Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ευρωπαϊκό «ReArm» για τη νεκρανάσταση της Γερμανίας

Σφιγμένη στη μέγγενη της αμερικανικής πολιτικής η Ευρώπη αρνείται κοντόφθαλμα να παραδεχθεί ποιος είναι ο πραγματικός της αντίπαλος.
Του Γιώργη – Βύρωνα Δάβου
Σφιγμένη στη μέγγενη της αμερικανικής πολιτικής, η οικονομική και πολιτική διεύθυνση της Ευρώπης, αρνείται ακόμη κοντόφθαλμα να παραδεχθεί ποιος είναι ο πραγματικός της αντίπαλος στα όποια οικονομικά και γεωστρατηγικά της συμφέροντα. Εξακολουθεί να επιμένει στην κατασκευή του «εξωτερικού εχθρού» που της κληρονόμησε η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι βλέψεις της κι ως μόνη πανάκεια για τον πολύπτυχο μαρασμό της είναι η «οικονομία του πολέμου».

Παράλληλα, όμως και με τούτον τον ξέφρενο εξοπλισμό, με άξονα το πρόγραμμα της Rearm Europe της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, αναβιώνει και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεμονωμένες ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις -με πρωταγωνιστές τη Γερμανία και τη Γαλλία- για το ποιος θα πάρει την πρωτοκαθεδρία στην κούρσα αυτή και θα αποκαταστήσει την αίγλη και επιρροή της. Ή για την περίπτωση των ευρωπαϊκών δορυφόρων της Ουάσιγκτον (Ιταλία, Πολωνία) εάν θα μετακινήσουν το βαρυτικό πεδίο της επιρροής στις ευρωπαϊκές αποφάσεις προς την πλευρά τους.

Λυδία λίθος για το εγχείρημα των εξοπλισμών είναι η ρήτρα της ομόφωνης ψήφισης κάθε κορυφαίας τέτοιας απόφασης. Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις κρατικές οντότητες και τα επιμέρους συμφέροντά τους, οι βαθιές διαφωνίες μεταξύ των ανταγωνιστικών πολιτικών ευρω-ομάδων και κυρίως ο διχασμός της κοινής γνώμης στην ήπειρο, που δεν βλέπει με καλό μάτι τη μείωση των πόρων για το κοινωνικό κράτος και την ευημερία του πολίτη, συγκροτούν έναν σημαντικό γρίφο, του οποίου η όποια λύση μέλλει αναγκαστικά να είναι ετεροβαρής. Δεδομένου ότι η κατάργηση της ομοφωνίας και η αναθεώρηση των κριτηρίων για τα κρατικά χρέη -που αφορά όχι μόνον τις ασθενέστερες χώρες του Νότου, αλλά και τη Γερμανία και τη Γαλλία- δημιουργούν το ερώτημα προς το μέρος ποίου από τους διάφορους άξονες συμφερόντων στην Ε.Ε. θα κλίνει θετικά η απόφαση για επανεξοπλισμό.

Ήδη οι κρατικοί ανταγωνισμοί γύρω από την εφαρμογή του σχεδίου και τη μεταφορά των 800 δισεκ. (150 εκατ. από τιτλοποίηση) που εμπεριέχει, έχουν ξεκινήσει. Η Γερμανία, που βιώνει τη δεινότερη οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική της κρίση, έχει αναγάγει τον εξοπλισμό της Ε.Ε. σε μέγιστη κι έσχατη σχεδόν δυνατότητά της να επανακάμψει οικονομικά και ηγεμονικά στην Ευρώπη. Στην ίδια πορεία η Γαλλία του Μακρόν, που ως μόνη ηπειρωτική πυρηνική δύναμη, επιδιώκει να ξαναπάρει τα ηνία για τις πρωτοβουλίες -ίσως προσδοκώντας και μία ευμενέστερη αντιμετώπιση του χρέους της ή έστω μία μετατόπιση και δικαιολόγηση των όποιων δαπανών στο Σιλωάμ του εξοπλισμού, ακόμη και την ιδιοποίηση των δεσμευμένων ρωσικών καταθέσεων. Αλλά, τούτη ακριβώς η δημοσιονομική εκτροπή που περιλαμβάνει ο επανεξοπλισμός συνιστά ένα σημείο τριβής με τις λεγόμενες χώρες του «ενάρετου» και σφικτού προϋπολογισμού, που δεν βλέπουν ευνοϊκά τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κριτηρίων και την ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας.

Υπάρχει και η Ιταλία

Αλλά υπάρχουν κι οι χώρες, όπως η Ιταλία η οποία καθώς είναι δεσμευμένη με τη Γαλλία με τη  Συνθήκη του Quirinale και το Σχέδιο Δράσης για διμερή στρατηγική συνεργασία με τη Γερμανία, αμφότερες λεόντειες για τις δύο υπερδυνάμεις, που η γιγαντιαία εισροή κεφαλαίων για τον εξοπλισμό θα είναι ετεροβαρής για τη Ρώμη. Η Ιταλία κινδυνεύει να βρεθεί σε δευτερεύουσα θέση, έχοντας να ισορροπήσει το πρόβλημα με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της και την ανάγκη εξοπλισμού -που λόγω των συμφωνιών δεν θα φέρει τον πακτωλό που ανέμενε- προκειμένου να στηρίξει τις ιμπεριαλιστικές ματαιοδοξίες της νεοφασίστριας Τζόρτζια Μελόνι. Για τον λόγο τούτο, η νεοφασίστρια πρωθυπουργός αντέταξε δύο ηχηρά «όχι» για τους εξοπλισμούς και την αποστολή δυνάμεων στην Ουκρανία και για το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, που θα υποβίβαζαν τη Ρώμη σε επικουρικό ρόλο.

Ιδίως για τη Μελόνι, προβληματική είναι κι η επαναπροσέγγιση της ηπειρωτικής Ευρώπης με τη Βρετανία, στο πλαίσιο του εξοπλισμού και της άμυνας ενάντια στη Ρωσία, που εκτοπίζει ακόμη περισσότερο τη φιλοδοξία της νεοφασιστικής κυβέρνησης στη Ρώμη να γίνει η χώρα ευρωπαϊκός πόλος, όχι μόνον περιφερειακός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ. Ο Στάρμερ ήταν κατά του Brexit και σήμερα αποκαθιστά έξυπνα τις σχέσεις με την Ε.Ε. εκμεταλλευόμενος το «ρήγμα» του Τραμπ. Η Ευρώπη χρειάζεται στρατιωτικά τη Μεγάλη Βρετανία, αφού είναι μια πυρηνική δύναμη όπως η Γαλλία. Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο Πρωθυπουργός των Εργατικών έλαβε επίσης την υποστήριξη των Συντηρητικών και ακόμη και του Φάρατζ. Μάλιστα, ο Λευκός Οίκος επέλεξε τη Μεγάλη Βρετανία για να ηγηθεί του Ομίλου Ramstein, προκαλώντας πρόσθετες ανησυχίες για απεμπλοκή της  Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ και μείωση της στρατιωτικής της παρουσίας στην Ευρώπη, τροφοδοτώντας  τη γερμανική, τη γαλλική και ακόμη και την ισπανική πρεμούρα για ισχυρή και ταχεία ευρωπαϊκή δράση στο αμυντικό μέτωπο, ακόμη κι εις βάρος των προϋπολογισμών τους. Το κοινωνικό κράτος, δηλ. ό,τι του έχει απομείνει σε κάποιες χώρες, είναι έτοιμο να θυσιασθεί ως Ιφιγένεια στη νέα τρωϊκή εκστρατεία ενάντια στον υπερδιογκωμένο ρωσικό κίνδυνο.

Η Γερμανία και ο κόφτης του χρέους

Η Γερμανία, από την άλλη, ετοιμάζεται να ξεπεράσει το ιστορικό ταμπού σχετικά με τον κόφτη του χρέους, σε συμφωνία με το SPD και με την ευνοϊκή ψήφο και των Πρασίνων. Ο εκατομμυριούχος επιχειρηματίας καγκελάριος Μερτς, επικριτικός απέναντι στον συνάδελφο μεγιστάνα-πολιτικό Τραμπ για την Ουκρανία, με την αναστροφή που κάνει ως προς τον κανόνα του χρέους και την οικονομία του πολέμου, δείχνει πως θέλει να ανακτήσει η Γερμανία τη θέση της ηγετικής δύναμης στην Ε.Ε.. Άλλωστε για τη Γερμανία το raison d’état της Ε.Ε. είναι αδιαίρετο με το raison d’ état του Βερολίνου. Και φυσικά των γερμανικών επιχειρήσεων, που αναμένουν πώς και πώς τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τους εξοπλισμούς, που δεν είναι καθόλου σαφές πως θα δοθούν προς το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου να ανακτήσουν την παραγωγικότητά τους, που η ενεργειακή κρίση και η πτώση των πωλήσεων σε πολλούς τομείς (πχ αυτοκινητοβιομηχανία), αλλά και η υστέρηση στην ΑΙ, έχουν κατακρημνίσει.

Ο Μερτς, πρώτιστα ως επιχειρηματίας, βιάζεται να εγκαθιδρύσει  παντοίω τρόπω στη Γερμανία το Derisking State, που κοινωνικοποιεί τις επενδύσεις και ιδιωτικοποιεί τα κέρδη. Και φαίνεται πως στο πλευρό του, ως κύριος πυλώνας του ΕΛΚ και της προεδρίας στις Βρυξέλλες, έχει στο πλευρό του τη φον ντερ Λάιεν, που πριν καλά καλά πάρει άλλη απόφαση, στην  ομιλία της 4ης Μαρτίου διακήρυξε τον επείγοντα χαρακτήρα του σχεδίου επανεξοπλισμού, Rearm Europe. Και δευτερευόντως να κλείσει το μάτι στο γερμανικό αίτημα για μονομερή δυνατότητα κάποιων χωρών να παρακάμπτουν τις ρήτρες του Συμφώνου Σταθερότητας, προκειμένου να υποβοηθηθούν οι δικές τους επενδύσεις εις βάρος άλλων.

Η Ε.Ε. και ο εξωτερικός εχθρός

Η Ε.Ε. τα τελευταία 15 χρόνια διακρίνεται από έλλειψη δημόσιων επενδύσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες, απότοκο της γερμανικής ordo-φιλελεύθερης εμμονής στη λιτότητα και τη δική της αντίληψη για το ποιός θα πρέπει και πώς να ευνοείται από την υπερ-παγκοσμιοποίηση. Ολάκερη η ήπειρος σήμερα δρέπει τους πικρούς καρπούς της αστόχαστης γερμανικής πολιτικής, που σήμερα (από κοινού με τη Γαλλία και τη Βρετανία, τους άλλους δύο οικονομικά κι ηγετικά «ασθενείς») μέσα από τη ρητορεία της «έκτακτης στρατιωτικής ανάγκης» προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι στους φορολογούμενους. Δηλ. για το πού θα πάνε τα χρήματά τους και ποιοι θα επωφεληθούν από τις κακουχίες τους και να στηρίξει επικοινωνιακά τις βλέψεις και το τεράστιο κόστος για την «αναδιάρθρωση» του γερμανικού συστήματος παραγωγής, που θα κληθεί να πληρώσει άλλη μία φορά η Ευρώπη.

Με την εμμονή στη ρητορική της ρωσικής απειλής, ως μία αναμόχλευση της έννοιας του «εξωτερικού εχθρού» που μας απειλεί γεωγραφικά κι υπαρξιακά, που είχε συλλάβει ο νομικός θεωρητικός του Ναζισμού Καρλ Σμιτ, η Ευρώπη ξαναβρίσκει στους εξοπλισμούς (όπως έγινε και τη δεκαετία του ‘30 με επίκεντρο πάλι την τοτινή Γερμανία) τη λύση για την οικονομική της ύφεση. Μόνο που για να δικαιολογήσει κάπως την απόκλιση τούτη από την ενότητα και την ολοκλήρωση στη βάση ενός κοινωνικού κράτους κι οικονομίας που προανήγγειλαν οι ιδρυτικές πράξεις της Ε.Ε., όσο και να θέλουν τα οικονομικο-πολιτικά κέντρα στην Ευρώπη να πείσουν πως αυτονομούνται, η Ευρώπη επιμένει να σύρεται πίσω από την αμερικανική πολιτική -παρά τις αποστάσεις κρατών (Ουγγαρίας κλπ) ή ευρωομάδων και κομμάτων.

Οι μέρες του 2003, όταν στον πόλεμο του Ιράκ κάποιες ευρωπαϊκές χώρες τόλμησαν να αποσπασθούν από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έχουν παρέλθει: σήμερα οι Ευρωπαίοι σύρονται κι επιμένουν να επιζητούν τον πόλεμο στην Ουκρανία και δεν συζητούν τις στρατηγικές «αυτοκτονίες της» (Nord Stream, απώλεια ρωσικής αγοράς κλπ). Κι ακόμη χειρότερα: δεν συντονίζεται με τις τωρινές παραμέτρους της, αλλά ανακυκλώνει τις επιδιώξεις της ηττημένης κυβέρνησης Μπάιντεν.

Τη στιγμή που τα συμφέροντα του Τραμπ τείνουν να συντονισθούν με αυτά του Πούτιν (μη λησμονούμε πως κι η σημερινή Ρωσία ένα κρατικό καπιταλιστικό κράτος των ολιγαρχών, όπως κι η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση είναι, η Ευρώπη επιλέγει να ακολουθήσει την αντίπαλη και παρωχημένη πολιτική των ΗΠΑ, ακολουθώντας μία πολεμική αντιπαράθεση που ναι μεν θα πλουτίσει τους κερδοσκόπους της ηπείρου, αλλά θα κάνει τους λαούς της να δεινοπαθήσουν. Έναν παράδοξο «στρατιωτικό κεϋνσιανισμό» που δεν εξυπηρετεί τους πολίτες, αλλά μάλλον επιδιώκει να ξανα-αναστήσει την παραπαίουσα Γερμανία.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.