Η ανασκόπηση της καταστροφής που προκλήθηκε από το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα στην πόλη της Νέας Ορλεάνης των ΗΠΑ το 2005, μπορεί να δώσει διαφωτιστικά διδάγματα για όσα συνέβησαν και πρόκειται να συμβούν στη Θεσσαλία.
Ο τυφώνας Κατρίνα και η Νέα Ορλεάνη
Τον Αύγουστο του 2005, ένας τυφώνας Κατηγορίας 5 με την ονομασία Κατρίνα χτύπησε τις νοτιοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ, κάνοντας ένα πρώτο πέρασμα από το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Φλόριντα κι έπειτα από την ενδυνάμωσή του στον κόλπο του Μεξικού, φτάνοντας με ορμή κυρίως στις πολιτείες της Λουιζιάνα και του Μισισίπι. Ο απολογισμός ήταν 1.836 νεκροί, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων στην πόλη της Νέας Ορλεάνης, το μεγάλο λιμάνι της Λουιζιάνα εκεί που ο ποταμός Μισισιπής χύνεται στον κόλπο του Μεξικού.
H Νέα Ορλεάνη είναι «χτισμένη σε λάθος περιοχή», για να δανειστούμε την κάπως χυδαία έκφραση για τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου ενός «Καθηγητή Διεθνούς Πανεπιστημίου», όπως μας τον παρουσίασε ελαφρώς παραπλανητικά η ΕΡΤ (στην πραγματικότητα ο κ. Εμανουλούδης είναι καθηγητής *του* Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, όπου έφτασε έπειτα από την απορρόφηση από αυτό το 2019 του ΤΕΙ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης στο οποίο δίδασκε). Χτισμένη στο Δέλτα του Μισισιπή και έχοντας επεκταθεί από το χτίσιμο μιας σειράς φραγμάτων και αναχωμάτων το 1965 σε πρώην έλη και βάλτους, το 49% των συνεχόμενων αστικοποιημένων τμημάτων της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Νέας Ορλεάνης βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας.
Αυτά τα φράγματα και αναχώματα έσπασαν αφότου ο τυφώνας Κατρίνα έφερε έντονες βροχές και ανέμους ταχύτητας έως και 205 χλμ/ώρα, πλημμυρίζοντας πάνω από το 80% της πόλης. Σημαντικά, το μεγαλύτερο τμήμα της καταστροφής δεν συνέβη κατά τη διάρκεια του περάσματος του τυφώνα, αλλά τις ώρες έπειτα από το πέρασμά του που ο Μισισιπής φούσκωνε και τα αναχώματα έσπασαν. Την επαύριο της καταστροφής, ιδιώτες εργολάβοι και μεσίτες ακινήτων έπεσαν σαν τις ακρίδες κυρίως στις φτωχότερες περιοχές της Νέας Ορλεάνης εξαγοράζοντας τμήματα γης επί πινακίου φακής — ακόμα και μεγάλο τμήμα της αντιμετώπισης των έκτακτων αναγκών και της αποκατάστασης δόθηκε από την κυβέρνηση Τζορτζ Γ. Μπους σε ιδιώτες μέσω ομοσπονδιακής χρηματοδότησης από την Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών (FEMA).
Ο «καπιταλισμός της καταστροφής» λειτουργεί και πριν από αυτήν
Αυτό το οργανωμένο πλιάτσικο — και όχι τα όποια πλιάτσικα των θυμάτων της καταστροφής στα οποία επικεντρώθηκαν τότε τα αμερικανικά ΜΜΕ — αποκρυστάλλωσε μια παρατήρηση της δημοσιογράφου Ναόμι Κλάιν, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει με αφορμή αντίστοιχα φαινόμενα έπειτα από το τσουνάμι στη Νοτιοανατολική Ασία το 2004. Η Κλάιν ονόμασε το φαινόμενο που παρατήρησε «καπιταλισμό της καταστροφής», περιγράφοντας την κάθοδο ιδιωτικών συμφερόντων σε μία συγκεκριμένη περιοχή στον απόηχο μεγάλων αποσταθεροποιητικών γεγονότων, όπως πολέμων, κυβερνητικών διαταραχών και φυσικών καταστροφών. «Είναι στην πραγματικότητα μια επέκταση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, αλλά δεν είναι μόνο ο πόλεμος — είναι οι απαντήσεις στις καταστροφές, είναι η ανακατασκευή έπειτα», εξηγούσε η Κλάιν.
Αυτό στο οποίο η Κλάιν δεν επικεντρώθηκε τόσο τότε ήταν πως, ενώ η δράση του «καπιταλισμού της καταστροφής» είναι συνήθως ευκαιριακή, δεν δημιουργεί δηλαδή απαραίτητα άμεσα την καταστροφή αλλά είναι έτοιμος να δράσει στον απόηχό της, καμιά φορά τα ίδια ή συναφή συμφέροντα (ή το συστημικό πλαίσιο που τα εξυπηρετεί) ευθύνονται και για την ίδια την καταστροφή — ή έστω τμήμα της.
Στη Νέα Ορλεάνη, για παράδειγμα, μια σειρά από παράγοντες της καταστροφής μπορούν να αποδοθούν στα ιδιωτικά συμφέροντα και στην κρατική εξυπηρέτησή τους, δηλαδή στον καπιταλισμό. Το σύστημα καναλιών και αναχωμάτων που χτίστηκαν στην περιοχή το 1965 σχεδιάστηκε για να ευνοήσει την εμπορική ροή μεταξύ του κόλπου το Μεξικού, του ποταμού Μισισιπή και της λίμνης Πορτσαρτέν. Όχι μόνο δεν προσέφερε την απαραίτητη αντιπλημμυρική προστασία στην πόλη, αλλά σε αρκετά σημεία του ευνόησε τα πλημμυρικά φαινόμενα, έχοντας καταστρέψει φυσικά φράγματα και δημιουργώντας απορροές που κατεύθυναν το νερό μέσα στην πόλη.
Όπως εκθέτει στο βιβλίο της «Markets of Sorrow, Labors of Faith: New Orleans in the Wake of Katrina» η καθηγήτρια Ιατρικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, Βινκάν Άνταμς, εκτός από την υποστήριξη ενός συστήματος ροής νερού που αύξησε τη δυνητική ισχύ των φυσικών καταστροφών, οι αρχές αγνόησαν τις προειδοποιήσεις σχετικά με την ανεπάρκεια των αναχωμάτων.
Οι πλημμύρες στην πόλη από έναν άλλο τυφώνα το 1998 οδήγησαν σε επιστημονική επανεξέταση των αναχωμάτων της πόλης, η οποία βρήκε πως το σύστημα δεν θα μπορούσε να αντέξει την ισχύ ενός φαινομένου Κατηγορίας 2, πόσο μάλλον της Κατρίνα η οποία κατά τη στιγμή που έφτανε στη Νέα Ορλεάνη υποβαθμιζόταν από Κατηγορίας 5 σε Κατηγορίας 3. Όμως το Σώμα Μηχανικών του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, που έφτιαξε το σύστημα της Νέας Ορλεάνης και είναι υπεύθυνο για την κατασκευή αντίστοιχων έργων σε όλη την αμερικανική επικράτεια, αγνόησε τις προειδοποιήσεις. Στα επτά χρόνια που πέρασαν από το 1998 μέχρι τον τυφώνα Κατρίνα, εκπονήθηκε μεν μελέτη για ενίσχυση της αντιπλημμυρικής προστασίας, όμως η εφαρμογή της καθυστέρησε παραδειγματικά. Σύμφωνα με την Άνταμς, το Σώμα ήταν απασχολημένο να κατασκευάζει πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου στον κόλπο του Μεξικού για λογαριασμό εταιρειών ορυκτών καυσίμων.
Όπως αποδείχτηκε κατόπιν εορτής, πολλά από τα αναχώματα έσπασαν κάτω από τα θεωρητικά όρια αντοχής τους, ενώ κάποια ήταν χτισμένα με ακατάλληλα υλικά, επιρρεπή στη διάβρωση και την κατάρρευση.
Παράλληλα, στις μελέτες της καταστροφής αναδεικνύεται και ο ταξικός της χαρακτήρας (όπως και ο φυλετικός, καθώς αυτά συχνά πηγαίνουν μαζί στις ΗΠΑ). Τα πρώην έλη και οι βάλτοι που αποξηράνθηκαν τη δεκαετία του 1960, κατοικήθηκαν στη συνέχεια από τους φτωχότερους των κατοίκων της Νέας Ορλεάνης, στην πλειοψηφία τους Αφροαμερικανοί και Λατίνοι. Αυτές οι περιοχές ήταν και οι πιο επιρρεπείς σε πλημμυρικά φαινόμενα, αλλά και οι πιο υποβαθμισμένες από την άποψη των υποδομών — έτσι, υποβαθμισμένες, παρέμειναν και για τις υπόλοιπες δεκαετίες, καθώς η εργατική τάξη πάντοτε αφήνεται στην τύχη της προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Όταν το 2004 η Πολιτεία της Λουιζιάνα ζήτησε από τη FEMA την εκπόνηση ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση τυφώνα, η κυβέρνηση ενέκρινε με μεγάλο «ζόρι» μόλις 500.000 δολάρια, τα οποία μάλιστα δόθηκαν σε ιδιωτική εταιρεία. Όταν η εταιρεία αύξησε τον προϋπολογισμό του σχεδίου στο 1 εκ. δολάρια, η FEMA δήλωσε πως «τα χρήματα δεν υπάρχουν» και ο σχεδιασμός δεν έγινε ποτέ.
Αυτού του είδους η εκχώρηση υπηρεσιών σε ιδιωτικές εταιρείες, υπήρξε και μεγάλο κομμάτι της αντιμετώπισης της καταστροφής. Όταν η Κατρίνα πλησίαζε τη Νέα Ορλεάνη και ο δήμαρχος της πόλης διέταξε την εκκένωσή της, η πραγματοποίηση της εκκένωσης είχε εκχωρηθεί από τη FEMA στη γιγαντιαία αμερικανική πολυεθνική Halliburton. Έτσι, εθελοντές οδηγοί λεωφορείων και πλοιαρίων που παρουσιάστηκαν για να βοηθήσουν εκδιώχθηκαν, καθώς η δωρεάν συνδρομή τους δεν θα μπορούσε να χρεωθεί από την εταιρεία στην ομοσπονδιακή υπηρεσία. Όπως τονίζει η Άνταμς, ο ιδιωτικός κερδοσκοπικός χαρακτήρας της εκκένωσης άφησε πάνω από 50.000 ανθρώπους, στην πλειοψηφία τους από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα χωρίς πρόσβαση σε υπηρεσίες εκκένωσης. Τα ίδια αυτά κοινωνικά στρώματα ήταν και από τα λιγότερο ενημερωμένα για την επερχόμενη καταστροφή.
Το πλιάτσικο έπειτα από την καταστροφή είναι περισσότερο γνωστό. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε, πέρα από τις δράσεις πάμφθηνης εξαγοράς οικοπέδων και κατεστραμμένων σπιτιών, μερικές ακόμα πρωτοβουλίες συνεργασίας του ιδιωτικού με τον κρατικό τομέα για την εξαγωγή κέρδους από την καταστροφή. Για παράδειγμα, όπως γράφει η Κλάιν, το συμβόλαιο ανάσυρσης πτωμάτων από την πλημμυρισμένη Νέα Ορλεάνη δόθηκε από την Πολιτεία στην εταιρεία Service Corporation International, μέγα χρηματοδότη της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου Μπους. Η εταιρεία χρειάστηκε σχεδόν ένα χρόνο για να ολοκληρώσει την ανάσυρση και χρέωσε κατά μέσο όρο 12.500 δολάρια ανά θύμα. Εθελοντές απαγορεύτηκε να βοηθήσουν στην ανάσυρση, καθώς αυτό θα «έθιγε την εμπορική περιοχή» της εταιρείας.
