Μια οπτική σαν νυστερι.
Καιρός για επεμβατική χειρουργικη …
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *
Είναι αρκετό να κοιτάξει κανείς τους ψυχρούς δείκτες για να καταλάβει ότι η χώρα δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση, αλλά σε φάση υπαρξιακής εξάντλησης.
Δημογραφική κατάρρευση. Παραγωγική απονέκρωση. Δημόσιο χρέος χωρίς ορίζοντα. Πανευρωπαϊκές «πρωτιές» στο στρες, στην κατάθλιψη και στην κατανάλωση ψυχοφαρμάκων. Υγεία και Παιδεία σε διαρκή υποχώρηση.
Όλα δείχνουν ότι δεν ζούμε απλώς μια δύσκολη περίοδο, αλλά ίσως τις τελευταίες συλλογικές μέρες μιας χώρας που αδειάζει από νόημα, συνοχή και μέλλον.
Ίσως εκείνο το χυδαία ναρκισσιστικό σύνθημα «να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς» να μην ήταν υπερβολή, αλλά μια προφητεία που αδιόρατα εκπληρώνεται κάτω απ’ την μύτη μας.
Η Ελλάδα μοιάζει πιασμένη σε ένα αραχνοειδές πλέγμα ξένων και ντόπιων παρασιτικών συμφερόντων. Ένα πλέγμα που εδώ και δεκαετίες -ή ίσως από την ίδια την ιδρυτική της πράξη- απομυζά συστηματικά τον τόπο. Και το μεδούλι έχει σχεδόν φαγωθεί.
Όχι μόνο οικονομικά, αλλά θεσμικά, κοινωνικά, ψυχικά.
Κάθε φορά που ο λαός μας επιχείρησε, σε στιγμές απόγνωσης, να σπάσει αυτό το δίχτυ, οι προσπάθειες έμεναν λειψές, ανολοκλήρωτες ή οδηγούσαν σε νέα αδιέξοδα.
Από το 1821 και τους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Καταστροφή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, το Πολυτεχνείο, τα Μνημόνια και το 2015, ένα νήμα διατρέχει την ιστορία μας: το τραύμα της ματαίωσης.
Τα μεγάλα αιτήματα του ελληνικού λαού, η Εθνική Ανεξαρτησία απέναντι σε καθεστώτα εξάρτησης, η Δημοκρατία παντού και όχι μόνο στις κάλπες, η Κοινωνική Συνοχή και η Δικαιοσύνη, με μια κουβέντα η αξιοβίωτη ζωή στην Ελλάδα, παραμένουν πεισματικά ανεκπλήρωτα.
Και τότε τίθεται το σκληρό ερώτημα: τι έχει αυτή η χώρα που να την εξαιρεί από τη μοίρα τόσων άλλων πολιτισμών που γεννήθηκαν, ακμάσαν, παρακμάσαν και τελικά χάθηκαν, αφήνοντας πίσω τους μόνο ερείπια, μουσεία και υποσημειώσεις στα βιβλία της Ιστορίας;
Τι μας διαφοροποιεί από τους Ασσυρίους, για παράδειγμα, ή από κάθε άλλη κοινωνία που δεν άντεξε το βάρος της παρακμής;
Εδώ ακριβώς εισέρχεται το Κίνημα των Τεμπών.
Όχι ως ακόμη μία διαμαρτυρία.
Όχι ως ένα ξέσπασμα πένθους που θα ξεχαστεί.
Αλλά ως υπαρξιακό ρήγμα.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, το τραύμα δεν ιδιωτικοποιείται, δεν απορροφάται από κόμματα, δεν «διαχειρίζεται». Αντίθετα, μετατρέπεται σε ηθική αξίωση.
Τα Τέμπη δεν αποκάλυψαν απλώς ένα έγκλημα.
Αποκάλυψαν ξανά το σύστημα και τις παρασιτικές λειτουργίες του, επαναφέροντας με δραματικό τρόπο τα ίδια παλιά συλλογικά μας αιτήματα-μάλλον για τελευταία φορά στην μακρόχρονη Ιστορία μας.
Ο Καραϊσκάκης αγκαλιά με τον Άρη, μας στέλνουν, με μεταφυσικό τρόπο, το ίδιο “μπουγιουρντί”: «Τι θα κάνετε τελικά ρε μαλάκες με τον Τόπο, τις ζωές και τις ζωές των παιδιών σας!».
Και γι’ αυτό το Κίνημα των Τεμπών είναι η τελευταία ευκαιρία. Όχι για μια κυβερνητική εναλλαγή.
Αλλά για μια ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ, όχι ως σύνθημα, ούτε αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, αλλά ως μια υπαρξιακή, πολιτική και πολιτισμική διαδικασία που συντελείται όταν μια κοινωνία που έχει χάσει τον λόγο ύπαρξής της, ξαναβρίσκει το “γιατί” πριν από το “πώς”.
Επανίδρυση νοήματος ως αποκατάσταση της σχέσης μιας κοινωνίας με την αξία της ίδιας της ζωής της, της ιστορίας της και του μέλλοντός της.
Επανίδρυση νοήματος όπου η ζωή προηγείται της διαχείρισης, η ηθική επιστρέφει ως πολιτικό κριτήριο, η πολιτική επιστρέφει στον άνθρωπο (και όχι στους ρόλους), το Ιερό αποκαθίσταται χωρίς φανατισμό, η εμπιστοσύνη στη συλλογικότητα επιστρέφει και βεβαιώνεται και η κοινωνία ξαναβρίσκει τον λόγο να συνεχίσει να υπάρχει μαζί.
Αν και αυτό το τραύμα κανονικοποιηθεί, αν και αυτή η οργή διαλυθεί ή απορροφηθεί από τους συστημικούς απορροφητήρες, αν και αυτή η ηθική κραυγή μετατραπεί σε άλλη μία υποσημείωση, τότε η χώρα πιθανότατα δεν θα έχει άλλη ιστορική στιγμή να κρατηθεί.
Όχι γιατί δεν θα υπάρχουν προβλήματα.
Αλλά γιατί δεν θα υπάρχει πια λαός που να πιστεύει ότι αξίζει να υπάρξει ως συλλογικό υποκείμενο.
σχεδόν όλα τα αποθέματα νοήματος, εμπιστοσύνης και κοινωνικής συνοχής. Οι δείκτες που αναφέρθηκαν αλλά και η ψυχική εξουθένωση της κοινωνίας μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για αποτυχημένες απόπειρες, μισές ρήξεις και ασφαλείς υπαναχωρήσεις.
Γι’ αυτό και είναι κρίσιμη η ευθύνη όλων μας στο πως θα σταθούμε στο ύψος μιας τέτοιας ιστορικής μετάβασης χωρίς να παραδώσουμε την τελευταία αυτή ρωγμή σε λογικές ενσωμάτωσης, υποκειμενισμού, φόβου ή μικρού πολιτικού υπολογισμού.
Σε τέτοιες στιγμές, η Ιστορία δεν συγχωρεί τη δειλία ούτε την αφέλεια. Αν αυτή η ευκαιρία χαθεί, δεν θα υπάρξει εύκολα άλλη -όχι γιατί ο λαός δεν θα πονέσει ξανά, ούτε γιατί θα πάψει οριστικά να πιστεύει ότι έχει νόημα να αντισταθεί, αλλά γιατί τότε δεν θα υπάρχει Λαός – με την έννοια του πολιτικού υποκειμένου. Και τότε η ήττα δεν θα είναι πολιτική, θα είναι υπαρξιακή και τελεσίδικη.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν εγγυάται τη σωτηρία.
Αλλά είναι ίσως το τελευταίο σημείο όπου η Ιστορία μάς κοιτάζει κατάματα και μας ρωτά:
Θέλετε ακόμη να υπάρχετε συλλογικά;
Ή απλώς να επιβιώνετε ατομικά, πάνω στα ερείπια ενός τόπου που έχει πεθάνει;
Αν χαθεί κι αυτή η στιγμή, η απάντηση θα έχει δοθεί σιωπηλά.