Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Της είχαν ζητήσει να μη μιλά

Του Μανώλη Κοττάκη

Ένας δρόμος χωρίς εμπόδια συνήθως δεν οδηγεί πουθενά! Τέτοιος πάντοτε ήταν ο δρόμος των Ποντίων, τη μαύρη επέτειο της Γενοκτονίας των οποίων θυμόμαστε σήμερα. Ένας δρόμος γεμάτος εμπόδια, ο οποίος καθρεφτίζεται και στη μουσική τους. Στον λυγμό της λύρας, στα κοφτά βήματα του πυρρίχιου, στην υπερηφάνεια του Κότσαρη. Των παραδοσιακών πολεμικών χορών τους. Τέτοια είναι η ιστορία της και της οικογένειας της Κλαυδίας Παπαδοπούλου, η οποία παλιννόστησε στην Ελλάδα από την πρώην Σοβιετική Ένωση το 1991 με την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» της Βιργινίας Τσουδερού. Παλιννόστησε μαζί με χιλιάδες άλλες (που ρίζωσαν στη Θράκη) και εγκαταστάθηκε στον Ασπρόπυργο. Η γιαγιά της νεαρής Κλαυδίας διηγείτο στην εγγονή της όταν ήταν μικρή ιστορίες και από την προσφυγιά των Ποντίων.

Οι Πόντιοι, ως γνωστόν, είναι αγύριστα κεφάλια. Όταν τους μπει μια ιδέα στο κεφάλι δεν βγαίνει ποτέ από εκεί αν δεν την υλοποιήσουν. Αυτό συνέβη με την Κλαυδία. Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορα τηλεπαιχνίδια, όπως το «Ελλάδα, έχεις ταλέντο» και το «Voice», όπου συγκέντρωσε εμπειρίες ερμηνεύοντας αγγλικά τραγούδια, αυτό που επικράτησε στο μυαλό της μελετώντας κάθε χρόνο τον διαγωνισμό ήταν πώς θα πάει τραγουδώντας ένα τραγούδι με ελληνικούς στίχους με το οποίο θα ταυτιστεί. Ένα ethnic τραγούδι με ελληνικό στίχο στην κορυφή της Ευρώπης. Όχι ένα αναλώσιμο τραγούδι του τύπου «πέφτω και κυλιέμαι σαν ζάρι». Ένα τραγούδι που θα μείνει. Το στοίχημά της δεν ήταν εύκολο. Η Κλαυδία ζει σε μια χώρα που υποφέρει από ξενολαγνεία και συνήθως δεν υπερασπίζεται την εθνική της ταυτότητα. Που επισήμως «αγαπά» άλλες σημαίες, όχι την ελληνική. Μαζί με μια ομάδα δημιουργικών νέων, κατά βάση Ελληνόπουλων, η οποία ονομάστηκε Arcade, και συγκεκριμένα με τον Δημήτρη «Ντιβέννο» Μπέλτσο, τον Λουκά Δαμιανάκο, τον Παύλο Μανώλη, τον Γκάμπριελ Ράσελ και τον Αίγιον «Γκιώνι» Παρενάσι, έπλασαν την ιστορία της Αστερομάτας. Η οποία από το κουπλέ συγκλονίζει και προϊδεάζει: «Γλυκιά μου μάνα, μη μου κλαις/μαύρο κι αν σου φορούνε,/το ξέθωρο το σώμα μου/φλόγες δεν το νικούνε./Τα χελιδόνια της φωτιάς θάλασσες κι αν περνούνε,/του ριζωμού τα χώματα ποτέ δε λησμονούνε./Γλυκιά μου μάνα, μη μου κλαις,/καράβι είναι η ζωή μου,/που ψάχνει για τον γυρισμό,/αγέρα το πανί μου».

Με αυτό το τραγούδι, που μιλά για ριζωμό, για γυρισμό, για μάνα, για χώματα, για φλόγες, για λησμονιά, ταυτίστηκε, όπως ήθελε, η Κλαυδία. Πήγαινε πίσω στη ρίζα της, στον ξεριζωμό, και βεβαίως, όπως υπονόησε σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις της, πριν επέμβουν οι μεγάλες δυνάμεις, αναφερόταν υπαινικτικά στη Γενοκτονία των Ποντίων. Τύχη αγαθή, η επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπούσε φέτος δεν έγινε με απευθείας ανάθεση -πρακτική συνηθισμένη στην αναξιοκρατική πατρίδα μας, όπως έγινε στον ανήλικο υιό ενός εφοπλιστή πριν από μερικά χρόνια-, αλλά με εθνικό τελικό στον οποίο μετείχαν χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες. Οι ψήφοι των οποίων ήταν το 50% της βαθμολογίας των διαγωνιζομένων. Από τον εθνικό αυτόν τελικό φάνηκε ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες ήθελαν ελληνική γλώσσα ατόφια. Ούτε υποψία ξένης λέξης. Ήθελαν εθνική ταυτότητα. Ήθελα υπερηφάνεια. Το όνειρο της Κλαυδίας συναντήθηκε με τα όνειρα και τους καημούς εκατομμυρίων Ελλήνων που αγαπούν τη ρίζα τους και την ιστορία τους. Και, τελικώς, επελέγη. Ο πατέρας της Κλαυδίας στον Ασπρόπυργο, Πόντιος, φύσει συνεσταλμένος, όταν έμαθε την πρώτη επιτυχία στον εθνικό τελικό τής είπε «κράτα το κεφάλι χαμηλά και όλα θα πάνε καλά». Και εκείνη το κράτησε, εκπέμποντας από εκείνη τη στιγμή σε όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης το απαράμιλλο ήθος και τη λιτότητα της έκφρασης της ποντιακής οικογένειας, της ελληνικής οικογένειας. Τα εκπληκτικά ελληνικά της, στα οποία δεν παρεισέφρησαν ξένες λέξεις, κι ας ξέρει τέλεια αγγλικά. Την αγάπη της για την παράδοση, την ιστορία του τόπου μας, αλλά και του γένους της. Της το είπε η Νάνα Μούσχουρη στη συνομιλία που είχαν λίγο πριν από τον ημιτελικό: ότι είναι ενδιαφέρον που επέλεξε να πει κάτι παραδοσιακό.

