Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Γιατί δεν υπάρχουν πλέον εθνικοί ευεργέτες

Του Γιώργου Χαρβαλιά

Υπάρχουν κρατικά μουσεία με αρχειακό υλικό για τη δράση των εθνικών μας ευεργετών; Η απάντηση είναι παραδόξως καταφατική. Υπάρχει τουλάχιστον ένα, και είναι εξαιρετικό. Το ερώτημα, όμως, είναι γιατί βλέπουμε πλέον τις μεγάλες εθνικές ευεργεσίες, έργα πνοής τεράστιων Ελλήνων που έδωσαν την περιουσία (και την ψυχή τους) για να δημιουργηθούν επαγγελματικές σχολές υψηλού επιπέδου, αρχειακές βιβλιοθήκες, πρότυπα νοσοκομεία και άλλα υποδειγματικά κοινωφελή ιδρύματα, μόνο στα μουσεία. Γιατί δεν υπάρχουν στις μέρες μας ανάλογου διαμετρήματος ρομαντικοί ευπατρίδες, που προσφέρουν το βιος τους στην «εθνική ιδέα»; Γιατί οι σύγχρονες «ευεργεσίες» έχουν διολισθήσει -με ορισμένες εξαιρέσεις, βεβαίως, όπως του αείμνηστου Ιάκωβου Τσούνη- σε ένα είδος δημοσίων σχέσεων κάποιων πολύ πλουσίων με θεσμούς όπως το κράτος ή το Πατριαρχείο; Ή, ακόμα χειρότερα, σχέσεων διαπλοκής με συγκεκριμένες κυβερνήσεις και πολιτικές φαμίλιες;

Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο περιθώριο μιας επίσκεψής μου στην ιστορική μητρόπολη των Ιωαννίνων για την παρουσίαση του βιβλίου μου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια – Η άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία», είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το Μουσείο Ηπείρου των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Για να πω την αλήθεια, αγνοούσα και την ύπαρξή του. Ήξερα το Μουσείο Αργυροτεχνίας στο Ιτς Καλέ, το Βυζαντινό Μουσείο επίσης στο ιστορικό κάστρο των Ιωαννίνων, το Αρχαιολογικό Μουσείο στα Λιθαρίτσια, αλλά δεν γνώριζα, ούτε μπορούσα να φανταστώ, το σύγχρονο Μουσείο του Ιστορικού Αρχείου Ηπείρου.

Το επισκέφθηκα με παρότρυνση του καθηγητή Ορθοπεδικής Παναγιώτη Σουκάκου, ενός ιερού τέρατος ευρυμάθειας που θεωρείται αυθεντία, εκτός από το γνωστικό του αντικείμενο, σε πολλούς άλλους τομείς μόρφωσης. Ο ίδιος έχει παραχωρήσει προς έκθεση στο ίδιο μουσείο (που οργανικά ανήκει στο υπουργείο Παιδείας) την ανεκτίμητης αξίας συλλογή του με ιστορικούς χάρτες, και για τον λόγο αυτόν το υπερσύγχρονο συνεδριακό κέντρο που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του αναστηλωμένου ιστορικού κτιρίου πήρε το όνομα αυτού του μεγάλου εν ζωή Έλληνα επιστήμονα.

Με τη μεσολάβηση του ιδίου είχα την ευκαιρία να ξεναγηθώ στο μουσείο από την υπερδραστήρια διευθύντριά του, διακεκριμένη ιστορικό Μάρθα Παπαδοπούλου. Η κυρία Παπαδοπούλου είναι αυτή που είχε την ιδέα δημιουργίας ενός τέτοιου κέντρου πολιτισμού σε ένα μισογκρεμισμένο ιστορικό κτίριο στο κάστρο των Ιωαννίνων, που κάποτε φιλοξενούσε τους στρατώνες της φρουράς του Αλή Πασά.

Η Μάρθα Παπαδοπούλου, νεαρή υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας, κατάφερε με μια λίγο ανορθόδοξη «εισβολή» στο γραφείο της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, όπως η ίδια διηγείται ανασύροντας τις αναμνήσεις της, να πείσει μέσα σε πέντε λεπτά την τότε υπουργό Πολιτισμού, η οποία ασπάστηκε την ιδέα και αμέσως τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Σήμερα, το μουσείο αυτό είναι από τα λίγα δημόσια «εκθετήρια» που σε κάνουν περήφανο. Με εξαιρετική αρχειακή οργάνωση, οθόνες αφής και υπερσύγχρονες υποδομές ψηφιοποίησης, που διευκολύνουν αφάνταστα το έργο των ερευνητών, αλλά και την ενημέρωση των επισκεπτών, φιλοξενεί στο πρώτο επίπεδο την έκθεση για τους Ηπειρώτες ευεργέτες, γυναίκες και άνδρες, με εξαιρετικά κειμήλια και αρχειακά τεκμήρια που όχι μόνο αναδεικνύουν τη δράση τους, αλλά συνδέουν τη μνήμη τους με εμβληματικά έργα και κτίρια-τοπόσημα. Ενδεικτικά αναφέρω τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία από την αδελφότητα Ζωσιμάδων, το Καλλιμάρμαρο από τον Γεώργιο Αβέρωφ, το Αστεροσκοπείο από τον Γεώργιο και Σίμο Σίνα, το Μέγαρο Ολυμπίων (Ζάππειο) από τον Ευάγγελο και Κωνσταντίνο Ζάππα, τα Ζωγράφεια Ιδρύματα από τον τραπεζίτη Χρηστάκη Ζωγράφο, τη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή από τον Μάνθο Ριζάρη, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα από τον Γεώργιο Χατζηκώστα, το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο από τον Απόστολο Αρσάκη, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (Δρομοκαΐτειο) από τον Ζώρζη Δρομοκαΐτη.

Τα εκθέματα ομολογώ πως πραγματικά με κατέπληξαν. Μέσα από χειρόγραφες επιστολές, καταλόγους λειτουργίας σχολείων και νοσοκομείων, ημερολόγια, αλλά πρώιμους «ισολογισμούς» τυπωμένους στα ιστορικά τυπογραφεία της Βιέννης, της Οδησσού και της Βενετίας αναδύεται ένας ολόκληρος κόσμος Ελλήνων της διασποράς που είχαν μόνο ένα όνειρο: να δουν την Ελλάδα να μεγαλώνει.

Όμως, γιατί η «εύανδρος» Ήπειρος, η άγονη και ορεινή κοιτίδα ελληνικού φρονήματος και στις δύο πλευρές της σημερινής ελληνοαλβανικής μεθορίου, ανέδειξε τέτοιο πλήθος εθνικών ευεργετών παραμένει ένα ερώτημα. Ίσως την εξήγηση του φαινομένου θα τη βρούμε στην ακλόνητη προσήλωση του Ηπειρώτη (και του Βορειοηπειρώτη) στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις, καθώς και στη βαθιά πίστη στον θεσμό της οικογένειας.

Οι ισχυροί οικογενειακοί θεσμοί και η προσήλωση της άδολης ηπειρώτικης ψυχής στην πατρίδα ενισχύονταν ασφαλώς από τη βιωματική τους σχέση με την Εκκλησία. Αυτοί οι άνθρωποι, που αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης, έκαναν σκοπό της ζωής τους την ωφέλεια της Ελλάδας, πολλές φορές με τίμημα τη δική τους ασκητική ζωή, όπως ο Ζώης Καπλάνης, ένας τεράστιος φιλάνθρωπος που προτίμησε το μετόχι της Μονής Ιβήρων στη Μόσχα, αντί για τις επαύλεις και τα παλάτια που θα μπορούσε εύκολα να έχει στη διάθεσή του.

Τα γράφω όλα αυτά και ως ένα είδος θλιβερής σύγκρισης με το σήμερα. «Ευεργέτες» ασφαλώς και υπάρχουν, αλλά όχι με την έννοια αυτών που ανέφερα. Γιατί το να προσφέρουν ένα ασήμαντο ποσό της μυθικής περιουσίας τους, προκειμένου να προμηθευτούν οι Ένοπλες Δυνάμεις κάποια drones αξίας λίγων δεκάδων εκατομμυρίων ή το Λιμενικό μερικά σύγχρονα φουσκωτά σκάφη, ισοδυναμεί με τη δωρεά στο Ελληνικό Δημόσιο του ετήσιου ναύλου ενός από τα χιλιάδες πλοία τους. Καλό είναι ασφαλώς για το «φαίνεσθαι», αλλά σχεδόν αμελητέο ως μέγεθος.

Οι «ευεργέτες» των ημερών μας έχουν επίσης και μια άλλη, ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τους παλαιότερους, που έδιναν στην κυριολεξία όλη τους την περιουσία για την πατρίδα. Εκείνοι, όπως σημείωσα, ήθελαν να βλέπουν την Ελλάδα να μεγαλώνει. Και πίεζαν με τον τρόπο τους τις κυβερνήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Οι σημερινοί ανέχονται η Ελλάδα να μικραίνει. Να περιθωριοποιείται, να ευτελίζεται, να διολισθαίνει σε καθεστώς μιας ασήμαντης και άκρως διεφθαρμένης τουριστικής αποικίας.

Ας μην κοροϊδευόμαστε: οι σημερινοί βαρόνοι του χρήματος, μεγαλοεργολάβοι, επιχειρηματίες της ενέργειας και φυσικά εφοπλιστές, είναι επίσης σε θέση να πιέσουν τις πολιτικές ηγεσίες -και ιδιαίτερα τη σημερινή, που έχει αποδείξει ότι προσκυνά οικονομικά συμφέροντα- να αλλάξουν γραμμή και να υπερασπιστούν με αξιοπρέπεια τα εθνικά κεκτημένα. Δεν το κάνουν, όμως. Γιατί βολεύονται. Θεωρούν ότι η Ελλάδα, βρέξει χιονίσει, θα παραμείνει ένας ευχάριστος προορισμός για να κάνουν τις διακοπές τους. Γι’ αυτό κατά κανόνα απουσιάζουν από την εθνική προσπάθεια ή αναλώνονται σε ανέξοδες πρωτοβουλίες δημοσίων σχέσεων, προσπαθώντας να εξωραΐσουν τις εντυπώσεις από τα δυσθεώρητα κέρδη με μια επίσης ανέξοδη πολιτική «μικροευεργεσιών». Αποδεικνύονται, δυστυχώς, πολύ μικροί και στο ραντεβού τους με την Ιστορία…

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο