Ανάλυση της Wall Street Journal για το τέλος του κλιματικού πανικού και την επιστροφή στην οικονομική πραγματικότητα
Μέχρι πρόσφατα, η κλιματική κρίση παρουσιαζόταν ως η απόλυτη, υπαρξιακή απειλή για τον πλανήτη. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, οργανισμοί μιλούσαν για ελάχιστο χρόνο που απομένει, για καταστροφικές συνέπειες και για ανάγκη άμεσης δράσης.
Σήμερα, ωστόσο, η ένταση αυτής της ρητορικής έχει εμφανώς μειωθεί. Όχι επειδή άλλαξαν τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά επειδή άλλαξε η πολιτική προτεραιότητα.
Από τον κλιματικό συναγερμό στη σιωπή
Σε ανάλυσή της η Wall Street Journal επισημαίνει μια εντυπωσιακή μετατόπιση. Πρόσωπα που ταυτίστηκαν δημόσια με την κλιματική ατζέντα, σήμερα εμφανίζονται πιο επιφυλακτικά ή αλλάζουν γραμμή.
Ο Μπιλ Γκέιτς, που το 2021 προειδοποιούσε ότι ο ισημερινός θα γίνει μη κατοικήσιμος, πλέον σημειώνει ότι η κλιματική αλλαγή δεν απειλεί τον ίδιο τον πολιτισμό.
Ο Μαρκ Κάρνεϊ, άλλοτε ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για το κλίμα, ως πρωθυπουργός του Καναδά κατήργησε τον φόρο άνθρακα για τους καταναλωτές και ενέκρινε νέο μεγάλο αγωγό. Αντίστοιχα, πολιτικές φιλοδοξίες που κάποτε είχαν στο επίκεντρο το κλίμα, σήμερα το αφήνουν εκτός κάδρου.
Η πολιτική πραγματικότητα της ακρίβειας
Σύμφωνα με τη WSJ, η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται σε επιστημονική αναθεώρηση, αλλά σε πολιτικό ρεαλισμό. Η κλιματική ατζέντα κατάφερε να πείσει τις κοινωνίες για τη σοβαρότητα του προβλήματος, όχι όμως και για το κόστος των λύσεων.
Μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και οι τιμές της ενέργειας κυριάρχησαν. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η σημασία που αποδίδουν οι πολίτες στο κλίμα έχει μειωθεί δραστικά, ενώ η ακρίβεια αναδεικνύεται στο κυρίαρχο ζήτημα.
Η σύγκρουση, όπως τη συνοψίζει η εφημερίδα, είναι σαφής: το κλίμα συγκρούστηκε με το κόστος ζωής— και το δεύτερο νίκησε.
Οι εκπομπές ρύπων μειώνονται παρά την πολιτική υποχώρηση
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης είναι ότι η πολιτική μετατόπιση δεν συνεπάγεται απαραίτητα περιβαλλοντική κατάρρευση. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα, μειώνονται εδώ και δεκαετίες, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο ή στις άλλες κυβερνήσεις.
Η εξάπλωση του φυσικού αερίου, η πτώση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών και η πρόοδος στην αποθήκευση ενέργειας έχουν αποδειχθεί πιο καθοριστικοί παράγοντες από τις εκάστοτε πολιτικές εξαγγελίες.
Από την καταστροφολογία στον κλιματικό ρεαλισμό
Η WSJ υποστηρίζει ότι η υποχώρηση του κλιματικού πανικού άνοιξε τον δρόμο για έναν πιο ρεαλιστικό διάλογο.
Οι πιο ακραίες προβλέψεις — για άνοδο της θερμοκρασίας άνω των 4 βαθμών — έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ οι νεότερες εκτιμήσεις μιλούν για αύξηση 2,3 έως 2,5 βαθμών μέχρι το τέλος του αιώνα: σοβαρή, αλλά όχι αποκαλυπτική.
Το επίκεντρο, σύμφωνα με την ανάλυση, μετατοπίζεται πλέον στην καινοτομία και στη σταδιακή εμπορευματοποίηση τεχνολογιών όπως η δέσμευση άνθρακα, η πυρηνική ενέργεια νέας γενιάς, η γεωθερμία και το υδρογόνο.
Ο κίνδυνος του αντίθετου άκρου
Η εφημερίδα προειδοποιεί, ωστόσο, και για τον αντίθετο κίνδυνο: η απομάκρυνση από τον κλιματικό ακτιβισμό δεν πρέπει να μετατραπεί σε ιδεολογική εχθρότητα προς τις ανανεώσιμες πηγές, ιδίως όταν αυτές είναι οικονομικά ανταγωνιστικές.
Η εγκατάλειψη ενός δογματισμού δεν εγγυάται αυτομάτως ορθολογική πολιτική.
Η κλιματική κρίση, καταλήγει η Wall Street Journal, δεν έχει εξαφανιστεί. Απλώς έχασε την πρωτοκαθεδρία της στην πολιτική ατζέντα από την ακρίβεια και το κόστος ζωής. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η επιστροφή στον πανικό, αλλά η χάραξη πολιτικών που θα μειώνουν τις εκπομπές χωρίς να τιμωρούν την κοινωνία — γιατί μόνο αυτές έχουν πιθανότητες να αντέξουν στον χρόνο.