- Πώς προσπάθησαν να ξεπλύνουν περιπτώσεις που ελέγχονται από την ευρωπαϊκή εισαγγελία και έχουν ήδη ασκηθεί διώξεις.
- Οι υπάλληλοι του ΟΠΕΚΕΠΕ που ανέλαβαν να ερευνήσουν τις καταγγελίες βρίσκονται σήμερα σε θέσεις-κλειδιά του Οργανισμού.
- Οι τέσσερις καταγγελίες είχαν κοινοποιηθεί επίσης στην Εισαγγελία Διαφθοράς, την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος και τον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Σπήλιο Λιβανό.
Του Βαγγέλη Τριάντη
Νέα στοιχεία αναφορικά με το σκάνδαλο των ενισχύσεων για τη χρήση βοσκοτόπων από τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), φέρνουν στο φως οι Data Journalists.
Πρόκειται για «εμπιστευτική έκθεση ελέγχου» της Διεύθυνσης Εσωτερικών Ελέγχων του ΟΠΕΚΕΠΕ σχετικά με τέσσερις ανώνυμες καταγγελίες που είχαν γίνει στα τέλη του 2021 για 1.300 περίπου περιπτώσεις που φέρονταν να είχαν εμπλακεί στη λήψη εθνικού αποθέματος ύψους 32 εκατ. ευρώ με βοσκοτόπια χωρίς ζώα.
Οι καταγγελίες είχαν αποσταλεί εκτός από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, στην Εισαγγελία Διαφθοράς (νυν Οικονομική Εισαγγελία), την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος και τον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιο Λιβανό.
Οι ελεγκτές της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου (ΔΕΕ), Χαράλαμπος Παναγόπουλος και Σοφία Πάντου, μαζί με τον Διευθυντή τους Γιώργο Κέντρο που ανέλαβαν τον Ιούνιο του 2022 να διερευνήσουν τις καταγγελίες και την εμπλοκή διευθυντικών στελεχών του ΟΠΕΚΕΠΕ και υπαλλήλων τους οποίους κατονόμαζαν οι καταγγελίες, έκριναν ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το μεμπτό. Η κρίση αυτή βασίστηκε σε γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικής και Νομοτεχνικής Υποστήριξης του ΟΠΕΚΕΠΕ του 2018, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου ο ΟΠΕΚΕΠΕ να προχωρούσε στον έλεγχο οποιασδήποτε καταγγελίας θα έπρεπε να πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Με απλά λόγια, οι ελεγκτές του ΟΠΕΚΕΠΕ έβγαλαν «λάδι» τους συναδέλφους τους αλλά και τους αιτούντες εθνικό απόθεμα, που σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες το είχαν αιτηθεί και λάβει παράνομα.
Το εντυπωσιακό είναι πως αρκετές από τις περιπτώσεις που αναφέρονταν στις τέσσερις καταγγελίες είτε διερευνώνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είτε έχουν ήδη ασκηθεί ποινικές διώξεις για απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και οι εμπλεκόμενοι έχουν παραπεμφθεί σε δίκες. Παρόλα αυτά στον ΟΠΕΚΕΠΕ τα βρήκαν όλα καλά, επικαλούμενοι μια νομικού χαρακτήρα γνωμοδότηση και όχι ελέγχοντας επί της ουσίας το περιεχόμενο των καταγγελιών.
Ανώνυμες καταγγελίες
Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2021 υπεβλήθησαν στον ΟΠΕΚΕΠΕ τέσσερις ανώνυμες καταγγελίες με τίτλο «Καταγγελία Πληρωμής Παράνομων επιδοτήσεων». Σύμφωνα με πληροφορίες των Data Jounalists, οι καταγγελίες αφορούσαν σε περίπου 1.300 περιπτώσεις, που φέρονταν να είχαν καταθέσει αιτήσεις για τη λήψη εθνικού αποθέματος με βοσκοτόπια χωρίς ζώα ύψους 32 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ που διενεργήθηκε τον Ιούνιο του 2022 και δημοσιεύουν οι Data Journalists, ως «καταγγέλλοντες» φέρονταν «ιδιοκτήτες και απασχολούμενοι σε Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων (ΚΥΔ) από διάφορες περιοχές της Κρήτης». Οι καταγγελίες φέρονταν να είχαν ταχυδρομηθεί από την Αττική και όχι από την Κρήτη και περιλάμβαναν δικαιολογητικά αιτήσεων γεωργών, ενώ γινόταν αναφορά σε έγγραφα του ΟΠΕΚΕΠΕ, στα οποία φέρονταν να είχαν «πρόσβαση μόνο υπάλληλοι και μέλη της Διοίκησης του ΟΠΕΚΕΠΕ».
Οι τέσσερις καταγγελίες κοινοποιήθηκαν επίσης στην Εισαγγελία Διαφθοράς (νυν Οικονομική Εισαγγελία), την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος, τον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιο Λιβανό, όπως επίσης και στην τότε Διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ την περίοδο εκείνη ήταν ο πολιτευτής της ΝΔ, Δημήτρης Μελάς. Ένα πρόσωπο που όπως αποκάλυψαν οι Data Journalists έχει παραπεμφθεί σε δίκη μαζί με πρώην διευθυντικό στέλεχος του Οργανισμού για υπεξαγωγή εγγράφου και παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση.
«Ανύπαρκτος και πλασματικός αριθμό ζώων»
Δύο από τις καταγγελίες αναφέρονταν σε περιπτώσεις αιτούντων για εθνικό απόθεμα από το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο και τα Χανιά. Σύμφωνα με όσα υποστήριζαν οι αποστολείς των καταγγελιών, συγκεκριμένοι αιτούντες φέρονταν να «καταπατούσαν δημόσιες και ιδιωτικές εκτάσεις βοσκοτόπων» σε διάφορες περιοχές της χώρας. Όπως για παράδειγμα σε νησιά του βορείου και νοτίου Αιγαίου, την Καστοριά τη Φλώρινα, την Κοζάνη κτλ.
Οι άλλες δύο καταγγελίες αναφέρονταν σε περιπτώσεις αιτούντων για εθνικό απόθεμα από διάφορες περιοχές της Ελλάδος που φέρονταν να «καταπατούσαν δημόσιες και ιδιωτικές εκτάσεις βοσκοτόπων σε νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και τη Δυτικής Μακεδονία». Σύμφωνα με τις καταγγελίες, οι συγκεκριμένοι κτηνοτρόφοι φέρονταν να «δήλωναν ανύπαρκτο και πλασματικό αριθμό ζώων». Επιπλέον, στις τέσσερις καταγγελίες κατονομάζονται, σύμφωνα με πληροφορίες, συγκεκριμένοι διευθυντές και στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, οι οποίοι φέρονταν να έπαιζαν κομβικό ρόλο για την καταβολή παράνομων ενισχύσεων, ενώ περιγράφονταν αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο δινόντουσαν οι ενισχύσεις αυτές.
Οι έρευνες των Ευρωπαίων Εισαγγελέων
Παρά τις καταγγελίες, η τότε διοίκηση προχώρησε στην πληρωμή των περισσοτέρων από τους 1.300 αιτούντες για εθνικό απόθεμα. Το Δεκέμβριο του 2021 έγινε ένας πρώτος έλεγχος σε ηλεκτρονικά αρχεία που εξήχθησαν από τη Διεύθυνση Πληροφορικής. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση ελέγχου που δημοσιεύουν οι Data Journalists, «προέκυψε ότι κανένας έλεγχος ή διοικητική πράξη για τους καταγγελλόμενους γεωργούς δεν έχει καταχωρηθεί με ελεγκτή ή χειριστή μεταβολής κάποιον από τους υπαλλήλους του ΟΠΕΚΕΠΕ που κατονομάζονταν στις καταγγελίες τα έτη 2019 – 2021».
Το διάστημα εκείνο, κλιμάκιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων φέρεται να επισκέφτηκε τον ΟΠΕΚΕΠΕ και συνάντησε τον κ. Μελά. Κατά τη συνάντηση, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς ζήτησαν από τον τότε πρόεδρο τη μεταξύ τους συνεργασία, για τις έρευνες που έκαναν με βάση καταγγελίες που είχαν φτάσει στα χέρια τους. Την ίδια περίοδο, η Οικονομική Αστυνομία διερευνούσε πλήθος καταγγελιών για ενισχύσεις που φέρεται να είχαν δοθεί παράνομα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Μεταξύ των όσων ήλεγχαν, φέρονταν να ήταν και κάποιες από τις 1.300 περιπτώσεις που περιλαμβάνονταν στις τέσσερις καταγγελίες του 2021.
Τελικά τον Ιούνιο του 2022, η τότε διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ έδωσε εντολή στους δύο υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Ελέγχων του Οργανισμού, Χαράλαμπο Παναγόπουλο και Σοφία Πάντου να διερευνήσουν τα καταγγελλόμενα. Στο μεταξύ, είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που οι καταγγελίες είχαν φτάσει στον ΟΠΕΚΕΠΕ και πολλά από τα ΑΦΜ είχαν ήδη συμπεριληφθεί στις πληρωμές του Οργανισμού.
Έλεγχοι μόνο υπό τέσσερις προϋποθέσεις
Πράγματι οι υπάλληλοι ξεκίνησαν να ερευνούν το περιεχόμενο των καταγγελιών. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου που συνέταξαν στη συνέχεια, «κύριο γνώμονα για τον έλεγχο των καταγγελλόμενων αποτέλεσε το πρακτικό της 39/2018 της Μικτής Επιτροπής Νομικής και Νομοτεχνικής Υποστήριξης» του ΟΠΕΚΕΠΕ. Όπως αναφέρονταν σε αυτό, «για να οδηγήσει μια καταγγελία σε διεξαγωγή ελέγχου θα πρέπει να στοιχειωδώς να πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις».
Η πρώτη προϋπόθεση, ήταν η καταγγελία να «μην είναι αόριστη». Δηλαδή, «να περιέχει τουλάχιστον έναν ισχυρισμό, ο οποίος εάν αναχθεί σε έναν κανόνα δικαίου να επιφέρει μια νομική συνέπεια».
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν να «εκτιμάται (η καταγγελία) ότι διαθέτει έναν στοιχειώδη βαθμό σοβαρότητας». Δηλαδή, «να περιγράφει με στοιχειώδη επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνεται τουλάχιστον ένας ισχυρισμός ώστε να μπορούν αυτά να αναχθούν σε μια διάταξη και να μπορεί να εκτιμηθεί αμέσως εκ πρώτης όψεως εάν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει παράβαση νόμου εξ αυτού του ιδίου του περιεχομένου της καταγγελίας, χωρίς να χρειάζεται για την εκτίμηση αυτή έρευνα της συνδρομής τυχόν άλλων προϋποθέσεων ή έρευνα για ανεύρεση άλλων στοιχείων.
Η τρίτη προϋπόθεση ήταν «να περιλαμβάνει η καταγγελία αρχή αποδείξεως». Κατά τους ελεγκτές αυτό σημαίνει «ότι θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα στοιχειώδες αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο θα να μπορεί να αποδειχθεί η αξιοπιστία της και το οποίο να μπορεί να αποτελέσει αρχή αποδείξεως για περαιτέρω έρευνα από την υπηρεσία».
Η τέταρτη προϋπόθεση ήταν «να μην υποβάλλεται καταχρηστικά». Δηλαδή, «τα καταγγελλόμενα να μην έχουν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα εμμένοντας σε ισχυρισμούς που έχουν ήδη εξεταστεί ή απαντηθεί επαρκώς από την υπηρεσία η οποία έχει επιβεβαιώσει τη νομιμότητα των ενεργειών της».
«Καμία παράλειψη υπαλλήλων του ΟΠΕΚΕΠΕ»
Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, οι ελεγκτές έκριναν ότι «δεν υφίστανται πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων του ΟΠΕΚΕΠΕ που κατονομάζονται στις τέσσερις καταγγελίες που να χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης». Είναι χαρακτηριστικό ότι ερευνώντας μια προς μια τις καταγγελίες διαπίστωσαν κατά την κρίση τους ότι δεν πληρούσαν κάποια από τα τέσσερα κριτήρια τα οποία είχε ορίσει η νομοτεχνική υπηρεσία ώστε να διερευνηθούν περισσότερο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι ισχυρισμοί κρίθηκαν ως «αβάσιμοι». Δηλαδή οι ελεγκτές του ΟΠΕΚΕΠΕ που διερεύνησαν τις καταγγελίες «οχυρώθηκαν» πίσω από μια γνωμοδότηση νομικού χαρακτήρα αντί να ερευνήσουν επί της ουσίας τις καταγγελίες.
Το εντυπωσιακό, είναι ότι για κάποιες από τις 1.300 περιπτώσεις που αναφέρονταν στις καταγγελίες, έχουν ήδη ασκηθεί ποινικές διώξεις από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και έχουν παραπεμφθεί οι εμπλεκόμενοι σε δίκες. Ωστόσο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, έκριναν ότι με βάση προϋποθέσεις που όριζε η Νομική Επιτροπή του Οργανισμού δεν μπορούσαν να ελέγξουν τα καταγγελλόμενα.
Οι εμπλεκόμενοι στο «κουκούλωμα» των καταγγελιών σήμερα είναι τοποθετημένοι σε θέσεις κλειδιά στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο Χρήστος Παναγόπουλος έχει τοποθετηθεί στη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου ενώ οι άλλοι δυο ανέλαβαν θέσεις στη Διεύθυνση Άμεσων Ενισχύσεων. Ο Γ. Κέντρος ως διευθυντής και η κα Πάντου ως προϊσταμένη. Όλα αυτά επί προεδρίας στον ΟΠΕΚΕΠΕ, Κυριάκου Μπαμπασίδη.
O ιδιοκτήτης ΚΥΔ και η δίκη για τα βοσκοτόπια στον Γράμμο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι όσα αναφέρονται στην έκθεση ελέγχου σχετικά με καταγγελία για συγκεκριμένα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ και φερόμενες σχέσεις τους με Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων (ΚΥΔ). Τα ΚΥΔ έχουν συγκεκριμένο ρόλο στη διαδικασία των ενισχύσεων μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ. Μέσω αυτών κατατίθενται οι αιτήσεις των αγροτών για την είσπραξη επιδοτήσεων.
Σε μία από τις τέσσερις καταγγελίες λοιπόν αναφέρονταν ρητά:
«Τα δύο ΚΥΔ (αναφέρονται δύο περιπτώσεις) είχαν στενές σχέσεις με τον (αναφέρεται όνομα) διευθυντή στους ελέγχους μέχρι να αναλάβει η Ρέππα Αθανασία υπεύθυνη για την κατανομή του εθνικού αποθέματος». Οι ελεγκτές που εξέτασαν την καταγγελία αναφέρουν στην έκθεση ελέγχου ότι δεν «πληροί τα κριτήρια 1,2 και 3 του πρακτικού 39/2-18 ώστε να διερευνηθεί περαιτέρω».
Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών ΚΥΔ που αναφέρεται στην καταγγελία είναι υπόδικος για την υπόθεση με τα βοσκοτόπια στο Γράμμο. Είναι η περίπτωση όπου παραγωγοί εμφανίστηκαν ως ενοικιαστές βοσκοτόπων στην περιοχή του Γράμμου.
Ένα από τα πρόσωπα ήταν δικηγόρος που διαμένει στην Αττική και εμφανιζόταν να έχει νοικιάσει βοσκοτόπια στον Γράμμο από κάτοικο της Λάρισας. Το ίδιο φερόταν να έχει κάνει και συγγενικό της πρόσωπο με βοσκοτόπια στο Γράμμο και πάλι από τον ίδιο κάτοικο της Λάρισας, που εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης. Με τις εκτάσεις αυτές αιτήθηκαν την καταβολή εθνικού αποθέματος για το 2019. Ωστόσο, όπως προέκυψε από τον έλεγχο του ΟΠΕΚΕΠΕ οι εκτάσεις που εμφανίστηκαν ως ενοικιαζόμενες, τα προηγούμενα χρόνια ήταν δημόσιες. Οι δύο αιτούντες για τα βοσκοτόπια ήταν στενοί συγγενείς του ιδιοκτήτη Κέντρου Υποδοχής Δηλώσεων (ΚΥΔ).
Δικάζεται μαζί με τον Μελά για υπεξαγωγή εγγράφου
Επίσης η Ρέππα Αθανασία, είναι η επί σειρά ετών επικεφαλής της Διεύθυνσης Άμεσων Ενισχύσεων και Αγοράς και της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων του ΟΠΕΚΕΠΕ που μαζί με τον κ. Μελά έχουν παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατηγορούμενοι για υπεξαγωγή εγγράφου από κοινού, υπόθαλψη εγκληματία από κοινού κατά συρροή και παράβαση καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος.
Η δίκη αφορά σε φάκελο με ελέγχους αιτήσεων για βοσκοτόπια από το εθνικό απόθεμα της περιόδου 2019 – 2020 που είχε διενεργήσει η τότε προϊσταμένη της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ, Παρασκευή Τυχεροπούλου. Τα ευρήματα του ελέγχου, δεν διαβιβάστηκαν ποτέ στη Δικαιοσύνη από τον κ. Μελά παρά το γεγονός ότι η κα Τυχεροπούλου το ζητούσε ρητά στην έκθεση που είχε συντάξει. Κάτι τέτοιο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη στάση που είχε τηρήσει η προηγούμενη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ, υπό τον καθηγητή Γρηγόρη Βάρρα, ο οποίος είχε διαβιβάσει στη Δικαιοσύνη τουλάχιστον τρεις διαφορετικές εκθέσεις ελεγκτών του ΟΠΕΚΕΠΕ. Σημειώνεται ότι για κάποιες από τις περιπτώσεις που αναφέρονταν στον έλεγχο της κας Τυχεροπούλου και είχαν τεθεί υπ’ όψιν του κ. Μελά, έχουν ήδη ασκηθεί ποινικές διώξεις από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.