Σε άλλο παράδειγμα, η «αποκατάσταση της τάξης» στην πόλη δόθηκε σε υπηρεσίες μισθοφόρων, όπως η διαβόητη Blackwater (γνωστή για τις δολοφονίες αμάχων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν) η οποία λάμβανε 250.000 δολάρια την ημέρα για τις υπηρεσίες της. Το ένα και μοναδικό δημόσιο νοσοκομείο της Νέας Ορλεάνης που δεν υπέστη σοβαρές ζημιές από τις πλημμύρες, εντούτοις διατάχθηκε να κλείσει ώστε να κερδοσκοπήσουν περισσότερο τα ιδιωτικά νοσοκομεία, με αποτέλεσμα τα φτωχότερα θύματα της καταστροφής να μην έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
Και φυσικά, η ιδιωτική κερδοσκοπία άφησε το στίγμα της στη Νέα Ορλεάνη για πολλά χρόνια. Οι όποιες αποζημιώσεις δόθηκαν άργησαν παραδειγματικά — το πολιτειακό πρόγραμμα Road Home, που δόθηκε κι αυτό σε ιδιωτική εταιρεία με 900 εκ. δολάρια δημόσιας χρηματοδότησης, είχε ενάμιση χρόνο έπειτα από την καταστροφή εγκρίνει μόλις 177 από τις σχεδόν 99.000 αιτήσεις για αποζημίωση. Και τέτοιου είδους αποζημιώσεις δίνονταν με βάση την αντικειμενική αξία των ακινήτων πριν την καταστροφή, κάτι που σήμαινε πως οι κάτοικοι των πλουσιότερων περιοχών λάμβαναν μεγαλύτερα ποσά για ίδιου τύπου καταστροφές από ό,τι οι (πλειοψηφικά μειονοτικοί) κάτοικοι των φτωχότερων περιοχών.
Ένας άλλος τομέας που επηρεάστηκε ήταν η εκπαίδευση: από τα 123 δημόσια σχολεία της Νέας Ορλεάνης πριν την Κατρίνα, το 2006 παρέμεναν μονάχα τέσσερα. Ο δήμος απέλυσε περισσότερους από 4.000 εκπαιδευτικούς, ελάχιστοι από τους οποίους επαναπροσλήφθηκαν με χαμηλότερους μισθούς από τα «charter schools» που επέλεξε το υπουργείο Παιδείας του Μπους να προωθήσει στην περιοχή — ιδιωτικά σχολεία, με δημόσια χρηματοδότηση.
Ντάνιελ, όπως Κατρίνα
Η κακοκαιρία Ντάνιελ, που έπληξε τον θεσσαλικό κάμπο, έχει διαφορές με τον τυφώνα Κατρίνα. Αφενός, o Ντάνιελ δεν ήταν τυφώνας, αλλά τα «άκρα» του σχηματισμού ενός παρόμοιου φαινομένου, ενός μεσογειακού τυφώνα (medicane) στη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Λιβύης. Αφετέρου, η Κατρίνα είχε μικρότερα ύψη βροχόπτωσης από αυτά που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ντάνιελ — κατά μέσο όρο μεταξύ 150 και 230 χιλιοστών, ενώ τα υψηλότερα ξεπέρασαν τα 300 χιλιοστά.
Όμως σε πολλά από τα πολιτικά στοιχεία της καταστροφής, μπορεί κανείς να βρει κοινά σημεία μεταξύ της Νέας Ορλεάνης και του θεσσαλικού κάμπου. Όπως εκεί, έτσι και εδώ τα διάφορα φράγματα, αναχώματα και αντιπλημμυρικά έργα ήταν κακοσχεδιασμένα ή φτιαγμένα ευκαιριακά για την εξυπηρέτηση συμφερόντων και συχνά κατασκευασμένα από κερδοσκόπους ιδιώτες με δημόσια χρηματοδότηση. Όπως στη Νέα Ορλεάνη, έτσι και στη Θεσσαλία υπήρξαν μελέτες και σχεδιασμοί που δεν εισακούστηκαν και δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Δεδομένων των πληθυσμιακών και γεωγραφικών διαφορών, οι φτωχότεροι πληθυσμοί προστατεύτηκαν λιγότερο. Στη Νέα Ορλεάνη ήταν αστικοί και ημιαστικοί πληθυσμοί Αφροαμερικανών και Λατίνων, στη Θεσσαλία ήταν τα χωριά με τους πλειοψηφικά γέροντες κατοίκους και οι μετανάστες εργάτες γης, που ειδοποιήθηκαν καθυστερημένα ή και καθόλου να εκκενώσουν ή να προστατευτούν — οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να κάνουν κανένα από τα δύο.
Και στην επόμενη ημέρα, οι ομοιότητες είναι ακόμα περισσότερες — ο κρατικός μηχανισμός απουσιάζει ή δρα ανοργάνωτα και καθυστερημένα. Η Ελλάδα δεν έχει το εύρος και το μέγεθος της αμερικανικής βιομηχανίας ιδιωτικών εργολαβιών, όμως ακόμα και στα πλαίσια του μεγέθους της χώρας, τα ιδιωτικά συμφέροντα είναι εδώ για να κερδοσκοπήσουν. Το κράτος, κεντρικό και τοπικό, νοίκιασε από ιδιωτικές εταιρείες ελικόπτερα και άλλα μέσα για τις διασώσεις. Εξαγγέλλει την απόδοση χρηματοδότησης για την αποκατάσταση σε εργολάβους, συχνά τους ίδιους που δεν παρέδωσαν ή παρέδωσαν ανεπαρκή και κακότεχνα αντιπλημμυρικά έργα. Στους πλημμυροπαθείς τάζει δάνεια, ώστε να κερδοσκοπήσουν στις πλάτες τους και τα ευαγή ιδρύματα των τραπεζών.
Δεν έχουμε στη χώρα ιδιωτικούς στρατούς μισθοφόρων, όμως η ΕΛ.ΑΣ. αποτελεί από μόνη της έναν μηχανισμό εξυπηρέτησης και προστασίας ιδιωτικών συμφερόντων και του πολιτικού προσωπικού που τα εξυπηρετεί. Το απέδειξε πλήρως επιτιθέμενη σε διαμαρτυρόμενους πλημμυροπαθείς και άλλους κατοίκους στη Λάρισα την Κυριακή.
Και, επειδή είναι ακόμα σχετικά νωρίς, το πλιάτσικο του «καπιταλισμού της καταστροφής» δεν έχει έρθει ακόμα σε όλο του μεγαλείο. Ήδη, βέβαια, οι τόσο δραστήριες στην Ελλάδα εισπρακτικές έχουν ξεκινήσει να ενοχλούν τους πλημμυροπαθείς. Όμως για την επόμενη «ημέρα» θα πρέπει να αναμένουμε ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση καλλιεργήσιμης γης στα χέρια μεγαλοτσιφλικάδων και διάφορων εταιρειών. Οι μικροί αγρότες του θεσσαλικού κάμπου θα σταθούν ανήμποροι να ξαναχτίσουν το βιός τους με τις πενιχρές αποζημιώσεις και τον δανεισμό, και τα χωριά θα ερημώσουν ακόμα περισσότερο. Δεν είναι απίθανο να προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα η κυβέρνηση και κάποιο από τα αμερικανικά σχέδια μερικής ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, κάτι που είχε ξεκινήσει να κάνει με τα «voucher» ήδη πριν την καταστροφή.
Το κεφάλαιο του «καπιταλισμού της καταστροφής» είναι από καιρό έτοιμο να πέσει σαν όρνεο στο κουφάρι του θεσσαλικού κάμπου, όπως κάνει σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη πλήττεται από καταστροφή — είτε τη δημιουργεί το ίδιο είτε όχι.