Όντως για πρώτη φορά μετέβη ύστερα από μια πενταετία ως πρωθυπουργός στη συμπρωτεύουσα υπό συνθήκες άκρως δυσμενείς τόσο για τον ίδιο όσο και για την κυβέρνησή του. Από το 2019 έως και πέρυσι, η παρουσία του κάθε χρόνο στην ΔΕΘ ήταν συνδυασμένη με ένα περιβάλλον πολιτικής κυριαρχίας και άνεσής του ανεξάρτητα από τα προβλήματα, ενίοτε και πολύ σοβαρά, που αντιμετώπιζε. Ακόμη και χρονιές με την τραγωδία των Τεμπών, τις υποκλοπές, μεγάλα σκάνδαλα ή καταστροφές και θεομηνίες, έχοντας υπέρ αυτού και την μιντιακή προστασία όχι μόνο έβγαινε αλώβητος από την τριήμερη δοκιμασία αλλά και ανανέωνε κάθε φορά το imperium του εντός και εκτός της ΝΔ. Ειδικά πέρυσι μάλιστα έχοντας καταγάγει τη νέα νίκη του 41% στις διπλές κάλπες των βουλευτικών εκλογών, είχε πάει ως απόλυτος θριαμβευτής σε βαθμό που το αγαπημένο θέμα συζήτησης των γαλάζιων συναναστροφών στα μπαράκια και τα ακριβά εστιατόρια της πόλης αφορούσε την ευκολία με την οποία θα μπορούσε πια να κερδίσει και τρίτη συνεχόμενη τετραετία σπάζοντας τα ρεκόρ όλων των προκατόχων του μεταπολιτευτικά στην πρωθυπουργία.
Δώδεκα μήνες μετά, το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό, μελαγχολικό έως και καταθλιπτικό, επηρεάζοντας την ψυχολογία και του ίδιου του Κ. Μητσοτάκη που έχοντας συνηθίσει παιδιόθεν «να μην χάνει», έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος τόσο σοβαρά με μια τέτοια προοπτική.
Με τις σημερινές πολιτικές συνθήκες η έννοια της ήττας βέβαια είναι σχετική καθώς η διάλυση και κατάρρευση της αντιπολίτευσης μπορεί να μην απειλεί, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, την πρωτιά της ΝΔ αλλά από την άλλη πλευρά συνεχίζεται –παρά τις απέλπιδες δημοσκοπικές ενέσεις- και η καθίζηση της κυβέρνησης σε επίπεδο κοινωνίας και εκλογικού σώματος. Ήδη το ζητούμενο των παρασκηνιακών διεργασιών περιστρέφεται γύρω από τα σενάρια των κυβερνητικών συνεργασιών που θα μπορούσαν να προκύψουν μετά από τις επόμενες εκλογές έστω κι αν αυτές γίνουν την άνοιξη του 2027, εάν όχι νωρίτερα. Ενδιαφέρον έχει ότι από ολοένα και περισσότερα εκ των σεναρίων αυτών και των πιθανών συνδυασμών «απουσιάζει» το όνομα του κ. Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού. Κι αυτή είναι μια προοπτική που μεγαλώνει όσο παγιώνεται και η εικόνα ότι η ΝΔ κινείται πλέον σε ιστορικά χαμηλά ως προς τα ποσοστά της , ακόμη και ως πρώτο κόμμα. Όταν μάλιστα στην πρόθεση ψήφου η γαλάζια επιρροή έχει υποχωρήσει στο 21-24%, θεωρητικά μέχρι στιγμής θα μπορούσε και να απειληθεί η πρωτοκαθεδρία της ή έστω να βρεθούν στο όριο, αντί των 10 και πλέον μονάδων, οι διαφορές εάν είτε από τα κεντροαριστερά είτε (πολύ περισσότερο) από τα δεξιά η αντιπολίτευση κατάφερνε να σηκώσει τα μανίκια, να ανασκουμπωθεί και συντεταγμένα, αντί για σκορποχώρια, να αντιμετωπίσει τον κ. Μητσοτάκη. Επιπλέον, ενώ οι αφελείς και οι κόλακες του πρωθυπουργικού επιτελείου επιχαίρουν για την αποσύνθεση της αντιπολίτευσης, πιστεύοντας έως τώρα ότι εξασφαλίζει τη δική τους μακροημέρευση, δεν δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι η ανυπαρξία αντίπαλου δέους και η προβολή του ως μπαμπούλα όπως συνέβη ακόμη και το 2023 αποσυσπειρώνει και τη ΝΔ αποκαλύπτοντας όλα τα ελλείμματα της πολιτικής της και μεγαλώνοντας τις φυγόκεντρες κοινωνικές και εσωκομματικές τάσεις. Κάποιοι βετεράνοι μάλιστα το έθεσαν (αλλά μάλλον σε ώτα μη ακουόντων) όπως ο Νικήτας Κακλαμάνης που είπε ότι «δεν θα υφίστατο ούτε ο κ. Βελόπουλος ούτε η κ. Λατινοπούλου εάν ήταν στο σωστό δρόμο η Νέα Δημοκρατία…»
