Οι φορείς της Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού εκφράζουν έντονη ανησυχία και πλήρη αντίθεση στο Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να οριοθετήσει τους οικισμούς. Σύμφωνα με το νέο νομικό πλαίσιο, απαγορεύεται πλέον η ανέγερση κτηρίων σε εκτάσεις έως δύο στρεμμάτων εντός των ορίων των οικισμών — ιδίως στα μικρά χωριά της ελληνικής Περιφέρειας. Οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες προειδοποιούν ότι ένας τέτοιος κανόνας όχι μόνο θα φρενάρει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, αλλά θα εντείνει την τάση εγκατάλειψης των χωριών και την αστυφιλία.
Επιπλέον, τονίζουν ότι το μέτρο δημιουργεί προνομιακή μεταχείριση για όσους κατάφεραν να χτίσουν τις περιουσίες τους πριν από το 1983, διατηρώντας τη νομιμότητα των κτισμάτων τους, ενώ όσοι απέκτησαν ή εκμεταλλεύονται γη αργότερα στερούνται κάθε δυνατότητα αξιοποίησης. Πρόκειται, όπως επισημαίνουν, για «κατάφωρη αδικία», η οποία διασπά το αίσθημα κοινωνικής συνοχής και υπονομεύει κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης των αδύναμων οικονομικά και δημογραφικά περιοχών.
Οι ενστάσεις της ΚΕΔΕ
Κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ ), παρουσιάστηκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι οικισμοί με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων καλύπτουν περίπου το 80% της συνολικής έκτασης της χώρας — περιοχές στις οποίες πληθυσμιακές απώλειες και υποδομές υποβάθμισης είναι ήδη ορατά προβλήματα. Οι εκπρόσωποι των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων (ΠΕΔ) υπογράμμισαν ότι το Προεδρικό Διάταγμα δεν προάγει την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος· αντιθέτως, εμποδίζει τη βιώσιμη κατοίκηση και αξιοποίηση των αγροτικών και ορεινών περιοχών.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΚΕΔΕ προετοιμάζει επίσημη θεσμική τοποθέτηση, την οποία σχεδιάζει να αποστείλει σε όλα τα συναρμόδια υπουργεία, στη Βουλή και στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στο κείμενο αυτό θα ζητείται:
η άμεση αναστολή της διαδικασίας θεσμοθέτησης του Προεδρικού Διατάγματος,
η έναρξη ενός ειλικρινούς, επιστημονικά τεκμηριωμένου διαλόγου με ενεργή συμμετοχή των τοπικών αυτοδιοικήσεων και των πολιτών,
η διαμόρφωση ενός πρακτικού και ρεαλιστικού πλαισίου οριοθέτησης που θα συνδυάζει την προστασία του περιβάλλοντος με την τοπική ανάπτυξη.
Παράλληλα, αναμένεται αντίστοιχη πίεση και από τις Περιφέρειες, όπου δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι της επαρχίας έχουν ήδη εκφράσει την αγωνία τους για την «απαξίωση» της περιουσίας τους και τη μελλοντική πορεία των χωριών τους. Η συνολική διαχείριση του ζητήματος θεωρείται κρίσιμη για την καταπολέμηση της δημογραφικής συρρίκνωσης και την ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής.