Η ψηφιακή τεχνολογία σε οποιαδήποτε μορφή της είναι και θα πρέπει να είναι επιλογή και όχι υποχρέωση
Του δρα Τάκη Φλωριά*
Στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνος αναφέρεται εμφατικά ότι προϋπόθεση της αρμονικής συμβίωσης και επομένως προόδου της κοινωνίας πόλης- κράτους είναι απαραιτήτως οι πολίτες να μετέχουν της Αιδούς και της Δίκης. «Θεϊκός νόμος» προβλέπει ο μη μετέχων της Αιδούς (δηλ. ο αναίσχυντος, ο χωρίς αυτοσεβασμό, άρα και σεβασμό στους συμπολίτες του και συνεπώς χωρίς ηθικούς φραγμούς ντροπής) και ο μη μετέχων της Δίκης (δηλ. ο ιταμός, ο αδικών και πόρρω απέχων της δικαιοσύνης) να θεωρούνται και οι δύο «νόσος της πόλεως».
Η νόσος όμως αυτή γρήγορα εξαπλώνεται και παίρνει (κατά τα γνωστά μας !) χαρακτηριστικά «πανδημίας» και τότε όλοι αυτοί που δεν έχουν ντροπή και επομένως δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό αδικούν (αφού η δικαιοσύνη είναι η νομική συνέπεια της ντροπής) και έτσι αδιάντροπα θα «εξολοθρεύουν» παντοιοτρόπως, καθώς είναι και οι πιο ισχυροί, όλους τους άλλους, που προφανώς θα είναι οι πιο αδύναμοι. Γι’ αυτό και ο «θεϊκός νόμος» προέβλεπε την οριστική αποπομπή από την πόλη όλων όσοι στερούνται της Αιδούς και της Δίκης. Δηλαδή αυτών που συνιστούν τη «νόσον της πόλεως» και εξουθενώνουν και κατατρομοκρατούν τους άλλους, τους απλούς και ανυποψίαστους πολίτες, οι οποίοι μετέχουν και της Ντροπής και της Δικαιοσύνης.
Το μεγάλο πρόβλημα και η βδελυρά κατάντια των κοινωνιών σήμερα, και κυρίως και προεχόντως της ελληνικής κοινωνίας, είναι ότι η αρχαία «νόσος της πόλεως» έχει επανεμφανισθεί, και είναι εδώ και αρκετά χρόνια, και μέχρι και σήμερα, η «αρχή της ελληνικής πόλεως», δηλαδή η κινούσα αρχή του κατεστημένου, της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας. Γι’ αυτό και η ασκούμενη πολιτική, κατά κανόνα, δεν έχει ούτε ως ελάχιστο συστατικό της την αρχαιοελληνική Αιδώ.
Είναι όμως χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι αυτό που θεωρείται πολιτική σήμερα είναι ένα εκμαυλιστικό προσωπείο της πολιτικής (κάτι ωσάν καρικατούρα εξαπάτησης) και όχι το αληθινό αυθεντικό πρόσωπό της. Η αληθινή πολιτική, σε όλες της τις εκφάνσεις, σε κάθε γνησίως δημοκρατική χώρα, είναι και πρέπει να είναι πάντοτε και μια συναρπαστικά διδακτική παιδαγωγία που στον πυρήνα της συνυπάρχουν ο σεβασμός (ως εκδήλωση της Ντροπής), το δίκαιο και ο πατριωτισμός.
Ζούμε, εδώ και καιρό, σ’ ένα δηλητηριώδες νέφος παρακμής και κατάρρευσης, που έχει τις ρίζες του στο συνεχώς επιδεινούμενο έλλειμμα δημοκρατίας του πολιτικού μας συστήματος και στην απαξίωση της πολιτικής, λόγω βλαπτικής για τον λαό και τη χώρα μετάλλαξής της. Μετάλλαξη κυνική, αδιάντροπη και ανθελληνική, σε ειδεχθή λεηλασία και φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, σε άνομο προσωπικό και εταιρικό πλουτισμό, σε συστηματική, σχεδόν, προσβολή και υπονόμευση της ορθόδοξης πίστης, ιστορίας, εθνικής συνείδησης, και σε ασίγαστη κατατρομοκράτηση και απαξίωση της ελεύθερης προσωπικότητας και βούλησης του εμπερίστατου Έλληνα πολίτη.
Απότοκο του διαχρονικού ασφυκτικού νέφους παρακμής και κατάρρευσης που σαρώνει την ελληνική κοινωνία είναι ότι τώρα οι ελευθέρως σκεπτόμενοι Έλληνες εκφράζουν (και είναι ολοένα και περισσότεροι) αφενός μεν τη μετ’ αποστροφής απόρριψη εθνικώς δουλοπρεπών και κοινωνικώς εξουθενωτικών συνθηκών και αφετέρου τις προσδοκίες για ρηξικέλευθες και γνησίως δημοκρατικές και ανθρώπινες για την Ελλάδα και τους Έλληνες αλλαγές. Τούτο επιβεβαιώνεται εκκωφαντικά και από τις πρόσφατες εκλογές, βουλευτικές, περιφερειακές και δημαρχιακές, όπου η αποχή έφθασε και ξεπέρασε το 70%.
Πέραν, όμως, της καταλυτικής για τις πολιτικές εξελίξεις και πρωτοφανούς αποχής, οι εκλογικές επιδόσεις κομμάτων του πολιτικού κατεστημένου και κυρίως αυτών που εναλλάσσονται στη διακυβερνητική εξουσία την τελευταία εικοσαετία και πλέον είναι οικτρά μειοψηφικές. Αρκεί να σημειωθεί ότι με την αποχή των πρόσφατων εκλογών, ακόμη και μια μέτρια εκλογική επίδοση του 40%, στην πραγματικότητα σηματοδοτεί μια πολύ βαριά μειοψηφική εκλογική επίδοση του 12%. Αφού το 40%, στο 30% που συνολικώς εψήφισε, δεν είναι παρά το 12% του όλου εκλογικού σώματος. Όλα τα παραπάνω, συνυπολογιζομένης και της αυθαίρετης πολυπλοκότητας των εκάστοτε εκλογικών συστημάτων, υποδεικνύουν μονοσήμαντα ότι οι αντίστοιχες διακυβερνήσεις δεν έχουν γνήσια και ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση. Κατόπιν τούτου, τα πολιτικά κόμματα και οι συνοδές παραλλαγές τους, που έχουν την απόλυτη ευθύνη για τη λεηλασία και την εξαθλίωση των Ελλήνων και της Ελλάδας, και είτε ευρίσκονται στη διακυβέρνηση της χώρας είτε όχι, δεν έχουν καμιά ουσιαστική νομιμοποίηση ή ηθική καταξίωση για να αλλοιώσουν περαιτέρω την καθημερινότητα και τις συνήθεις ανθρώπινες διαδικασίες του πράττειν και συναλλάσσεσθαι (δηλαδή του ανθρωπίνως ζην), ερήμην των απλών Ελλήνων πολιτών.
Επομένως, για την ουσιαστική και ηθική νομιμοποίηση των οποιοδήποτε αλλαγών που ανατρέπουν άρδην τις παραδοσιακές ανθρώπινες συναλλαγές και δράσεις και τις μετατρέπουν σε απρόσωπες ψηφιακές ή καταργούν την προστασία της ιδιωτικής ζωής ή καταργούν τα μετρητά και υποχρεώνουν στη χρήση ψηφιακού νομίσματος/πλαστικού χρήματος κλπ. θα πρέπει να γίνουν, οπωσδήποτε, δημοψηφίσματα με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/4 των Ελλήνων πολιτών.
Η ψηφιακή τεχνολογία σε οποιαδήποτε μορφή της, είτε ως απλή τεχνητή νοημοσύνη (massive learning) είτε ως γενικευμένη νοημοσύνη (massive consciousness), είναι και θα πρέπει να είναι επιλογή και όχι υποχρέωση.
Η ψηφιακή τεχνολογία ή θα είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου ή θα απεργάζεται τα δεσμά της υποδούλωσής του,π.χ. ως υποχρεωτικότητα διαδικτυακών συναλλαγών ή συναλλαγών με ψηφιακό ευρώ/πλαστικό χρήμα κ.λπ, με κίνδυνο, πέραν των άλλων, να «εξελιχθεί» σε ακούσιο θύμα ηλεκτρονικής απάτης (e-fraud).
Γι’ αυτό κάθε σχεδιασμός για ψηφιακά ευρώ ή κρυπτονομίσματα ή νέες ταυτότητες με RFID («τσιπάκι» με δυνατότητες εκπομπής και λήψης) κλπ. είναι εξαρχής και μετ’ αποστροφής εξοβελιστέος. Για τις νέες ταυτότητες, αν το θέμα ήταν μόνο η αξιοπιστία και η δυσκολία αντιγραφής τους, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η υψηλής αξιοπιστίας τεχνολογία των νέων αδειών οδήγησης που δεν έχουν τσιπάκι και χρησιμοποιούνται, σήμερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Απαιτείται, λοιπόν, κατάργηση κάθε μορφής υποχρεωτικότητας στις συναλλαγές με δημόσια ή ιδιωτικά ταμεία, τράπεζες, υγειονομικές υπηρεσίες κ.λπ., ως μη συνάδουσας με το απόλυτο δημοκρατικό δικαίωμα, και όχι μόνον, της ελεύθερης επιλογής του τρόπου συναλλαγών, (π.χ. αυτοπροσώπως με ρευστό χρήμα ή διαδικτυακώς ως ένας κωδικός αριθμός, αθέατος, απομονωμένος, κολλημένος σε μια οθόνη, και χωρίς πρόσωπο). Η κατάργηση ή ο περιορισμός των μετρητών μόνο έργο ανθελληνικού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού μπορεί να είναι, αφού δεν ετόλμησαν ούτε να το διανοηθούν πρόσφατες και παλαιότερες δικτατορίες, καθώς έτσι θεσμοθετείται ολοκληρωτική επιτήρηση του πολίτη και κατάργηση της ιδιωτικής ζωής του. Και τούτο γιατί οι συναλλαγές με μετρητά προασπίζουν το θεμελιώδες δικαίωμα του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής. Τα μετρητά παρέχουν επιλογές πληρωμών και αποταμιεύσεων, χωρίς την ανάγκη γνώσης ή πρόσβασης στο ψηφιακό νόμισμα/πλαστικό χρήμα, και τα καθιστούν καίριας σημασίας για την ενσωμάτωση πολιτών, είτε χαμηλού εισοδήματος είτε προχωρημένης είτε πολύ νεαράς ηλικίας. Μειονέκτημα του πλαστικού/ψηφιακού χρήματος είναι και η απώλεια καταθέσεων με τη χρήση της κάρτας, γεγονός που εξελίσσεται σε πολύ αποδοτικό σπορ για «ειδικούς» με υψηλή «τεχνογνωσία».
Μέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ο Yves Mersh, δήλωσε προσφάτως ότι έρευνα έδειξε ότι στο 80% των συναλλαγών σε σημεία πωλήσεως στις χώρες της ΕΚΤ, οι συναλλαγές γίνονται σε μετρητά, και ότι εάν η ΕΚΤ καταργούσε τα μετρητά, οι πολίτες θα έχαναν τον μοναδικό άμεσο σύνδεσμό τους με το χρήμα της Κεντρικής Τράπεζας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών. Αυτό θα αδυνάτιζε, ίσως επικινδύνως, τις δημοκρατικές εξελίξεις των λαών της Ευρώπης.
* Διδάκτωρ Φυσικός Πανεπιστημίου Αθηνών, νομικός