Το στοίχημα της επανόδου στις παλιές δόξες έχει χαθεί για τη ΝΔ λόγω και ενός άλλου παράγοντα. Καμία κυβέρνηση στη σύγχρονη πολιτική ιστορία δεν μπόρεσε να υπερβεί τον πενταετή κύκλο ακμής της. Ακόμη και για εκείνες που συμπλήρωσαν τελικά δύο συναπτές τετραετίες, αυτό ήταν το χρονικό σημείο καμπής ύστερα από το οποίο δεν μπόρεσαν να σηκώσουν ξανά κεφάλι, «στέλνοντας» κατόπιν στη σύνταξη και τις ηγεσίες τους. Η πολιτική κατάθλιψη του κ. Μητσοτάκη επηρεάζεται και από την εσωτερική κινητικότητα που αναπτύσσεται εξ αυτού του λόγου στη ΝΔ. Ο κίνδυνος να βρεθεί το κυβερνών κόμμα σε λιγότερο από τρία χρόνια εντελώς απονευρωμένο και ημιθανές ακόμη κι εάν μέσα στους «τυφλούς» ξεχωρίζει κάπως, εν μέσω μάλιστα της μετάβασης σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, ενεργοποιεί τα παραταξιακά ανακλαστικά αρκετών που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει οι εκλογές να γίνουν νωρίτερα. Δηλαδή όσο η ΝΔ θα είναι σε θέση να διατηρεί τοις πράγμασι την πρωτοβουλία των κινήσεων και να έχει τον πρώτο λόγο, αντί να είναι ουραγός, για τις συνεργασίες και τις συμπράξεις, που έρχονται εκ των πραγμάτων, για την «επόμενη ημέρα». Το πρόβλημα ως προς αυτό είναι βέβαια ότι ο κ. Μητσοτάκης -που γνωρίζει καλά ότι τα περιθώρια αποδοχής του για την πρωθυπουργία σε ένα τέτοιο καινούργιο τοπίο είναι πια εκμηδενισμένα- θέτει σε προτεραιότητα το προσωπικό του συμφέρον, επιδιώκοντας να παραμείνει στο Μέγαρο Μαξίμου έως την «τελευταία ημέρα» χάρη στη φοβικότητα που επικρατεί στις τάξεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των 158 αν και περισσότεροι βλέπουν πλέον την πορεία προς το γκρεμό. Άβουλοι και μοιραίοι όμως απλώς την παρακολουθούν.
Πάντως η ανησυχία του κ. Μητσοτάκη για το ενδεχόμενο να οδηγηθεί σύντομα σε «βρασμό» η κατάσταση στην γαλάζια παράταξη ήταν αυτή που τον ώθησε να δηλώσει από την Θεσσαλονίκη ότι δεν σκοπεύει να βγει στη «σύνταξη», σε μια προσπάθεια να ανακόψει την (προς το παρόν λανθάνουσα) αμφισβήτηση που αναπτύσσεται και να επιβάλει σιωπητήριο στις φωνές που λένε ότι μετατρέπεται σταδιακά, ο ίδιος, σε βαρίδι για την παράταξη και την προοπτική της ως μεγάλος πολιτικός και κοινωνικός χώρος.
Ενδεικτική της πολιτικής απόγνωσης που τον έχει καταλάβει επίσης είναι η σκόπιμη θολούρα γύρω από το θέμα του εκλογικού νόμου. Αν και εμφανίστηκαν οι δηλώσεις από την ΔΕΘ ως «διάψευση» στα περί νέας αλλαγής, από την προσεκτική ανάγνωση –αλλά και από τις πληροφορίες από καλά ενημερωμένη πηγή- προκύπτει ότι ο κ. Μητσοτάκης κάθε άλλο παρά έχει σταματήσει να φλερτάρει, εντελώς τυχοδιωκτικά, με την ιδέα αυτή. Δυσκολευόμενος να συμβιβαστεί με την απώλεια της εξουσίας -και τα προβλήματα που τον απειλούν κατόπιν- ονειρεύεται ότι θα μπορούσε να μειώσει κι άλλο τον πήχη της αυτοδυναμίας, ακόμη και σε πρωτοφανή επίπεδα της τάξης του 31-32%, ώστε ακόμη και σε μια κυβέρνηση συνεργασίας (και ύστερα από δεύτερες πάλι εκλογές) να είναι εκβιαστικά αυτός ξανά πρωθυπουργός. Και βεβαίως δεν διέψευσε, με ιδιαίτερα προσεκτικές αναφορές, ούτε το «εναλλακτικό σενάριο» που έχει κατά νου -ώστε να εξασφαλίσει την μεταπρωθυπουργική ασυλία- για την απόδραση σε ένα ευρωπαϊκό αξίωμα. Είτε του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη θέση του Αντόνιο Κόστα τον Ιούνιο του 2027, είτε μερικούς μήνες αργότερα –όπως έχει αποκαλύψει ήδη η “κυριακάτικη δημοκρατία”- ως διάδοχος της Κριστίν Λαγκάρντ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα…
Κάθε άλλο παρά ικανοποιημένος επέστρεψε σύμφωνα με πληροφορίες της “κυριακάτικης δημοκρατίας” ο Κ. Μητσοτάκης αυτή τη φορά από την ΔΕΘ όπου επεδίωξε να σηματοδοτήσει την προσπάθεια φθινοπωρινής επανεκκίνησης της κυβέρνησής του. Άλλωστε και κατά την παραμονή του στην Θεσσαλονίκη φέρεται, σύμφωνα με ανθρώπους που τον είδαν από κοντά, να μην θύμιζε «τον Κυριάκο του παρελθόντος» με τη γνωστή αυτοπεποίθηση στα όρια της αλαζονείας και της έπαρσης που τον χαρακτήριζε…
Ανδρέας Καψαμπέλης