος.
Για τη θωράκιση της Θράκης μας πολλά μπορούν να γίνουν. Μελέτες και προτάσεις έγιναν από σοβαρούς φορείς, όπως η Ακαδημία των Αθηνών, που το 1995 εξέδωσε τον τόμο «Η ανάπτυξη της Θράκης – Προκλήσεις και προοπτικές», ενώ υπάρχει και το πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής που κατατέθηκε στη Βουλή το 1992. Η επιτροπή της Βουλής έθετε ως προτεραιότητα να αποκτήσει συνείδηση η Ευρώπη ότι η Θράκη και το ανατολικό Αιγαίο είναι το φυσικό ανατολικό της σύνορο και έκανε συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάπτυξη της περιοχής, την πολιτική για τις μειονότητες, τη θεσμική πολιτική, τα μέτρα οικονομικής πολιτικής, για έργα υποδομής, για αναπτυξιακή πολιτική, για την πολιτιστική ταυτότητα. Συγκεκριμένες προτάσεις έκανε και το Κέντρο Ερεύνης της ελληνικής κοινωνίας της Ακαδημίας Αθηνών με μελέτη που ανατέθηκε σε ομάδα ειδικών μελετητών, με κύριο βάρος της έρευνας στην οικονομική και κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη της Θράκης αλλά και στην εθνική και γεωπολιτική της σημασία, αλλά από τις προτάσεις της μελέτης ελάχιστες υλοποιήθηκαν.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν γίνονται αυτά που πρέπει να γίνουν στη Θράκη μας για την ανάπτυξη – θωράκισή της βρίσκεται στη μελέτη της Ακαδημίας των Αθηνών, όπου στη σελ. 54 του τόμου της με τίτλο «Η ανάπτυξη της Θράκης – Προκλήσεις και προοπτικές», που εκδόθηκε το 1995, αναφέρεται επί λέξει: «Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, τα κόμματα στο σύνολό τους, δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως κινητήρια δύναμη για την αναστροφή των εξελίξεων στη Θράκη. Ως αντιπολίτευση ακολουθούσαν τακτική εξαγγελιών ή καταγγελιών. Ως κυβέρνηση οδηγούνταν στην απραξία από τον φόβο του πολιτικού κόστους και την έλλειψη τόλμης στην ανάληψη του οικονομικού κόστους ενός τέτοιου εγχειρήματος, ενώ δεν έλειψαν και πρακτικές χρησιμοποίησης, κυρίως στις προεκλογικές περιόδους, του εθνικού θέματος της Θράκης στον βωμό των πελατειακών σχέσεων και των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων».
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης