Του Βασίλη Βιλιάρδου
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, φαίνεται πως επιβραδύνονται τα σχέδια της πράσινης μετάβασης (ανάλυση) – με εξαίρεση ακόμη την Ελλάδα, η κυβέρνηση της οποίας έκλεισε ουσιαστικά τις λιγνιτικές μονάδες και «εξαΰλωσε» έναν υπόγειο πλούτο της τάξης των 250 δις €. Ειδικότερα, η εγκατάσταση αντλιών θέρμανσης, η μόνωση και τα λιγότερα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα, σχέδια δηλαδή που στο παρελθόν ήταν ευρέως αποδεκτά, ξαφνικά περιγράφονται μεν ως χρήσιμα, αλλά όχι πια ως απαραίτητα – όπως στο παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου ή της Γερμανίας, οι κυβερνήσεις των οποίων τοποθετούνται πλέον ανοιχτά εναντίον της επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης.
Ο νέος κοινός παρανομαστής φαίνεται πως είναι ο φόβος τους για την εντεινόμενη φτωχοποίηση των Πολιτών – η οποία απειλεί να οδηγήσει σε κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, καθώς επίσης σε μεγάλες πολιτικές αλλαγές, με την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων.
Εν προκειμένω, ακόμη και η υπουργός οικονομικών της Σουηδίας, υπερασπίσθηκε τη φορολογική μείωση που δρομολόγησε στα ορυκτά καύσιμα – λέγοντας πως η σημερινή εποχή είναι δύσκολη για πολλούς ανθρώπους. Αντίθετα, η Ελλάδα που έχει έναν από τους υψηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην ΕΕ (0,7 € το λίτρο για τη βενζίνη, 0,41 € για το πετρέλαιο κίνησης και 0,43 € για το υγραέριο κίνησης), ενώ είναι πρωταθλήτρια στο φόρο βενζίνης, δεν προωθεί καμία φορολογική ελάφρυνση – θεωρώντας πως οι Έλληνες έχουν σκύψει οριστικά το κεφάλι και αποδέχονται τα πάντα.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ολλανδία, σημειώνοντας πως στη Σουηδία το 15% του πληθυσμού ευρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (στην Ελλάδα το 26%, γράφημα), ενώ η ανισότητα έχει αυξηθεί απότομα τα τελευταία χρόνια – λόγω των φορολογικών περικοπών για τους πλουσίους και της ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, την οποία επιδιώκει έμμεσα και η ελληνική κυβέρνηση.
Όσον αφορά τον πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας, τον κ. Sunak, τον πλουσιότερο που είχε ποτέ η χώρα, δήλωσε πως δεν θέλει οι «συνηθισμένες οικογένειες» να ξοδέψουν 15.000 λίρες, για να γίνει η πράσινη μετάβαση ενωρίτερα, από ότι χρειάζεται – αποδεχόμενος στην ουσία πως δεν είναι πραγματικά απαραίτητη αυτή τη στιγμή, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται και με τη Μέση Ανατολή να φλέγεται.
Εύλογα, αφού το 20% των Βρετανών έχουν βυθιστεί στη φτώχεια – ενώ το 75% από αυτούς εργάζονται, αλλά ο κατώτατος μισθός είναι μόλις 9,5 στερλίνες την ώρα και ο μέσος πραγματικός μισθός έχει μείνει στάσιμος τα τελευταία 15 χρόνια. Ακόμη χειρότερα, ένα στα τρία παιδιά, δηλαδή 4,2 εκατομμύρια, ζει στη φτώχεια – 500.000 περισσότερα από όταν οι συντηρητικοί, το κόμμα του, ανήλθε στην εξουσία το 2012.
Ο Sunak βέβαια συνέβαλλε ενεργά πέρυσι με την υιοθέτηση της μείωσης της «Universal Credit» κατά 20 στερλίνες – του βρετανικού προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας που υπολογίσθηκε ότι ώθησε επί πλέον 350.000 παιδιά στη φτώχεια.
Η φτώχεια βέβαια δεν έχει μόνο σχέση με τους μισθούς αλλά, επίσης, με το κόστος ζωής που αυξάνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια – όπου στο παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, οι λογαριασμοί του νερού έχουν αυξηθεί κατά 363% από τότε που ιδιωτικοποιήθηκαν οι εταιρείες ύδρευσης (1988), ενώ οι πραγματικοί μισθοί μόλις κατά 30% περίπου. Την ίδια στιγμή όμως οι εταιρίες ύδρευσης και αποχέτευσης είχαν κέρδη 18 δις στερλίνες σε 10 χρόνια – ένα ποσόν που καταβλήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου ως μερίσματα στους μετόχους τους, αντί να χρησιμοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος του για επενδύσεις.
Ευτυχώς πάντως στην Ελλάδα το ΣΤΕ εμπόδισε την ιδιωτικοποίηση του νερού που επιδίωκε η κυβέρνηση – προσπαθώντας ακόμη και την τελευταία στιγμή να παρακάμψει προηγούμενη απόφαση του. Κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη με τη ΔΕΗ, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για τους Πολίτες – όσον αφορά τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η στασιμότητα πάντως των εισοδημάτων, η αύξηση του κόστους ζωής, τα υψηλά επίπεδα φτώχειας και η εκτόξευση των ανισοτήτων, υπονομεύουν συστηματικά τη διαβίωση των «συνηθισμένων οικογενειών» – οπότε την οικονομία και την κοινωνία. Οδηγούν δε τελικά σε δημογραφική κατάρρευση – ενώ η διαβίωση μετατρέπεται σταδιακά σε πρόβλημα επιβίωσης.
Οι ανισότητες τώρα στη Μ. Βρετανία είναι μεν ακραίες, αλλά μετά το 2000 ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από τη μείωση των πραγματικών μισθών, από τις ακριβότερες τιμές για τα βασικά προϊόντα, ιδίως για τα τρόφιμα και τα φάρμακα, από την αυξανόμενη ανασφάλεια διαβίωσης, από τη διεύρυνση των ανισοτήτων και από την ανίσχυρη πολιτική – τη θέση της οποίας έχουν πλέον αναλάβει οι «χρηματαγορές», οι οποίες κυριαρχούν λόγω των υπέρογκων κρατικών χρεών, έχουν καταστήσει τους πολιτικούς υποχείρια τους, αποφασίζουν και διατάζουν.
Επομένως δεν υπάρχει πια περιθώριο για την πράσινη μετάβαση, ακόμη και αν υποθέσουμε πως δεν αποτελεί ψευδαίσθηση η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από ανεμογεννήτριες (ανάλυση) και φωτοβολταϊκά – ενώ πολύ σωστά ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ δήλωσε ότι, «θα υπάρξει μία κοινωνικά δίκαιη μετάβαση, ή καμία μετάβαση». Πράσινη μετάβαση που θα επιβαρύνει μόνο τους φτωχοποιημένους Πολίτες, ενώ θα θησαυρίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενες τις επιδοτήσεις με τα χρήματα των φορολογουμένων, δεν πρόκειται να υπάρξει – σημειώνοντας πως οι τελευταίες εξελίξεις οδηγούν στην πρόβλεψη ότι, εκτός από την ύπαρξη μίας πράσινης φούσκας, θα ακολουθήσει ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό, οικονομικό και χρηματιστηριακό κραχ που δεν θα έχει καμία σχέση με οποιοδήποτε προηγούμενο.