Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Η ακρίβεια, το υψηλό κόστος ενέργειας και η έλλειψη ρευστότητας προκαλούν όλο και πιο ισχυρές πιέσεις στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Tο όφελος στην πραγματική οικονομία από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ θα αργήσει να γίνει ορατό, και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια της αναμονής.
Επιβάλλεται, επομένως, να εφαρμοστούν πολιτικές που θα έχουν άμεσο αποτέλεσμα για την ανακούφιση επιχειρήσεων και καταναλωτών: μέτρα για τη μείωση των επιβαρύνσεων, για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, την ενίσχυση των εισοδημάτων των καταναλωτών, καθώς και για την τόνωση της ρευστότητας των μικρομεσαίων.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με ποιότητα και μέλλον χωρίς υγιείς και ισχυρές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η χώρα χρειάζεται μια νέα, θεσμοθετημένη εθνική στρατηγική, η οποία θα φέρνει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στο επίκεντρο της αναπτυξιακής προσπάθειας, αναγνωρίζοντας τον μείζονα ρόλο της στην παραγωγή και την απασχόληση, τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές της.
Σε αυτή τη λογική, θα πρέπει να εκπονηθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο θα έχει ορίζοντα 10ετίας και θα περιλαμβάνει πολιτικές που θα εφαρμοστούν με συνέπεια και συνέχεια, ανεξάρτητα από τις εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία.
Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να προσδιορίζει προτεραιότητες σε επίπεδο τομέων και κλάδων, να εντοπίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα και να ενισχύει κατά προτεραιότητα παραγωγικές επενδύσεις μικρών επιχειρήσεων. Θα πρέπει να υποστηρίζεται χρηματοδοτικά, με ανακατεύθυνση πόρων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με προγράμματα ειδικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους, με μεγαλύτερη στήριξη από τον τραπεζικό τομέα, με αξιοποίηση εναλλακτικών σχημάτων, όπως οι συνεταιριστικές τράπεζες, και με την ενίσχυση θεσμών όπως οι μικροπιστώσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί στην προώθηση επενδύσεων στη μεταποίηση, στον βιώσιμο τουρισμό, στον πρωτογενή τομέα και άλλους κλάδους για την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, την υιοθέτηση νέων μεθόδων παραγωγής, την προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.
Εξίσου σημαντικός πυλώνας οφείλει να είναι η στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, ώστε να προσαρμοστούν ομαλά στο περιβάλλον της Τεχνητής Νοημοσύνης, αποκτώντας έγκαιρα τις γνώσεις και τον εξοπλισμό για να αξιοποιήσουν νέες δυνατότητες.
Ειδική στήριξη θα πρέπει να προβλεφθεί και για την πράσινη και ενεργειακή μετάβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με εύκολα προσβάσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, με κίνητρα για τη συμμετοχή σε σχήματα συνεργασίας, που θα επιτρέψουν τη μείωση του κόστους μετάβασης.
Αντίστοιχα, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, των αυτοαπασχολουμένων και των εργαζομένων.
Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει, τέλος, να συνοδευτούν από την ουσιαστική αναβάθμιση των υποδομών σε κρίσιμους τομείς, όπως οι μεταφορές, τα ψηφιακά δίκτυα, η ενέργεια, αλλά και η Παιδεία και η Υγεία.
Είναι ώρα για μια νέα εθνική στρατηγική.
*Πρόεδρος του ΕΕΑ & επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ.