Η αλλοίωση της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ανεπίτρεπτη. Ακόμη και αν πρόκειται για τους «Σπαρτιάτες» – Το πώς λειτουργεί εσωτερικά ένα πολιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης που συμμετέχει νομίμως στη νομοθέτηση δεν νομίζω ότι είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Ανοίγουμε τεράστια «κερκόπορτα»!
Του Μανώλη Κοττάκη
Με απασχολεί παρά πολύ η δικαστική έκβαση της υπόθεσης των «Σπαρτιατών». Όχι επειδή συμπαθώ την ηγεσία τους, τους βουλευτές τους και τις ιδέες τους – μακριά από εμάς. Κοινοβουλευτικά είναι ανύπαρκτοι, ιδεολογικά μάς χωρίζει άβυσσος, πολιτικά βλέπω ορισμένα περίεργα και συστημικά στις κατά καιρούς δηλώσεις τους.
Με απασχολεί πολύ γιατί το θεωρώ μείζον ζήτημα δημοκρατίας. Μείζον ζήτημα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ό,τι έχει συμβεί γύρω από την υπόθεση αυτή πλήττει βάναυσα το πολίτευμα.
Πρώτα η αντικατάσταση του εισαγγελέα του Ε΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, που θεώρησε αντισυνταγματική την απαγόρευση καθόδου κόμματος στο Κοινοβούλιο χωρίς αμετάκλητη καταδίκη υποψηφίων του (ο άνθρωπος αυτός μετανάστευσε πικραμένος και απογοητευμένος στο εξωτερικό!).
Έπειτα το περιεχόμενο της απόφασης του Ε΄ Τμήματος (υπό τη νέα του σύνθεση), με την οποία απαγορεύτηκε στο κόμμα «Έλληνες» να συμμετάσχει στις εκλογές, χωρίς να αιτιολογηθεί συνταγματικά η απόρριψή του. Νομικό περιβόλι!
Ακολούθησε ο νόμος αμφίβολης συνταγματικότητας για τον πραγματικό αρχηγό κόμματος, που δίνει τη δυνατότητα στη Δικαιοσύνη να απαγορεύει την κάθοδο κόμματος στις εθνικές εκλογές.
Και τώρα η δικαστική έρευνα που σκοπό έχει, όπως εξελίσσονται τα πράγματα βάσει της νέας νομοθεσίας, στην ουσία την κατάλυση της δημοκρατικής αρχής. Την παραβίαση της λαϊκής ετυμηγορίας. Την έκπτωση 11 εκλεγμένων βουλευτών από το αξίωμά τους, ολόκληρης Κοινοβουλευτικής Ομάδας δηλαδή, για κώλυμα που δεν έχει καμία σχέση με τα συνήθη ατομικά, αλλά συνδέεται ευθέως με τις διατάξεις του απαράδεκτου νόμου περί πραγματικού αρχηγού.
Όλα αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ τις γραφικές αντιδικίες μεταξύ των βουλευτών αυτού του κόμματος για την κρατική χρηματοδότηση και τη διανομή αυτής. Το θέμα που προκύπτει είναι κατά πολύ υπέρτερο. Τους ξεπερνά όλους!
Εφόσον ασκηθούν διώξεις χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, με στόχο την απαγόρευση της συμμετοχής του κόμματος στις ευρωεκλογές και την έκπτωση από τα αξιώματά της μιας ολόκληρης Κοινοβουλευτικής Ομάδας (που, μας αρέσει – δεν μας αρέσει, την επέλεξε ο ελληνικός λαός), τότε δημιουργούνται δύο επικίνδυνα προηγούμενα. Τα οποία με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι επιταχύνονται και από το είδος των ερωτήσεων που υπέβαλε στον πρόεδρο των «Σπαρτιατών» η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη.
Το πρώτο είναι η ωμή, κατά παραγγελία του νέου νόμου, ανάμιξη της Δικαιοσύνης στα εσωτερικά πολιτικού κόμματος. Με αξιολογήσεις οι οποίες είναι εντελώς οριακές. Το δεύτερο είναι η εικαζόμενη κατάλυση της δημοκρατικής αρχής. Εάν σήμερα, βάσει νόμου, είναι νοητή η έκπτωση πολιτικού κόμματος από το Κοινοβούλιο βάσει ενός αμφισβητούμενου για τη συνταγματικότητά του νόμου, ποιος είναι αυτός που θα μας διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα συμβεί ξανά αύριο, με ένα άλλο πολιτικό κόμμα που έθεσε τις απόψεις του στη λαϊκή βάσανο, και αυτές επιδοκιμάστηκαν; Ανοίγει μεγάλο παράθυρο ο νόμος, όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή, ανοίγει μεγάλο παράθυρο και ο τρόπος του εφαρμόζεται από τη Δικαιοσύνη.
Μερικές επισημάνσεις προς υποστήριξη της απόψεώς μου. Η αξιότιμη κυρία εισαγγελεύς βασίζει τον ισχυρισμό της για την εξαπάτηση του εκλογικού σώματος από 11 βουλευτές στο ό,τι, πρώτον, μετά τις εκλογές βουλευτές του κόμματος ζήτησαν τη διεξαγωγή συνεδρίου για την εκλογή οργάνων του νεοπαγούς κόμματος -κατά την ίδια, για να ανατρέψουν τον αρχηγό τους-, δεύτερον, στο ότι δύο από τους 12 βουλευτές επισκέφθηκαν τον Ηλία Κασιδιάρη στον Δομοκό, τρίτον, στον ισχυρισμό ότι όλοι οι υποψήφιοι του κόμματος «Σπαρτιάτες» προέρχονται από το κόμμα «Έλληνες» (ενώ, κατά Στίγκα, προέρχονται οι πέντε από τους 12).
Εάν αυτά τα «κουμπώσεις» όμως στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου και στο οικείο άρθρο του Ποινικού Κώδικα χωρίς καταλυτικά αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη φαντασία για να θεωρήσεις ότι πληρούν τις διατάξεις τους.
Μελέτησα με προσοχή τόσο τις ερωτήσεις της αξιότιμης εισαγγελέως όσο και τις απαντήσεις του κυρίου Στίγκα, όπως αυτές καταγράφονται στη δικογραφία που διαβιβάστηκε στη Βουλή. Πολύ φοβούμαι ότι η κυρία εισαγγελεύς ακροβατεί επικινδύνως.
Σε μια ερώτησή της λαμβάνει θέση για πραγματικά περιστατικά που δεν έχουν αποδειχθεί. Ομιλεί απευθυνόμενη στον κύριο Στίγκα για «δήθεν συνέδριο που έγινε για να νομοθετηθούν τα όργανα, στην ουσία όμως για την ανατροπή σας». Αυτό θα μπορούσε και να ισχύει. Αλλά, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, πώς μπορεί να σταθεί ως αυτονόητη αλήθεια;
Δεν στέκομαι, όμως, στο τώρα! Ανατριχιάζω με την ιδέα ότι στο μέλλον ένας δικαστικός λειτουργός θα μπορεί, σε άλλες υποθέσεις, να αναμιγνύεται βάσει νόμου στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων και να γνωμοδοτεί για πολιτικά γεγονότα!
Οι βουλευτές, εκτός από αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού, είναι και νομοθέτες. Το πώς λειτουργεί εσωτερικά ένα πολιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης που συμμετέχει νομίμως στη νομοθέτηση δεν νομίζω ότι είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Ανοίγουμε τεράστια «κερκόπορτα».
Πέραν αυτών, εγείρονται ερωτήματα που αφορούν και τη Δικαιοσύνη και το Κοινοβούλιο. Πρώτον, γιατί η εισαγγελεύς ζήτησε -και το Κοινοβούλιο υπάκουσε- να δοθεί άδεια να κληθούν 11 μέλη του σε ανωμοτί κατάθεση, όταν από το υλικό που ετέθη σε γνώση μας είχαν μεταβεί στον Δομοκό δύο από τους 11 βουλευτές.
Γιατί, ενώ ο πρόεδρος του κόμματος δηλώνει στη Δικαιοσύνη ότι «δεν έχω αποδεικτικά στοιχεία ότι η συμπεριφορά των βουλευτών καθοδηγείτο από τον Κασιδιάρη και άλλα κέντρα σχετικά με αυτόν» και ότι «δεν έχω αποδείξεις ότι τους καθοδηγεί από τις φυλακές», ο Άρειος Πάγος οδεύει προς άσκηση ποινικών διώξεων;
Πρέπει να πιαστεί κανείς από τα μαλλιά, από κάποια «ίσως» και κάποια «υπέθετα» του αρχηγού των «Σπαρτιατών», για να καταλήξει σε τέτοια συμπεράσματα. Και πάλι, όμως, η έγνοια μας δεν είναι στα συγκεκριμένα πρόσωπα ελαφρών βαρών που δεν πρωταγωνιστούν ούτε στο συγκεκριμένο κόμμα. Η προσοχή μας επικεντρώνεται στη δημοκρατική αρχή και την κατάλυσή της με βάση το δίκαιο της ισχύος. Αν επικρατήσει καθολικά αυτή η λογική, στο μέλλον θα κατέρχονται στις εκλογές μόνο τα κόμματα τα οποία επιθυμεί να κατέλθουν η εκτελεστική εξουσία. Τα υπόλοιπα θα υποχρεώνεται η Δικαιοσύνη, βάσει ψηφισμένων αντισυνταγματικών νόμων, να τα αποκλείει από την κάθοδο στις εκλογές. Μόνο που αυτό δεν είναι ακριβώς δημοκρατικό πολίτευμα.
Τα πολλά «απαγορεύεται» δημιουργούν συνειρμούς άλλων εποχών. Θυμάμαι πάντοτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να μιλά για το 1967 και να λέει: «Η δημοκρατία στην Ελλάδα δολοφονήθηκε σε συνθήκες ελευθερίας». Να τον θυμούνται και οι ταγοί μας κοινοβουλευτικοί και δικαστικοί, στα χέρια των οποίων εμπιστευόμαστε τη δημοκρατία.
Ειδικώς σε εποχές που αναπτύσσεται μεγάλη φιλολογία για το ποια Βουλή, με ποια σύνθεση θα εκχωρήσει εθνική κυριαρχία βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος για να κλείσουν τα Ελληνοτουρκικά. Η αλλοίωση της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ανεπίτρεπτη. Ακόμη και αν πρόκειται για τους «Σπαρτιάτες». Στη χώρα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία θα έπρεπε να είναι ζήτημα αρχής.