Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Έρμαια της διαφθοράς;

Του Μανώλη Κοττάκη

Στο μακρινό 1986, επί της αλησμόνητης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ένας διοικητής της ΔΕΗ κατηγορήθηκε ότι διεφθάρη ασυστόλως. Δεν ανακαλώ το επώνυμό του γιατί από τότε έχουν περάσει χρόνια πολλά, σαράντα σχεδόν για την ακρίβεια, και οι συγγενείς του δεν χρωστάνε σε τίποτε να απολογούνται και κυρίως να ντρέπονται γι’ αυτόν.

Όταν έμαθε ο Ανδρέας Παπανδρέου τα καθέκαστα για την περίπτωσή του φέρεται ότι δήλωσε ότι «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι και έτσι!». Η φράση του αυτή έγινε «καρεδάκι» στο οπισθόφυλλο του «Βήματος της Κυριακής», στον περίφημο «Βηματοδότη», και ήταν η πρώτη ομολογία διαφθοράς του νεοπαγούς «καθεστώτος». Σφράγισε μια ολόκληρη εποχή.

Έκτοτε έπειτα από όσα ακολούθησαν με το σκάνδαλο Κοσκωτά η συνήθης κριτική που ασκείτο στο ΠΑΣΟΚ, η οποία κορυφώθηκε επί της οκταετίας Σημίτη μεταξύ 1996-2004, ήταν πως ο κατήφορος της χώρας και η κατάρρευση των ηθικών αξιών άρχισαν από δύο γεγονότα που επισυνέβησαν τη δεκαετία του 1980. Με την κατάργηση της έννοιας της ιεραρχίας στο Δημόσιο, με την καθαίρεση των γενικών διευθυντών και με τη νομιμοποίηση της διαφθοράς.

Η κεντροδεξιά παράταξη κατάφερε επί πολλές δεκαετίες να μείνει έξω από το κάδρο των ευθυνών γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Κανένα στέλεχός της δεν παραδόθηκε στην κρίση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου από το Κοινοβούλιο, κανένα στέλεχός της δεν καταδικάστηκε. Προφανώς δεν ήταν όλοι άγιοι, αλλά το ηθικό πλεονέκτημα διατηρήθηκε επί πολλές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά. Προφανώς δεν έχουν κατηγορηθεί πόσο μάλλον παραπεμφθεί πολιτικά πρόσωπα για νόθευση δημόσιου εγγράφου, όπως καταδικάστηκε ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ για τη «λίστα Λαγκάρντ», προφανώς δεν παραπέμφθηκε και δεν καταδικάστηκε κανείς για δωροληψία, όπως κάποιοι τρεις υπουργοί του ΠΑΣΟΚ με αφορμή τις «συναλλαγές» τους με τη Siemens και με τα Εξοπλιστικά, αλλά η ατμόσφαιρα στη χώρα όζει. Από πάνω προς τα κάτω αλλά και από κάτω προς τα πάνω διαχέεται η οσμή των υπονόμων.

Το γεγονός ότι απεδείχθησαν διαβρωμένες κρίσιμες υπηρεσίες του στενού πυρήνα του κράτους, όπως η ΕΛ.ΑΣ., όπως οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες, όπως σποραδικά -ευτυχώς- κάποιοι μεμονωμένοι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, μας δίνει το μήνυμα ότι η διαφθορά δεν είναι πλέον εξαίρεση, αλλά υπαρκτή και εγκαθιδρυμένη κατάσταση. Έθος. Κατάσταση η οποία, άλλωστε, επιβεβαιώνεται πλήρως και πανηγυρικώς και από εκθέσεις ξένων οργανώσεων, όπως η κάποτε αγαπημένη της Ν.Δ. Transparency International.

Το μέγα θέμα που προκύπτει προς συζήτηση στις ημέρες όμως δεν είναι μόνο η εκτίναξη της διαφθοράς μέσα στο κράτος και στη χώρα, ώστε η λέξη «κλέφτες» να βγαίνει ανέτως από τα χείλη του πρωθυπουργού, ενώ διανύει τον έκτο χρόνο της πρωθυπουργίας του. Το μέγα θέμα που προκύπτει είναι αν «συνηθίσαμε» τη διαφθορά. Αν «ζηλεύουμε» τη διαφθορά. Αν υποτιμούμε τη διαφθορά.

Δύο είναι οι αφορμές για την έγερση αυτών των ερωτημάτων που μας γυρίζουν πίσω στο μακρινό 1986, όπου τα δωράκια ήταν ανεκτά, αρκεί να μην ξεπερνούσαν κάποιο όριο.

Η πρώτη είναι ότι οι αγρότες που αποκλείστηκαν από τις παράνομες επιδοτήσεις δεν διαμαρτύρονται για την παρανομία. Διαμαρτύρονται, ειδικώς στην Κρήτη, γιατί ήθελαν να λάβουν μέρος στην παρανομία και αυτοί. Διαμαρτύρονται γιατί έμειναν έξω από το κόλπο. «Γιατί δεν μας το είπατε και εμάς;» είναι ο ψίθυρος που σαρώνει το νησί. Και τον ψιθυρίζουν γιατί γνωρίζουν ότι καμία κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να ζητήσει χρήματα πίσω από «Φραπέδες» και «Χασάπηδες». Ό,τι ενθυλάκωσαν, ενθυλάκωσαν.

Η δεύτερη αφορμή εδράζεται στην κυβερνητική επιχειρηματολογία. Με την αναδρομική εξεταστική έως το 1998 το επιχείρημα που αιωρείται στον αέρα είναι ότι εντάξει κλέβουν επί των ημερών μας, αλλά έκλεβαν και επί των άλλων. Το περίφημο επιχείρημα για τις παθογένειες. Πολιτικά, εν προκειμένω, η κυβέρνηση δεν θέλει να διαφέρει από τους άλλους σε θέματα παραβίασης του νόμου και διαφθοράς, θέλει να μοιάζει με τους άλλους. Να εξισώνεται με τους άλλους. Και κατά τούτο απεμπολεί και επισήμως κάτι που ήδη έχει χαθεί στην πράξη, δεν δίδει καν υποψία μάχης για να το σώσει, το περίφημο ηθικό πλεονέκτημά της. Το οποίο κάποτε καμάρωνε ότι έχει κερδίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα για να μοιράσει το πολιτικό κόστος της διαφθοράς που σαρώνει και για να επιπλεύσει πολιτικά δεν έχει κανένα πρόβλημα να λέει ότι είναι ίσα και όμοια με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει πρόβλημα να ομολογεί ότι οι αξίες της εντιμότητας είναι θέμα μιας περιστασιακής πλειοψηφίας (αν την έχεις αθωώνεις όποιον ένοχο θέλεις), και όχι μια συνολική αντίληψη για τη ζωή.

Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι η πολιτική εκστρατεία της κυβέρνησης κάνει και «τουρισμό» στην Ευρώπη. «Δεν είμαστε μόνο εμείς διεφθαρμένοι, δεν πληρώνουμε μόνο εμείς πρόστιμα, δείτε τα στατιστικά της ευρωπαϊκής Εισαγγελίας! Κάνει αντίστοιχες έρευνες και σε άλλες χώρες της Ευρώπης!». Και εδώ τα ίδια. Δεν μας αρέσει να διαφέρουμε από τη διεφθαρμένη Ευρώπη, έχουμε άγχος να μοιάζουμε με αυτήν για να είναι το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση μηδέν. Μηδενικού πολιτικού αθροίσματος.

Και το αποκορύφωμα! Κυβερνητικά στελέχη πανηγυρίζουν ιδιωτικώς ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ στοίχισε μόνο δύο μονάδες στις δημοσκοπήσεις για τη Ν.Δ., περίμεναν περισσότερο. Συνήθισε ο ελληνικός λαός τη διαφθορά λοιπόν; Είναι το καταληκτικό κυνικό ερώτημα. Εάν το απαντήσω, διατυπώνω ευχή. Την απάντηση θα μας τη δώσουν οι προσεχείς εκλογές, όχι τα δικαστήρια. Ιστορικά οι Έλληνες τιμωρούν πρώτοι τους πολιτικούς τους με τη λαϊκή ετυμηγορία. Η δικαστική ετυμηγορία έπεται καθυστερημένη συνήθως.

Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι, ναι, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα πολιτών που όχι απλώς δεν καταγγέλλει, όχι απλώς ανέχεται, αλλά θέλει να συμμετάσχει και αυτή στη διαφθορά. Αυτό είναι το όνειρό της. Είναι μια κρίσιμη μάζα που εκπαιδεύεται από τον αρχηγό του κυνισμού να είναι και αυτή κυνική. Είναι πλειοψηφική, είναι μειοψηφική αυτή η μάζα; Ο καιρός θα το δείξει. Σε καιρούς παρακμής μην ορκίζεστε για τίποτε πάντως. Τα αξιώματα υποχωρούν ενίοτε.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο