Παραφροσύνη είναι το γεγονός ότι στην ευρωπαϊκή ήπειρο το 62% των σιτηρών της χρησιμοποιείται για ζωοτροφή και μόλις το 23% για ανθρώπινη κατανάλωση. Και είναι απόλυτα ανήθικη η επένδυση στον φόβο των πολιτών από μια χούφτα πολυεθνικών των τροφίμων και των κολοσσών των αγροχημικών προκειμένου να κερδοσκοπήσουν απαιτώντας αύξηση της παραγωγής και χαλάρωση των κανονισμών της Ε.Ε. για τη χρήση μεταλλαγμένων και φυτοφαρμάκων.
Οπως εξωφρενικό είναι το γεγονός ότι η πρωτογενής παραγωγή της χώρας μας απουσιάζει εξ ολοκλήρου από τα σχέδια της κυβέρνησης. Εκτός αν θεωρηθεί ότι η συνεργασία με τη Μαλαισία για εισαγωγή φοινικέλαιου στην Ελλάδα, που παράγει ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο, συνιστά μια καινοτόμα πολιτική για τη διατροφική επάρκεια της χώρας.
«Το Ελληνικό αγροδιατροφικό σύστημα εξαρτάται από εισροές, επηρεάζεται από εξωτερικά πλήγματα και χρήζει επειγόντως επανεξέτασης», υπογραμμίζει η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, ακτιβιστές της οποίας πραγματοποίησαν στις 27 Ιουνίου δράση διαμαρτυρίας στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ευχαριστώντας τον υπουργό για την πλήρη αδιαφορία που δείχνει στα θέματα του υπουργείου του. Παρέδωσαν δε «ευχαριστήρια κάρτα» με τυπωμένο μήνυμα: «Αγαπητέ υπουργέ, σας ευχαριστούμε που αντί για τροφή μάς ταΐζετε φόβο, κερδοσκοπία και αδιαφορία».
Υπουργείο ολιστικής αδιαφορίας
Στις αρχές Ιουνίου ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Γ. Γεωργαντάς, σε χαιρετισμό που απηύθυνε στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κάλεσε τα μέλη του συνδέσμου να «αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που γεννά η κρίση για να διεκδικήσουμε, ως χώρα, μεγαλύτερο μερίδιο για τα προϊόντα μας στις διεθνείς αγορές» επισημαίνοντας παράλληλα ότι «ο κλάδος της αγροδιατροφής μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και να προσελκύσει πολλές ξένες επενδύσεις».
Οι χαρούμενες αποστροφές του υπουργού για εξαγωγές και διεθνείς αγορές βρίσκονται σε απόλυτη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα και την απελπισία που βιώνουν παραγωγοί και καταναλωτές στη χώρα. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ή υπουργείο ολιστικής αδιαφορίας, όπως το αποκαλεί η Greenpeace, δεν έχει μπει στον κόπο να επεξεργαστεί κάποιο σχέδιο Αγροτικής Πολιτικής για στήριξη και ενίσχυση της ελληνικής γεωργίας εν μέσω κρίσης.
Σε επιστολή που απέστειλε προς το υπουργείο Aγροτικής Aνάπτυξης στις 9 Ιουνίου η υπεύθυνη της εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία Ελενα Δάναλη επισήμαινε τα εξής: «Ηδη βιώνουμε εξωφρενική εκτόξευση των τιμών τροφίμων και απειλούμαστε με σοβαρότατες ελλείψεις σε βασικά είδη, όπως σιτηρά και ζωοτροφές. Η αναταραχή αυτή, ακριβώς όπως συνέβη στην πανδημία Covid, φανερώνει πόσο άδικο, παράλογο και ευάλωτο είναι το αγροδιατροφικό μας σύστημα που εξαρτάται από εισαγωγές, λιπάσματα και ορυκτό αέριο και δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε κανέναν από τους βασικούς του στόχους: Δεν παρέχει επαρκή, θρεπτική, υγιεινή τροφή προσιτής τιμής σε κάθε πολίτη, δεν διασφαλίζει δίκαιο σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς, ειδικά σε όσους παράγουν με αγροοικολογικές μεθόδους και δεν εξασφαλίζει διατροφική κυριαρχία στη χώρα, ούτε ανθεκτικότητα της ελληνικής γεωργίας. Απαιτούνται επείγουσες και τολμηρές πολιτικές αποφάσεις που θα αναγνωρίσουν την κρισιμότητα του αγροδιατροφικού τομέα και θα τον τοποθετήσουν στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής»…
Πώς αλήθεια αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τις τολμηρές πολιτικές αποφάσεις;
Η πρώτη «καινοτόμα» παρέμβαση του υπουργείου ήταν η συμφωνία με τη Μαλαισία για εισαγωγή φοινικέλαιου στη χώρα. Τώρα το αν το φοινικέλαιο είναι επικίνδυνο για την υγεία, αφού η σύνθεσή του μοιάζει περισσότερο με εκείνη του ζωικού λίπους με αποτέλεσμα να είναι πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά οξέα ευνοώντας την ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων, την αύξηση του επιπέδου χοληστερόλης στο αίμα, ορισμένους τύπους καρκίνου, τον διαβήτη και άλλες χρόνιες ασθένειες, δεν απασχολεί. Οπως επίσης δεν απασχολεί το γεγονός ότι η καλλιέργειά του καταστρέφει το κλίμα και αποψιλώνει αναντικατάστατα δάση της Ασίας.
Η δεύτερη «ρηξικέλευθη» παρέμβαση του υπουργείου αφορά την ανακοίνωση για την καλλιέργεια ηλίανθου σε χωράφια που βρίσκονται σε αγρανάπαυση!
Παράλληλα σχεδόν ανύπαρκτος παραμένει ο αγροδιατροφικός τομέας στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ενώ η νέα ΚΑΠ στην οποία το υπουργείο επιμένει να στηρίζεται «είναι σχεδιασμένη με τρόπο που δεν εξυπηρετεί εθνική στρατηγική βιώσιμης γεωργίας, καθώς δεν προστατεύει το μέλλον των μικρών παραγωγών βιώσιμων μεθόδων ούτε προωθεί μοντέλα βιώσιμης κατανάλωσης όπως η μεσογειακή διατροφή.
Αντίθετα καταστρέφει τους μικρούς παραγωγούς της χώρας και προωθεί την εντατική γεωργική καλλιέργεια», υπογράμμιζε σε μια ακόμη επιστολή της η Greenpeace προς τον πρώην υπουργό Αγροτικής Πολιτικής Σπήλιο Λιβανό τον περασμένο Μάιο. Η ίδια αδιαφορία για τον αγροδιατροφικό τομέα αποτυπώθηκε από την κυβέρνηση και στην πρόσφατη ψήφιση του κλιματικού νόμου «παρόλο που είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένη η συσχέτιση της τροφής με την υγεία μας και της γεωργίας με την αναχαίτιση ή επιδείνωση της κλιματική κρίσης», όπως σημειώνει η περιβαλλοντική οργάνωση.
Ολα λάθος
«Το μοναδικό αγροτικό μοντέλο που μπορεί να εγγυηθεί διατροφική επάρκεια και ασφάλεια είναι η δίκαιη, βιώσιμη και ανθεκτική γεωργία που στρέφεται σε τοπικά και διαφοροποιημένα αγροδιατροφικά μοντέλα με έμφαση στην εγχώρια παραγωγή» υπογραμμίζεται από την Greenpeace.
Και αυτό καθώς, όπως σημειώνεται, «δεν χρειαζόμαστε περισσότερη γεωργία που παράγει περισσότερη τροφή με λάθους τρόπους σε πλήρη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα, μεταλλαγμένα, μονοκαλλιέργειες και εντατικοποίηση. Η Ε.Ε. παράγει μεγάλες ποσότητες από λάθος πράγματα με λάθος μεθόδους. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μόλις το 23% των σιτηρών που καλλιεργούνται προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Με την ίδια λογική το 71% της αγροτικής έκτασης στην Ε.Ε. χρησιμοποιείται για παραγωγή ζωοτροφής. Ομως επειδή η ευρωπαϊκή γη δεν αρκεί για τον σκοπό αυτό εισάγουμε σόγια, η καλλιέργεια της οποίας απαιτεί και άλλη γη, εκτός συνόρων, σε έκταση που υπολογίζεται ότι είναι όση καταλαμβάνουν Αυστρία και Βέλγιο μαζί».
Οπως δηλώνει στις «Νησίδες» η κ. Δάναλη, «η Greenpeace έχει καταθέσει τις προτάσεις της για χάραξη ευρωπαϊκής διατροφικής πολιτικής ενώ σε ό,τι αφορά την Ελλάδα οι προτάσεις στηρίζονται σε τέσσερις βασικούς άξονες.
Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και έμφαση σε παραγωγούς που έχουν επιλέξει βιώσιμες γεωργικές πρακτικές βασικών ειδών διατροφής, όπως βιολογική γεωργία, ντόπιες ποικιλίες, καθώς και ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά για ζωοτροφή και εξασφάλιση της πρόσβασής τους στην ελληνική αγορά». Οπως διευκρινίζει η κ. Δάναλη «αντί να εισάγουμε τη μεταλλαγμένη και πανάκριβη σόγια που καταστρέφει τον Αμαζόνιο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κτηνοτροφικά πρωτεϊνούχα φυτά που θα παρέχουν αυτάρκεια στον κτηνοτροφικό τομέα της χώρας και έσοδα στην εγχώρια οικονομία.
Συγκαταλέγονται επίσης στις εύκολες καλλιέργειες με χαμηλό κόστος παραγωγής, αφού έχουν μηδαμινές απαιτήσεις σε λίπανση, σε αντιμετώπιση ασθενειών και άλλες φροντίδες καλλιέργειας, ενώ λειτουργούν ως φυσικό λίπασμα τόσο για την ίδια την καλλιέργειά τους όσο και για τις μετέπειτα σπορές». Μεταξύ των κτηνοτροφικών φυτών είναι το μπιζέλι, το λούπινο, το ρεβίθι, το κουκί. «Στην πραγματικότητα», θα προσθέσει η υπεύθυνη για τη βιώσιμη γεωργία της Greenpeace, «οι παραγωγοί που έχουν επιλέξει βιώσιμες γεωργικές πρακτικές παραμένουν αόρατοι για το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Ούτε κίνητρα, ούτε ημερίδες και σεμινάρια για την ενημέρωση και οργάνωσή τους».
Παράλληλα απαιτείται η προώθηση ενός διαφορετικού διατροφικού μοντέλου που θα βασίζεται στη μεσογειακή διατροφή που όπως έχει αποδειχθεί από πολλές μελέτες προσφέρει σημαντικά οφέλη στην ανθρώπινη υγεία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος και των γαλακτομικών προϊόντων προκειμένου να δοθεί έμφαση στην αύξηση της κατανάλωσης οσπρίων και εποχικών τοπικών φρούτων και λαχανικών.
Η έμπρακτη υποστήριξη της πολιτείας προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε με ευκολία να εκφραστεί με τη μείωση των φόρων σε αυτά τα προϊόντα και την προώθηση του υγιεινού διατροφικού μοντέλου τόσο επικοινωνιακά όσο και μέσω των δημόσιων συμβάσεων και υπηρεσιών τροφοδοσίας. Οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, καταναλώνουν τη διπλάσια ποσότητα κρέατος από τον παγκόσμιο μέσο όρο κάτι που απαιτεί αχανείς καλλιεργήσιμες εκτάσεις και εισαγόμενες ζωοτροφές.
Ενας άλλος άξονας αφορά στη σταδιακή απεξάρτηση από τα συνθετικά λιπάσματα που προβλέπεται από την ευρωπαϊκή στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο»… Μέτρα που προωθούν χλωρή λίπανση, χρήση ακατέργαστων ορυκτών πετρωμάτων, κομποστοποίηση και χρήση αστικών οικιακών αποβλήτων, ενίσχυση δημιουργίας συνεταιριστικών μονάδων κομποστοποίησης κοντά σε δραστηριότητες που παράγουν φυτικά υπολείμματα για να καλυφθούν οι ανάγκες θρέψης του εδάφους.
Η απεξάρτηση από τα λιπάσματα έχει τεθεί ως στόχος από την Ε.Ε. «για τη μείωση των απωλειών θρεπτικών ουσιών τουλάχιστον κατά 50% με παράλληλη διασφάλιση της γονιμότητας του εδάφους. Ετσι θα μειωθεί η χρήση λιπασμάτων κατά 20% έως το 2030». Τέλος ζητείται η στήριξη για ενδυνάμωση των ευρωπαϊκών αγροτικών πολιτικών, καθώς το αγροχημικό λόμπι, εκμεταλλευόμενο τον πόλεμο και καλλιεργώντας τον φόβο για τη δική του κερδοφορία, πιέζει για ανάκληση μέτρων περιβαλλοντικής και διατροφικής ευαισθητοποίησης.
Οι προτάσεις κατατέθηκαν και το υπουργείο σιώπησε εκκωφαντικά. Η αλήθεια είναι ότι ούτε στο πιο ευφάνταστο σενάριο μας η κυβέρνηση αυτή θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με ισχυρά λόμπι και την οικονομική ελίτ. Γιατί έκαστος εφ’ ω ετάχθη…
Το ισχυρό λόμπι
Σε όλο και λιγότερα χέρια συγκεντρώνεται το βιομηχανικό αγροδιατροφικό μοντέλο. Ετσι οι παγκόσμιες αγορές κυριαρχούνται από μικρό αριθμό πολυεθνικών που καθορίζουν όχι μόνο το είδος των τροφίμων που παράγεται αλλά και το πώς παράγονται και διανέμονται. Παγκοσμίως σε 570 εκατομμύρια παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και σε 7,2 δισεκατομμύρια καταναλωτών μόλις τέσσερις έμποροι διακινητές αγροτικών προϊόντων ελέγχουν το 75% του εμπορίου βασικών προϊόντων (ADM, Bunge, Cargill, Dreyfus – οι big 4)
Σύμφωνα με στοιχεία του 2011 μόλις 6 εταιρείες ελέγχουν το 66% των παγκόσμιων πωλήσεων σπόρων και έξι εταιρείες το 76% των παγκόσμιων πωλήσεων αγροχημικών.
Τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το 99% του παγκόσμιου κλάδου εκτροφής κοτόπουλων, ενώ δέκα εταιρείες επεξεργασίας τροφίμων ελέγχουν το 28% της παγκόσμιας αγοράς. Στην Ε.Ε. μόνο δέκα εταιρείες λιανικού εμπορίου ελέγχουν το 30,7% των πωλήσεων τροφίμων.
Το αγροδιατροφικό και χημικό λόμπι επανέρχεται δριμύτερο τώρα απαιτώντας περισσότερες εντατικές καλλιέργειες σε εδάφη που βρίσκονται σε καθεστώς παύσης καλλιέργειας για την προστασία της φύσης και χαλάρωση των κανονισμών της Ε.Ε. για τη χρήση μεταλλαγμένων και φυτοφαρμάκων, με τον Πολωνό επίτροπο Γεωργίας Γ. Βοϊτσεχόφσκι να τείνει ευήκοα ώτα προκαλώντας την έντονη αντίδραση περιβαλλοντικών οργανώσεων. Γιατί όταν η διατροφή μας υπόκειται στον έλεγχο των πολυεθνικών τότε σημαίνει ότι προτεραιότητα είναι η αύξηση του κέρδους και όχι η ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή των πολιτών. Εξάλλου η πανδημία του Covid απέδειξε πόσο επικίνδυνο είναι να αφήνουμε τον έλεγχο της διατροφής μας στις εταιρείες..