Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ακούγοντας τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων εξουσίας στη Βουλή, έχει κανείς την εντύπωση ότι μιλάνε σαν πληρεξούσιοι μιας οικονομικής εξουσίας που τους υπερβαίνει. Έχουν βαθμηδόν αποδεχθεί αυτόν τον ρόλο. Γι’ αυτό και, πάνω κάτω, λένε όλοι τα ίδια. Διαφέρουν απλά στις διατυπώσεις, ανάλογα με το ταλέντο, την έμπνευση και τον κυνισμό καθενός.
Όπως οι μεγάλοι σκηνοθέτες ή οι κορυφαίοι μυθιστοριογράφοι -σύμφωνα τουλάχιστον με τις δικές τους παραδοχές- που περιστρέφονται αενάως γύρω από την ίδια πάντα αφηγηματική περιπέτεια, έτσι και οι πολιτικοί: εκφωνούν συστηματικά, έστω με ελαφρές παραλλαγές, ανάλογα με τις περιστάσεις, τον ίδιο λόγο.
Οι χαλκέντεροι κοινοβουλευτικοί συντάκτες με τους οποίους ανέπνευσα κι εγώ την αθάλη αυτού του σκληρού επαγγέλματος τα προηγούμενα περίπου 25 χρόνια γνώριζαν απέξω και είχαν αποστηθίσει τη βασική επιχειρηματολογία των πολιτικών αρχηγών στις προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις στο Κοινοβούλιο.
Όλοι περίμεναν, λόγου χάρη, τη στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης θα κατέφευγε στη γνωστή επίκληση της παγκοσμιοποίησης, την οποία εμφάνιζε περίπου σαν βαριά μοίρα που τράκαρε μετωπικά με τη ζωή μας και πλέον δεν έχουμε περιθώρια διαφυγής.
Αποδείχθηκε στην πράξη ότι η παγκοσμιοποίηση, που έγινε ψωμοτύρι στα χείλη όλων των συντηρητικών πολιτικών κάθε κόμματος εξουσίας και όχι μόνο στην πατρίδα μας, ήταν το φθηνότερο άλλοθι της αδράνειάς τους. Η ομολογία της αποτυχίας τους να υψώσουν ανάστημα στις διαβόητες «αγορές» και η συνθηκολόγησή τους με το τραπεζικό κεφάλαιο. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία τους μέσα σε συνθήκες εθελοδουλίας δεν ήταν να αμφισβητήσουν αυτή την επαχθή συνθήκη που βούλιαξε τους λαούς -και τον δικό μας- σε ξένα χρέη, αλλά να διεκδικήσουν ρόλο ευπειθούς διαχειριστή. Το είπε (και αυτό…) αυτή η θλιβερή πολιτική καρικατούρα Άδωνις Γεωργιάδης, όταν δήλωνε ότι δεν θα αφήσει την τρόικα να του κλέψει τη δόξα των απολύσεων στην Υγεία…
Ο καπιταλισμός κέρδισε τη μάχη σε ένα πεδίο όπου χάσαμε όλοι, βλέποντας καθημερινά γύρω μας τους δικούς μας, τους γείτονες και το αδιάφορο πλήθος να έχουν συμβιβαστεί -και μέσα από βαριές προδοσίες τύπου Τσίπρα- με την ιδέα ότι κανένας άλλος δρόμος δεν είναι εφικτός. Ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας – μόνο μερεμέτια μπορούμε να επιχειρήσουμε, μήπως και κάνουμε τον βίο λιγότερο ανυπόφορο.
Ήταν και παραμένει ξεκάθαρο ότι παίζουν όλοι αυτοί στην ίδια πλευρά του γηπέδου. Γι’ αυτό και όποιες διαφορές τους, όσο ισοπεδωτικό κι αν ακούγεται, είναι επινοημένες. Με κάποιον τρόπο οι «θεατές», δηλαδή οι πολίτες, πρέπει να παραμείνουν στο έργο και να μην εγκαταλείψουν τα θεωρεία, αφήνοντάς τους μόνους να σπαθίζουν με νευρικές χειρονομίες τον αέρα. Εδώ, λοιπόν, είμαστε τώρα.
Ο κόσμος αποσύρει μαζικά την εμπιστοσύνη του από αυτές τις μαριονέτες και επενδύει τις προσδοκίες του αλλού, αφού οι Μακρόν (με την αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης) και οι Μητσοτάκηδες αυτού του κόσμου (με την εβδομάδα έξι ημερών) δεν έχουν να τους πούνε τίποτε. Βεβαίως, είναι λάθος να επιλέγει κανείς φασίστες. Αλλά αυτοί που σήμερα ολοφύρονται υποκριτικά άνοιξαν την πόρτα…