Ωστόσο, ο δρόμος της Κλαυδίας δεν ήταν ανέφελος – ήταν ένας δρόμος γεμάτος εμπόδια. Εμπόδια απέξω, αλλά εμπόδια, μικρότερα, και από μέσα. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο video clip του τραγουδιού, στο οποίο μετείχαν γυναίκες από το Τετράλοφο της Κοζάνης με ποντιακές φορεσιές και η Κλαυδία άφησε να εννοηθεί στις πρώτες συνεντεύξεις της ότι το τραγούδι συνδέεται με την ιστορία των Ποντίων και τη Γενοκτονία, είχαμε τα πρώτα παρατράγουδα… Η τουρκική δημόσια τηλεόραση (TRT) αντέδρασε στο άκουσμά του, απείλησε ότι θα… αναλύσει τους στίχους του και ότι, εάν βρει κάτι μεμπτό, θα… προσφύγει στη Eurovision, από την οποία έχει αποχωρήσει, για να το καταγγείλει. Το ίδιο και οι φαν της Eurovision Tyrkiye στη γειτονική χώρα, οι οποίοι απειλούσαν -ξέρουμε πώς γίνονται αυτά- με καταγγελίες.

Προκειμένου να μη δημιουργηθεί ένταση, καθώς η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Γενοκτονία των Ποντίων, η οποία καθιερώθηκε να τιμάται από το 1994 στην Ελλάδα, η διοργανώτρια Αρχή συνέστησε διακριτικά στην εθνική Αρχή να παρακαλέσει την Κλαυδία να είναι πολύ προσεκτική στις συνεντεύξεις της όταν μιλά για την ιστορία των Ποντίων. Να αποφεύγει τον όρο «γενοκτονία» (genocide), τον οποίο έφεραν στα μπλουζάκια τους, όπως είδαμε την παραμονή του μεγάλου τελικού, οι συγγενείς της στον Ασπρόπυργο. Εκείνη, πολύ έξυπνα, ακολούθησε την ποντιακή αρετή, την υπομονή. Και η ποντιακή καρτερία της επιβραβεύτηκε.

Κάποιοι δεν πίστευαν στην Κλαυδία ούτε στο εσωτερικό, επειδή απλώς δεν καταλαβαίνουν τον πόνο του Πόντου και τη δύναμη της γλώσσας. Και όταν στο τέλος εξετέθησαν όλοι όσοι πίστευαν ότι αυτό το τραγούδι δεν θα πάει ψηλά επειδή έχει αμιγώς ελληνικό στίχο, τότε οι ύμνοι του αμήχανου σχολιασμού αφιερώθηκαν αποκλειστικά, γενικώς και αορίστως, στην Ελλάδα. Όχι στην «Κλαυδία της Ελλάδος». Η Κλαυδία γενικώς χάλασε τη «σούπα». Και με την αγάπη για την εθνική ταυτότητα και με την αγάπη για τη σημαία και με την αγάπη για την παράδοση και με την αγάπη για τη γλώσσα. Αλλά κυρίως τη χάλασε επειδή πρόβαλε το στιβαρό πρότυπο του μέτρου, του ήθους και της σοβαρότητας.

[Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον Γιώργο Πετροσιάν, ο οποίος έφτασε το 1991 στην Ελλάδα με το ίδιο καραβάνι προσφύγων με την οικογένεια της Κλαυδίας από την πρώην Σοβιετική Ένωση και εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή. Δεν ήξερε ούτε μία ελληνική λέξη και οι δάσκαλοί του στο σχολείο δεν ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Όταν όμως άρχισε να τους λέει φράσεις που άκουγε και αντέγραφε, παρακολουθώντας την εκπομπή «7+7» στο Mega με τον Θεόδωρο Ρουσόπουλο (τον καταλάβαινε γιατί μιλούσε αργά), εκείνοι του έδωσαν την προσοχή τους. Έφεραν βιβλία γραμματικής και συντακτικού, και του έμαθαν σήμερα να μιλά ελληνικά καλύτερα από εμάς τους γηγενείς. Και να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία μέσα από τον Καφενέ του, που βρίσκεται απέναντι από την Πυροσβεστική της Κομοτηνής. Αν πάτε, θα τον βρείτε εύκολα. Έξω από το κατάστημά του κυματίζει μια μεγάλη ελληνική σημαία.]

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο