Του Νίκου Γ. Μερτζάνη
Η κατάσταση που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ και όλο αυτό το πρωτόγνωρο «ξεκατίνιασμα» (συγχωρέστε μου τη λέξη) που παρακολουθούμε σε απευθείας σύνδεση από τις πρωινές εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών σκορπίζουν απίστευτη τοξικότητα στον δημόσιο βίο. Κάτι ακόμη που θα πρέπει να γίνει κατανοητό, από όλες τις πλευρές, είναι ότι πλέον έχει καταντήσει και βαρετό.
Είναι μια συνθήκη η οποία θα στοιχίσει στον ΣΥΡΙΖΑ και σε οποιονδήποτε άλλο σχηματισμό μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της διαμάχης στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να δώσω δίκιο σε κάποιο από τα δύο στρατόπεδα, αλλά η εικόνα που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, με πρώην υπουργούς, προβεβλημένους, να βρίσκονται κάθε πρωί στα τηλεοπτικά παράθυρα και να απασφαλίζουν κατά του προέδρου Στέφανου Κασσελάκη, οι υποστηρικτές του οποίου βγαίνουν στη συνέχεια και κατακεραυνώνουν τους πρώτους, δεν είναι σοβαρή.
Απωθεί και αποξενώνει τους πολίτες, όχι μόνο τους ψηφοφόρους που απέμειναν, αλλά και όσους είχαν αποχωρήσει και έψαχναν κάποια ευκαιρία για να επιστρέψουν. Είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς ποιοι είναι αυτοί που παρακολουθούν με μεγαλύτερη έκπληξη τις δηλώσεις στελεχών, έμπλεες μίσους, προς «συντρόφους» τους. Αυτοί οι πολίτες στους οποίους θεωρητικά απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να τους κερδίσει. Οι ψηφοφόροι του Κέντρου, που, όπως φάνηκε στις εθνικές εκλογές, έχουν μετακομίσει όλοι στη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν βλέπουν ένα συντεταγμένο κόμμα με αρχή, μέση και τέλος, αλλά ένα συνονθύλευμα παραγόντων, που έτυχε να βρίσκονται κάτω από ένα κοινό όνομα, χωρίς να έχουν τίποτε άλλο κοινό μεταξύ τους.
Να θεωρήσω, όπως κάνουν όλοι, ότι αυτά δεν γίνονταν δημόσιο θέαμα, τύπου ριάλιτι, επί εποχής Τσίπρα λόγω της ικανότητάς του να αποτελεί τη συγκολλητική ουσία όλων.
Πάλι όμως δεν δικαιολογούνται αυτό το μένος και οι αντίρροπες δυνάμεις, των οποίων γινόμαστε μάρτυρες. Συμπέρασμα; Δεν ήταν ο Τσίπρας η συγκολλητική ουσία, αλλά η εξουσία, μέχρι το 2019. Από το 2019 έως την κατάρρευση του 2023 υπήρχε η προοπτική της αναρρίχησης στην εξουσία, για όσο, τέλος πάντων, κράτησε αυτή η προοπτική.
Μετά την κατάρρευση στο 17,8%, τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις αντίρροπες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και βλέπουμε στις οθόνες των τηλεοράσεων τις κοκορομαχίες.
Με την ισχύουσα πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον κεντρώο χώρο, αλά απογοητεύει και όσους απέμειναν. Πόσοι είναι αυτοί, πού θα πάνε ή πόσους θα πάρουν μαζί τους όσοι αποχωρήσουν δεν το γνωρίζω, αλλά η λογική λέει ότι η δύναμή τους θα μειωθεί περαιτέρω, λόγω της αδυναμίας να πείσουν πολίτες, πέραν της εκλογικής βάσης του 17.8%.
Αυτή η διαμάχη πληγώνει και τις δύο πλευρές. Θα μειωθεί το κύρος όσων βγαίνουν στις τηλεοράσεις και εμφανίζονται κατώτεροι της σοβαρότητας την οποία παρουσίαζαν τις εποχές που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ή προσδοκούσε να γίνει κυβέρνηση. Θα μειωθεί το κύρος του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος που αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση. Τους τελευταίους δύο μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παράγει πολιτική. Ο θεσμικός ρόλος τον οποίο του εμπιστεύθηκαν οι πολίτες δεν είναι προτεραιότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του. Τα προβλήματα του κόσμου και οι λύσεις που προτείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν βρίσκουν χώρο ούτε στα φιλικά μέσα ενημέρωσης. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «ιδιοκτήτες», ποιοι είναι αυτοί, ποιος βρίζει ποιον, ποιος συμμαχεί με τον δείνα και ποιος όχι ή για την προσωπική ζωή του προέδρου του και των στελεχών του. Ο κόσμος θέλει να ακούσει προτάσεις για λύσεις στα προβλήματα που τον απασχολούν και προς το παρόν, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, τα «θέλω» του δεν ικανοποιούνται.