Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
Στις 23-24 Νοεμβρίου 2024 πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συνέδριο της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων με θέμα «Αντεγκληματική πολιτική, ποινική νομοθεσία & Δικαιοσύνη».
Οι περισσότερες εισηγήσεις του Α’ Μέρους του ιδιαιτέρως επίκαιρου συνεδρίου είχαν ως αντικείμενο το πρόβλημα της αυστηροποίησης των ποινών ως προληπτικής αντίδρασης της Πολιτείας στο εγκληματικό φαινόμενο.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΔΗΣ
Ήδη στον εναρκτήριο λόγο του, ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ-Εφέτης, στηλίτευσε την αχαλίνωτη τάση αφ’ ενός των ΜΜΕ για πρόκληση ηθικών πανικών λόγω υποτιθέμενης έκρηξης της εγκληματικότητας (οπότε καλλιεργείται τεχνηέντως το κλίμα για την εφαρμογή δρακόντειων μέτρων που τάχα θα συμβάλουν στην καταπολέμηση της πηγής του τρόμου για τους πολίτες, δηλαδή του εγκλήματος), αφ’ ετέρου την επιλογή της παρούσας κυβέρνησης να εφαρμόζει αφειδώς το αυταρχικό δόγμα της μηδενικής ανοχής.
Ο κ. Χρ. Σεβαστίδης αναφέρθηκε και στο παράδειγμα της αυστηροποίησης των ποινών για το έγκλημα του εμπρησμού δασών, διατυπώνοντας το εξής ρητορικό ερώτημα: «Απέτρεψαν οι ποινές την αύξηση της εγκληματικής δράσης (των εμπρηστών);»
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΤΤΑΚΟΣ
Με αφορμή το ρητορικό αυτό ερώτημα, αξίζει να θυμηθούμε μια δήλωση που είχε κάνει ο Στυλιανός Παττακός στο 2ον Τεύχος του Α΄ Έτους του περιοδικού «Η νήσος των Φαιάκων» (διμηνιαία έκδοσις της Νομαρχίας Κερκύρας), το οποίο είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1970 (σελ. 10):
«[…] Αποτελεί εγκληματικήν αμέλειαν μία οιαδήποτε απροσεξία, η οποία θα ήτο δυνατόν να έχη ως συνέπειαν την πρόκλησιν πυρκαϊάς. Τα δάση αποτελούν τον πλούτον, την ζωήν της υπαίθρου. Έχουν ανάγκην επομένως προστασίας. Και οφείλομεν άπαντες να την προσφέρωμεν με την επιβαλλομένην αγάπην και στοργήν. Οι εμπρησταί, ως εκ τούτου, έστω και εξ αμελείας, καθίστανται υπαίτιοι βαρυτάτης εγκληματικής πράξεως. Οιαδήποτε ποινή δι’ αυτούς θα ήτο επιεικής. Διότι αι αμοιβαίαι συνέπειαι της εγκληματικής ενεργείας είναι ανυπολόγιστοι. Ας προσφέρωμεν την αγάπην και την φροντίδα μας εις τα δάση, τα οποία αποτελούν οικονομικόν πνεύμονα αλλά και πνεύμονα υγείας. Η προστασία της φύσεως αποτελεί καθήκον επιβεβλημένον δι’ όλους μας».
Ο ΥΠ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Περίπου μισόν αιώνα αργότερα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη Γιώργος Φλωρίδης, δίνοντας την εντύπωση ότι αποτελεί το alter ego του Στυλιανού Παττακού, δήλωσε ότι «πρέπει να περιορίσουμε το φαινόμενο ατιμωρησίας που είναι γενικευμένο ως αίσθηση στην ελληνική κοινωνία», ότι «οι εμπρηστές θα πηγαίνουν σίγουρα φυλακή και θα δημεύεται η περιουσία τους».
Ως εκ τούτου, η νομοθετική φιλοσοφία του Γιώργου Φλωρίδη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ξεπατίκωμα από τα αραχνιασμένα, αλλά, κατά περίεργο τρόπο, πάντοτε επίκαιρα, κιτάπια του Στυλιανού Παττακού, αφού και οι δύο μεταχειρίζονται τους εμπρηστές με βάση το αυταρχικό δόγμα της μηδενικής ανοχής.
Δύο είναι οι βασικότερες διαπιστώσεις από την κοινή ρητορική που χρησιμοποιεί ο Στυλιανός Παττακός και ο Γιώργος Φλωρίδης:
Πρώτον, για περισσότερο από μισόν αιώνα, οι πολιτικοί χαϊδεύουν τα αφτιά των πολιτών με καρμπόν-λαϊκιστικές υποσχέσεις που γνωρίζουν ότι καλλιεργούν αίσθημα ασφάλειας στα τρομοκρατούμενα από την «πύρινη λαίλαπα» βρέφη.
Δεύτερον, η φοβογλώσσα («πύρινη λαίλαπα») και η λαϊκιστική ρητορική («κάθε εμπρηστής, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, θα πηγαίνει φυλακή») επιστρατεύονται για ψηφοθηρικούς λόγους, είτε η κυβέρνηση είναι προϊόν πραξικοπήματος είτε είναι δημοκρατικά εκλεγμένη.
Για όποιον έχει εντρυφήσει στην τέχνη της προπαγάνδας, οι διαπιστώσεις αυτές δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν, διότι είναι γνωστό τοις πάσι ότι «η σκληρή αντιμετώπιση του εγκλήματος πουλάει» (tough on crime sells).
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΚΕΛΛΥ
Πάντως, ο Γουίλιαμ Ρ. Κέλλυ (William R. Kelly), καθηγητής Κοινωνιολογίας και Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Εγκληματολογίας και Ποινικής Δικαιοσύνης του πανεπιστημίου του Τέξας, στο άρθρο του με τίτλο «Γιατί η τιμώρηση δεν μειώνει το έγκλημα;», δίδει τις εξής σημαντικές πληροφορίες:
«Μολονότι στην Αμερική έχουν επενδυθεί εκατομμύρια δολάρια στην αντιμετώπιση του εγκλήματος (μεταξύ άλλων στον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών”), το ποσοστό υποτροπής είναι περίπου το 70% των παραβατών, oι οποίοι συλλαμβάνονται εκ νέου εντός πέντε ετών από την αποφυλάκισή τους».
Ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η παταγώδης αποτυχία; Γιατί η λογική συνέπεια της τιμωρίας της φυλάκισης δεν αναμορφώνει τους παραβατικούς πολίτες και δεν μειώνει την εγκληματική συμπεριφορά;»
Η απάντηση του Κέλλυ εμπεριέχει ποικίλες παραμέτρους, όπως ότι η συντριπτική πλειονότητα των εγκληματιών που απασχολούν το σύστημα δικαιοσύνης είναι ψυχικώς διαταραγμένοι και ότι η αποτυχία χρηματοδότησης της δημόσιας υγείας έχει ως αποτέλεσμα το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης να αποτελεί αποθήκη για πολλά άτομα με διαταραχές. Δεδομένου ότι ελάχιστα γίνονται για να αντιμετωπισθούν ή να μετριασθούν αυτές οι διαταραχές μέσω του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, οι παραβάτες συχνά υποτροπιάζουν. Αφήνονται ελεύθεροι χωρίς ουσιαστικά κανένα δίχτυ ασφαλείας για την κοινότητα. Και καταλήγει: «Δεν θα μπορούσαμε σκόπιμα να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε μια καλύτερη μηχανή υποτροπής από αυτή που έχει ήδη στηθεί».
ΕΥΛΟΓΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Τέλος, από τη στιγμή που Παττακός και Φλωρίδης ομιλούν την ίδια γλώσσα αντεγκληματικής πολιτικής, τίθενται κάποια εύλογα ερωτήματα:
Μήπως τελικώς η χούντα των συνταγματαρχών δεν παρέδωσε ποτέ τη σκυτάλη στη δημοκρατία, αλλ’ απλώς μετεβλήθη ενδυματολογικά η εικόνα των κυβερνώντων, δηλαδή ενώ μεταξύ 1967 και 1974 στο κυβερνητικό πηδάλιο βρέθηκαν αξιωματικοί με τη στρατιωτική στολή τους, σήμερα βλέπουμε τους αντίστοιχους κυβερνήτες να φορούν κοστούμια και γραβάτες;
Το προηγούμενο ερώτημα παρηλλαγμένο: Μήπως στρατιωτική στολή φορούν και οι πολιτικοί της σύγχρονης εποχής, με τη διαφορά ότι τη φορούν κάτω από τα ρούχα τους, οπότε δεν θα ήταν άστοχο να υποστήριζε κάποιος ότι το πολίτευμά μας έχει μεταλλαχθεί σε «κοινοβουλευτική δικτατορία»;
Εν τέλει, όταν συμπίπτει η δήλωση ενός πραξικοπηματία με τη δήλωση ενός υπουργού της παρούσας κυβέρνησης, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως δεν έχουμε δημοκρατία κατ’ ουσίαν αλλά μόνο τύποις, άρα μήπως ζούμε υπό καθεστώς ψευτοδημοκρατίας.
Το ερώτημα αυτό έθεσα κατά τη σύντομη παρέμβασή μου στο προαναφερθέν συνέδριο της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων, όπου ανέγνωσα το κρίσιμο χωρίο με την τυχαίως εντοπισθείσα δήλωση του Στυλιανού Παττακού στο πλαίσιο ερεύνης που πραγματοποίησα προ διμήνου στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης.
Εκτός από την παγωμένη αντίδραση του ακροατηρίου (δεν τόλμησε ούτε ένας εκ των παρισταμένων να χειροκροτήσει), η Πρόεδρος της συνεδρίας του Β΄ Μέρους κ. Βαρβάρα Πάπαρη (Αρεοπαγίτης) αρνήθηκε να κάνει οιοδήποτε σχόλιο επί της τοποθετήσεώς μου, σημειώνοντας ότι επρόκειτο για παρέμβαση και όχι για ερώτηση, μολονότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα του συνεδρίου, υπήρχε πρόβλεψη για «συζήτηση – ερωτήσεις – παρεμβάσεις».
Γεννάται, πάντως, και ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Μήπως η διαχρονική εμμονή των γνήσιων ή υβριδικών (έξυπνων) δικτατορικών καθεστώτων στη ρητορική της αυστηροποίησης των ποινών για το έγκλημα του εμπρησμού, η οποία είναι γνωστό ότι δεν επιδρά επί της μειώσεως του εγκληματικού φαινομένου, αποτελεί έναν πάγιο υποκριτικό και, ταυτοχρόνως, ύπουλο ελιγμό που αποσκοπεί στη συγκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των εμπρηστών, επιλεγμένων ή εγκεκριμένων από τις ίδιες τις εχθρικές για τον λαό κυβερνήσεις;
Την καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό είχα επιχειρήσει να σκιαγραφήσω στο άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην «κυριακάτικη δημοκρατία» της 9ης Ιουνίου 2024 (σελ. 57), υπό τον τίτλο «Συμπληρώνοντας μισόν αιώνα δόλιας κυβερνητικής δασοκτονίας».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ
Κλείνοντας, δεν υπάρχει, νομίζω, καλύτερος αλλά και πιο ανατριχιαστικός τρόπος να κατανοηθεί πόσο ίδια και απαράλλαχτη είναι η πορεία που ακολουθεί το ελληνικής σημαίας «πλοίο των τρελών», καθοδηγούμενο από τους προδοτικούς κυβερνήτες του κατ’ ευθείαν πάνω στα βράχια, από την ανάγνωση ενός ποιήματος που είχε γράψει ο Ανδρέας Λεντάκης το 1974 στην ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Τοτεμισμός».
Τότε κανείς δεν μιλούσε για (δήθεν ανθρωπογενή) «κλιματική αλλαγή», παρότι οι στίχοι του ποιήματος περιέγραφαν ξεκάθαρα μια υπερθέρμανση σημερινού τύπου: «Άνυδρο στεγνό καλοκαίρι. / Λίγνεψε η σκιά, στέρεψε ο αέρας. / Μια πυρκαγιά ο Αύγουστος που σέρνεται στην άσφαλτο και τους κάμπους. / Οι εφημερίδες και τα δελτία καιρού θερμομετρούν καθημερινά τον πυρετό της γης, την εξάντληση των πηγών, την ασφυξία των δέντρων. / 45, 46, 47, 48 βαθμοί υπό σκιάν. / Οι άνθρωποι σχηματίζουν ουρές πίσω απ’ τις βρύσες κι η έκφραση των ματιών τους έχει κάτι απ’ την απελπισία των ριζών. / Άνυδρο, στεγνό καλοκαίρι. / Καλοκαίρι; Τι καλοκαίρι; Ποιο καλοκαίρι; / Πώς τα κατάφερα και μπερδεύτηκα πάλι. / Εγώ δεν ήθελα να πω τίποτα για το καλοκαίρι. / Για τον έρωτα και τον γάμο ήθελα να μιλήσω».
*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.