Του Γιώργου Κ. Στράτου
Στις ευγενείς φιλοδοξίες των εμπνευστών του όρου «πολιτική ορθότητα» σίγουρα συγκαταλέγονταν η αποφυγή εκφράσεων ή ενεργειών που θεωρούσαν ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν και προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων οι οποίοι μειονεκτούν κοινωνικά ή γίνονται δέκτες διακρίσεων εις βάρος τους για διάφορους λόγους. Αναμφισβήτητα, επίσης, πίστεψαν ότι με το κίνημά τους αυτό θα αποκαθιστούσαν κοινωνικές αδικίες, θα περιόριζαν απαράδεκτες συμπεριφορές και θα συνέβαλλαν σε μία πιο σύγχρονη και πιο ψαγμένη εμπέδωση των βασικών αρχών της αστικής ευγένειας στον δημόσιο διάλογο και βίο.
Οι εξελίξεις και τα αποτελέσματα της προσπάθειάς τους είναι δυστυχώς ανησυχητικά απογοητευτικές. Στην καλύτερη περίπτωση, η πολιτική ορθότητα αναιρεί την ελευθερία του λόγου με φασιστικό τρόπο. Στη χειρότερη, συνιστά ακραίο ταλιμπανισμό για όποιον αποφασίσει, για ό,τι αποφασίσει ότι κατέχει την «αλήθεια» κατά τους «προφήτες και αποστόλους» του οποίου «θιγομένου» όλοι είμαστε δυνάμει κατηγορούμενοι, αν όχι και a priori ένοχοι! Από το τεκμήριο της αθωότητας, κορυφαία κατάκτηση του Κράτους Δικαίου, έχουμε οδηγηθεί «εν ονόματι της ορθότητας» σε γενικευμένα κατηγορητήρια όχι μόνο για πράξεις αλλά και για ιδέες! Μεταμοντέρνος δικαιωματιστικός μακαρθισμός!
Αποσβολωμένοι οι πολίτες όλης της Γης παρακολουθούμε αυτόν τον ύπουλο ολοκληρωτισμό να επιτίθεται στο όνομα της «απόλυτης ηθικής» στις χαρές της ζωής, στην ελευθερία του λόγου, στη λογική, στο χιούμορ, στη γλώσσα, στη διαμαρτυρία, στην τέχνη, στον έρωτα, αλλά και εν τέλει στην ίδια την ηθική, αφού και αυτή αποτελεί στάση ελεύθερης επιλογής και όχι καταναγκαστικής επιβολής. Επίθεση δίχως άμυνα, αφού η δημοσιογραφία ανά την υφήλιο, πλην γενναίων εξαιρέσεων που ολοένα λιγοστεύουν, έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει ολοκληρωτικά και από την ανάποδη τη ρήση του Τζορτζ Όργουελ: «Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις».
Στον παγκόσμιο ξεσηκωμό για να αποτραπεί η ολοσχερής εγκατάσταση αυτού του ανελέητου σκοταδισμού υπό τον μανδύα του «πάλλευκου φωτός» θα μπορούσαμε να έχουμε μεγάλη συμβολή. Ο λόγος είναι προφανής. Είμαστε μια χώρα φοβισμένων, οργισμένων και απογοητευμένων ανθρώπων. Αυτά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που μας διακατέχουν. Η πρόσφατη έρευνα της MRB το επιβεβαιώνει, καθώς για 9 στους 10 εξ ημών όχι μόνο δεν λειτουργεί τίποτα στη χώρα, αλλά δεν υπάρχει αχτίδα φωτός στο «τούνελ». Τι άλλο και πόσο πρέπει να περιμένουμε, δηλαδή, για να αρχίσουμε το γενικευμένο κράξιμο προς πάσα κατεύθυνση; Και δεν είναι και λίγες αυτές και αυτοί που το τραβάει το τομάρι τους…
Για σκεφτείτε το μαγικό «κάνε μας τη χάρη, κουκλίτσα μου!», ανεξαρτήτως φύλου του αποδέκτη, πόσες και πόσους, πρόσωπα και καταστάσεις, που μας ταλαιπωρούν κατ’ εξακολούθηση με την παρουσία τους και με την εξουσία τους δεν αξίζει να ειπωθεί επιτέλους φάτσα κάρτα; Πόσα σούργελα πρέπει να φάμε ακόμη στη μάπα για να αποφασίσουμε να τους τα πούμε χύμα και τσουβαλάτα για την κατάντια μας και για τα καζάντια μας; Πόσα αντέχουμε να καταπιούμε και να χωνέψουμε απ’ όσα κάνουν ανεξέλεγκτα τα τέρατα που έχουν κόψει την άλυσο; Κι έχουν να μας κάνουν μία αλλά πολύ μεγάλη χάρη όλες αυτές οι «κουκλίτσες-πανουκλίτσες» που έχουν κατσικωθεί ή προσπαθούν να κατσικωθούν στον σβέρκο μας: να πάνε στον αγύριστο από μόνες τους, ήσυχα, πριν τις πάρει ο διάολος…