Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Παραδώσαμε την παραγωγή, αγοράζουμε την καταστροφή

Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*

Επί μισόν αιώνα η ελληνική οικονομία βαδίζει με έναν τρόπο που μόνο ως εθνική αυτοχειρία μπορεί να χαρακτηριστεί. Με ευθύνη όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, η Ελλάδα από χώρα παραγωγός έγινε χώρα εισαγωγέας, από κοινωνία δημιουργίας έγινε κοινωνία κατανάλωσης και από κράτος που παρήγαγε (με τις όποιες αδυναμίες του) κατήντησε απλώς να διαχειρίζεται την παρακμή του.

Ήδη από το 1947 ο τότε επικεφαλής της αμερικανικής οικονομικής αποστολής στην Ελλάδα Paul A. Porter σε επιστολή του προς τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ W. Clayton ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ένα από τα ενθαρρυντικά στοιχεία για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά τον πόλεμο και την αποτροπή του πληθωρισμού ήταν το ότι η οικονομία μας βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και την πρωτογενή παραγωγή. Από τότε, όμως, άλλαξαν πολλά…

Ο πρωτογενής τομέας συρρικνώθηκε δραματικά, η μεταποίηση αποψιλώθηκε και στο τέλος ο εμπορικός κλάδος αφέθηκε αθωράκιστος απέναντι σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό, που ουδεμία σχεδόν μικρομεσαία ελληνική επιχείρηση θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπίσει.

Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων (λάδι, βαμβάκι, καπνά, αμπέλια, ζώα κ.λπ.) ήταν κάποτε ο κορμός της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα ο πρωτογενής τομέας έχει υποχωρήσει από 20% στο μόλις 3%-4% της απασχόλησης και σε ποσοστό του ΑΕΠ.

Την ίδια στιγμή η μεταποίηση (η καρδιά κάθε σοβαρής οικονομίας) κατέρρευσε υπό το βάρος δεκαετιών αδιαφορίας, οικονομικής ασφυξίας, έλλειψης αξιόπιστων επενδύσεων και ανοιχτών συνόρων που πλημμύρισαν την Ελλάδα με φθηνά (σε τιμή αλλά και σε ποιότητα) προϊόντα, τόσο από την Κίνα όσο και από άλλες χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ινδία, Μπανγκλαντές κ.λπ.).

Το τελευταίο οχυρό και καταφύγιο πολλών οικογενειών ήταν η μικρή εμπορική επιχείρηση, που κι αυτή όμως αφέθηκε στην τύχη της να παλεύει να επιβιώσει απέναντι στα εξευτελιστικά φθηνά εισαγόμενα προϊόντα, έχοντας να αντιμετωπίσει όχι έναν θεμιτό ανταγωνισμό με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις, αλλά με ένα ολόκληρο σύστημα διεθνούς παραγωγής, που λειτουργεί με όρους ασύμβατους με την ελληνική πραγματικότητα.

Και τι κάνει η Πολιτεία για όλα αυτά; Αφού επί δεκαετίες ακολούθησε υποτακτικά τις ντιρεκτίβες της Ε.Ε., ανοίγοντας την αγορά χωρίς στρατηγική, χωρίς προστασία και χωρίς την παραμικρή μέριμνα για την επιβίωση της ελληνικής παραγωγής, έρχεται σήμερα να θεσπίσει… τέλος στα αφορολόγητα μικροδέματα! Το αποκορύφωμα της υποκρισίας! Αφού κατέστρεψαν την παραγωγή και άφησαν τον εμπορικό κλάδο να αιμορραγεί, τώρα έρχονται να «προστατεύσουν» τους εμπόρους βάζοντας επιβαρύνσεις στα πακέτα των λίγων ευρώ που φτάνουν από τα φθηνά e-shops της Ασίας! Όχι, φυσικά, για να «σωθεί» η ελληνική οικονομία, αλλά για να γεμίσουν ακόμη λίγο τα δημόσια ταμεία.

Δεν θέλουν να αποδεχθούν το αυτονόητο: Ότι η λύση δεν είναι άλλη από μία οικονομική στρατηγική που θέτει στο επίκεντρο όχι τους απρόσωπους κανόνες της αγοράς, αλλά το εθνικό συμφέρον. Που δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια παραγωγή. Που προστατεύει τον αγρότη, τον βιοτέχνη, τον μεταποιητή, τον έμπορο. Που αξιοποιεί τον φυσικό πλούτο της γης μας. Που επενδύει σε τεχνολογία, έρευνα, αγροτική και βιομηχανική ανασυγκρότηση.

Μία τέτοια στρατηγική δεν είναι ουτοπική, αλλά αναγκαιότητα. Γιατί μια χώρα που δεν παράγει δεν είναι ικανή να σταθεί στα πόδια της. Όσο κι αν κάποιοι ενοχλούνται, χωρίς εθνοκεντρική ανάπτυξη η Ελλάδα δεν έχει μέλλον. Μέσω αυτής θα έχει ξανά μία ευκαιρία, μικρή, δύσκολη, αλλά υπαρκτή. Και είναι καιρός πια η πατρίδα μας να τη διεκδικήσει. Δεν έχουμε να χάσουμε και πολλά. Τα περισσότερα τα έχουμε ήδη χάσει.

*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα», endohora@yahoo.gr

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο