Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Στην αρχική φάση του Ουκρανικού, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποτίμησε το επερχόμενο διεθνές πρόβλημα. Αγνόησε υπεροπτικά τον (τότε απερχόμενο) πρέσβη των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ και την απόρρητη ενημέρωση που έκανε στο Μαξίμου, τον Νοέμβριο του 2021, προειδοποιώντας -έγκαιρα και έγκυρα- ότι ο πόλεμος θα αρχίσει το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 2022. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρέθηκε απροετοίμαστη έναντι της παγκόσμιας ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, με συνέπειες ορατές στο βιοτικό επίπεδο του μέσου πολίτη.
Στη δεύτερη φάση της κρίσης, από το 2022 ως πρόσφατα, ο κ. Μητσοτάκης πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών, επιδιώκοντας να εξιλεωθεί έναντι της Ουάσινγκτον. Προσπάθησε να σβήσει την κηλίδα της παραδοσιακής (Κων. Μητσοτάκης, Ντ. Μπακογιάννη) και δικής του επιλογής συνεργασίας με τη Μόσχα στο κεφαλαιώδες ζήτημα του φυσικού αερίου και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από την πολιτική άνευ όρων συναλλαγών με το Πεκίνο. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός ορθώς τάχθηκε «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» και στήριξε όλες τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.
Όμως, ο κ. Μητσοτάκης -ακριβώς για να πείσει ότι άλλαξε πολιτική- φρόντισε να υπερβάλει εαυτόν. Χορήγησε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, η οποία είναι τεράστια για τα ελληνικά δεδομένα και -σε ορισμένες περιπτώσεις- εγείρει ανησυχίες ως προς το είδος, την ποιότητα και ποσότητα του υλικού που εστάλη. Η βοήθεια έχει προσεγγίσει την αξία των 300 εκατομμυρίων ευρώ και εκτιμάται ότι θα προστεθούν άλλα 200 εκατομμύρια ως το τέλος του έτους. Ευτυχώς, σχεδόν το σύνολο ή, έστω, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποσών θα επιστραφεί ή θα καλυφθεί από τον χρηματοδοτικό θεσμό European Peace Facility (EPF) της Ε.Ε. ή από διακρατικές συμφωνίες με συμμαχικές χώρες (ΗΠΑ, Τσεχία). Ωστόσο, ο πρωθυπουργός, όταν ενέκρινε τα μεγάλα ποσά, δεν γνώριζε ότι ίσως καλυφθούν αργότερα. Γιατί το μεν EPF ιδρύθηκε το 2021, αλλά προικοδοτήθηκε με μεγάλα κονδύλια μόλις τον Μάρτιο φέτος. Η δε Ουάσινγκτον κυρίως χορηγεί δάνεια (FMF) και η Πράγα ενδιαφέρθηκε ξαφνικά.
Κατόπιν όλων αυτών, στη σημερινή, τρίτη, φάση του Ουκρανικού (με την «κόπωση» σε ηγεσίες και κοινή γνώμη της Δύσης και με στρατιωτικά κέρδη της Ρωσίας), ο πρωθυπουργός μάλλον κρίνει ότι έχει πράξει όλα τα δέοντα και υιοθετεί αλλοπρόσαλλη γραμμή. Ο ίδιος υπόσχεται τα πάντα στην Ατλαντική Συμμαχία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ουκρανία, αλλά οι αρμόδιοι του Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών συναγωνίζονται σε αδιαφορία, αναβλητικότητα και παλινωδίες. Συγκεκριμένα, τρία είναι τα εκκρεμή ζητήματα:
-Πρώτον, ενώ το μνημόνιο κατανόησης Ελλάδας – Ουκρανίας (ηπιότερη εκδοχή των Συμφωνιών Ασφαλείας του Κιέβου με Βρετανία και 12 μέλη της Ε.Ε.) είναι έτοιμο, η κυβέρνηση δεν τολμά να το παρουσιάσει στη Βουλή. Κατά μία εκδοχή, επειδή το Μαξίμου, ειδικά μετά τις ευρωεκλογές, φοβάται να ακολουθήσει το παράδειγμα του Εμ. Μακρόν (με τη στήριξη της Μ. Λεπέν) και της Τζ. Μελόνι. Κατά άλλη εκδοχή, επειδή ο πρόεδρος Β. Ζελένσκι δεν έχει εγγυηθεί έργα για τη μεταπολεμική περίοδο.
-Δεύτερον, αν και τον περασμένο Απρίλιο η Αθήνα υποσχέθηκε στην Ουάσινγκτον ότι θα παράσχει συγκεκριμένο υλικό (ποιοτικά αναβαθμισμένο) για την αντιαεροπορική άμυνα της Ουκρανίας, οι διαδικασίες δεν έχουν ολοκληρωθεί. Ορισμένες πηγές χαρακτηρίζουν αναμενόμενη την πολύμηνη καθυστέρηση, επειδή η υπόσχεση δόθηκε βιαστικά και μέρος του υλικού είναι ακόμα επιχειρησιακά απαραίτητο για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
-Τρίτον, ο κ. Μητσοτάκης συνυπέγραψε προ διμήνου τη Διακήρυξη της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ για τη συνδρομή ασφάλειας στην Ουκρανία τα επόμενα πέντε χρόνια. Η ανά έτος συνδρομή όλων των Συμμάχων είναι 40 δισ. ευρώ, από τα οποία η Ελλάδα πρέπει να συνεισφέρει πάνω από 180 εκατομμύρια. Στην έδρα της Συμμαχίας προδικάζεται ότι είτε η Ελλάδα θα προσφέρει μόνον ένα κλάσμα των 180 εκατομμυρίων κάθε χρόνο είτε θα αναγκαστεί να βρει το συνολικό κονδύλι, περικόπτοντας τον εθνικό αμυντικό προϋπολογισμό της. Σε αυτή την περίπτωση, δεν προβλέπεται η διέξοδος αποζημίωσης ή ισοσκελισμού από κάποιον φορέα παρόμοιο με τον EPF ή διακρατική συμφωνία.
Ενδεχομένως, ο πρωθυπουργός να πίστευε ή να πιστεύει ότι μπορεί να αναβάλλει επ’ άπειρον την υλοποίηση των τριών αυτών δεσμεύσεων. Στην πραγματικότητα, θα διαπιστώσει ότι ελάχιστα εκτιμάται πλέον η ήδη χορηγηθείσα βοήθεια (αφού αποζημιώνεται και θεωρείται «μηδενισμένη») και ότι όλοι θα απαιτούν να αναλάβει τα νέα βάρη. Πολιτικά και διπλωματικά, η κατάσταση περιγράφεται και ως φαινόμενο της στυμμένης λεμονόκουπας.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη