Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Πτωχεύσεις και ακρίβεια: Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια «τέλεια καταιγίδα»

«Εργάζομαι εδώ 39 ολόκληρα χρόνια και αυτή είναι η τελευταία μου μέρα στη δουλειά. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν», λέει ο Μπερντ, εργαζόμενος στην «Werkzeugbau Laichingen».

Μια εταιρεία με ζωή 130 ετών, η οποία μπορεί να άντεξε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τον Ψυχρό Πόλεμο και την πετρελαϊκή κρίση του ’70, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη κρίση που μαστίζει σήμερα τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.

 

Η εταιρεία ήταν ειδικευμένη στην κατασκευή μηχανημάτων μεταλλουργίας για την αυτοκινητοβιομηχανία και απασχολούσε 100 εργαζόμενους. «Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αναγκαζόμασταν να ακυρώνουμε παραγγελίες  λόγω υπερβολικής δουλειάς, αλλά τώρα όλα τελείωσαν», προσθέτει  απογοητευμένος ο Μπερντ, καθώς πρέπει να αποχαιρετήσει την εταιρεία, η οποία έχει κηρυχθεί σε πτώχευση  αδυνατώντας να αποπληρώσει τα χρέη της.

Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο DIHK, αυτό που συνέβη στην ιστορική εταιρεία του Λάιχινγκεν το βίωσαν τουλάχιστον 22.000 μικρές, μεσαίες και μεγάλες εταιρείες σε όλη τη Γερμανία, το 2025 και πάνω από 280.000 άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Παντού, χωρίς περιφερειακές διακρίσεις – Ανατολή, Δύση, Βορρά και Νότο – η οικονομική και βιομηχανική κρίση πλήττει ανελέητα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Το φαινόμενο ντόμινο έχει πλήξει τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις μηχανολογικές και τις χαλυβουργικές βιομηχανίες.

Δεν εξομαλύνεται η κρίση

Η κρίση στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία φαίνεται να μην εξομαλύνεται άμεσα, με τη Γερμανία να βρίσκεται στο επίκεντρο των πιέσεων. Μαζικές απολύσεις, συρρίκνωση παραγγελιών και αυστηρότερες οικονομικές συνθήκες ,δημιουργούν ένα περιβάλλον που δοκιμάζει ακόμη και τις πιο παραδοσιακές βιομηχανίες.

Για παράδειγμα, η κατάσταση στην βιομηχανική περιοχή της Στουτγάρδης είναι δραματική: εκατοντάδες πτωχεύσεις, χιλιάδες άνεργοι. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αυτή ήταν μια από τις πλουσιότερες και πιο παραγωγικές περιοχές στη Γερμανία και την Ευρώπη».

Αύξηση 23% των πτωχεύσεων

Οι πτωχεύσεις έχουν αυξηθεί 23% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο αντίκτυπος στην οικονομία είναι σημαντικός: οι ζημίες που προκύπτουν από τα επισφαλή χρέη των υπό πτώχευση εταιρειών υπερβαίνουν τα 57 δισεκατομμύρια ευρώ. Αναλυτές και οικονομολόγοι κάνουν λόγο για την «τέλεια καταιγίδα»: Όπως λένε παράγοντες της αγοράς, «οι κύριες αιτίες της άνθησης των πτωχεύσεων είναι η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, η ασφυκτική γραφειοκρατία και η κατάρρευση της παγκόσμιας ζήτησης».

Σε αυτά προστίθεται ο ανταγωνισμός από την Άπω Ανατολή, ιδίως την Κίνα, ο εμπορικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η «Πράσινη Συμφωνία», η οποία τιμωρεί την παραδοσιακή γερμανική βιομηχανία, ιδίως τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, του χάλυβα και των ανταλλακτικών. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη εγχώριων και ξένων επενδύσεων.

«Σε σύγκριση με πριν από λίγα χρόνια, είναι πολύ πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθεί ένας Γερμανός ή ξένος επενδυτής πρόθυμος να διασώσει ή να βοηθήσει μια γερμανική εταιρεία που αντιμετωπίζει δυσκολίες», λένε οι ίδιες πηγές

Ενατο τρίμηνο χωρίς ανάκαμψη

Ενα φαινόμενο ντόμινο έχει προκληθεί, ιδιαίτερα στους στους μεγάλους γίγαντες της αυτοκινητοβιομηχανίας, Volkswagen, Mercedes-Benz και Porsche, στη συνέχεια στους γίγαντες των εξαρτημάτων, Bosch και ZF, και τέλος σε όλους τους σχετικούς κλάδους. Μόνο στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, χάθηκαν σχεδόν 50.000 θέσεις εργασίας σε ένα χρόνο.

Η εταιρεία κατασκευής φορτηγών και λεωφορείων MAN, ανακοίνωσε τελευταία, μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 2.300 άτομα. Αλλά και οι κλινικές και τα νοσοκομεία έχουν επίσης αντιμετωπίσει λουκέτα και πτωχεύσεις. Οι τομείς της μεταποίησης και των τροφίμων εξακολουθούν να παραμένουν σταθεροί.

Η εστίαση είναι στις νέες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση, αλλά ο μετασχηματισμός που λαχταρά η οικονομία και υπόσχονται οι πολιτικοί, δεν έχει φτάσει. «Σε ορισμένους τομείς, βρισκόμαστε στο ένατο συνεχόμενο τρίμηνο χωρίς σημάδια ανάπτυξης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εφαρμόσουν επείγουσες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στην κοινωνική ασφάλιση. Διαφορετικά, το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται, ειδικά για εταιρείες με μεγάλο εργατικό δυναμικό», τονίζει ο Ντινκ Φόκερ Τράιερ, επικεφαλής αναλυτής στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο .

Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Πήτερ Λάιμπιγκερ,  πρόεδρος της BDI, της ομοσπονδίας γερμανικών βιομηχανιών, είχε εκπέμψει ίσως τον πιο ανησυχητικό συναγερμό από όλους: «Η γερμανική οικονομία βιώνει τη βαθύτερη κρίση της από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, αλλά η κυβέρνηση δεν αντιδρά αρκετά αποφασιστικά», τόνισε.

Ο διάσημος οικονομολόγος Μάρτσελ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), προσπαθεί πάντως να εμπνεύσει λίγη αισιοδοξία: «Οι πτωχεύσεις δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς ως τραγωδία, αλλά ως απαραίτητο εργαλείο για οικονομική ανανέωση και δυναμισμό», λέει.

Το 64% των απολαβών για στέγαση και τρόφιμα

Μόνο που η δραματική αυτή κατάσταση έχει άμεση αντανάκλαση και στα νοικοκυριά. Σύμφωνα με μελέτη της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis), τα νοικοκυριά στη Γερμανία ξοδεύουν περισσότερο το 64% των χρημάτων τους σε στέγαση και τρόφιμα. Εάν το καθαρό εισόδημα είναι κάτω από 1300 ευρώ, το κόστος διαβίωσης καταναλώνει ακόμη μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους.

Τα δεδομένα προέρχονται από την Ερευνα Εισοδήματος και Εξόδων (EVS), η οποία διεξάγεται κάθε πέντε χρόνια. Στην φετινή έρευνα μετείχαν περίπου 54.000 ιδιωτικά νοικοκυριά. Κατά μέσο όρο, σε όλα τα νοικοκυριά, τα τρόφιμα και η στέγαση αντιπροσώπευαν λίγο περισσότερο από το ήμισυ (52%) των ιδιωτικών καταναλωτικών δαπανών. Για τα νοικοκυριά με υψηλό εισόδημα 5.000 ευρώ ή περισσότερο, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 47%.

Σύμφωνα με τους στατιστικολόγους, το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες για την πληροφόρηση και την επικοινωνία – όπως τα συμβόλαια διαδικτύου και κινητής τηλεφωνίας, οι συνδρομές streaming και η αγορά κινητών τηλεφώνων, tablet και υπολογιστών: όσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα των νοικοκυριών, τόσο υψηλότερο είναι το μερίδιο των συνολικών καταναλωτικών δαπανών.

Κατά μέσο όρο, οι δαπάνες για μεταφορές αντιπροσώπευαν το 12% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών, το τρίτο υψηλότερο μερίδιο μετά τη στέγαση (38%) και τα τρόφιμα (14%). Ακολουθούσαν οι δαπάνες για αναψυχή, αθλητισμό και πολιτισμό, εστιατόρια και διαμονή.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο