Η εταιρεία που κάποτε άξιζε 70 δισ. δολάρια, που αποθεώνεται από τα περιοδικά, που πρωτοστατεί σε ένα νέο μοντέλο trading ενέργειας, γονατίζει σε μια μέρα
Στους ορόφους του Enron Center, εκεί όπου μόλις λίγους μήνες πριν οι αναλυτές έπλεκαν ύμνους για την «πιο καινοτόμα εταιρεία της Αμερικής», άνθρωποι με κουτιά στο χέρι περπατούν προς τις εξόδους.
Τα χαμόγελα έχουν χαθεί, τα μάτια είναι κόκκινα, το πάτωμα του λόμπι μοιάζει στρατόπεδο εκκένωσης. Στη Wall Street, τα terminals αναβοσβήνουν· η είδηση μόλις έσκασε: Η Enron κηρύσσει πτώχευση. Είναι πρωί, 2 Δεκεμβρίου 2001.
Η εταιρεία που κάποτε άξιζε 70 δισ. δολάρια, που αποθεώνεται από τα περιοδικά, που πρωτοστατεί σε ένα νέο μοντέλο trading ενέργειας, γονατίζει σε μια μέρα. Όχι από ατύχημα. Όχι από λάθος υπολογισμό.
Αλλά από ένα οικοδόμημα ψεμάτων τόσο σύνθετο, τόσο επιμελώς στημένο, που κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί πόσο βαθιά φτάνουν οι ρίζες του.
Δεν πουλάει απλώς ενέργεια — πουλάει όνειρο
Στα τέλη των 90s, η Enron φαίνεται ασταμάτητη. Ο Κεν Λέι, ο χαμογελαστός ιδρυτής της, μιλά για ένα μέλλον «ελεύθερων αγορών ενέργειας» που θα θυμίζει χρηματιστήριο. Ο Τζεφ Σκίλινγκ, ο εκρηκτικός CEO, παρουσιάζει την εταιρεία σαν τεχνολογικό θαύμα: όχι έναν απλό ενεργειακό κολοσσό, αλλά μια πλατφόρμα trading, ένα marketplace ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, μετάλλων, ακόμη και… bandwidth.
Το εταιρικό brand λάμπει. Τα περιοδικά Fortune και Forbes τη χαρακτηρίζουν «τη Νο1 εταιρεία των ΗΠΑ». Οι αναλυτές επαναλαμβάνουν σχεδόν μηχανικά: «Η Enron δεν συγκρίνεται με καμία άλλη εταιρεία». Το χρηματιστήριο την αποθεώνει. Τα στελέχη της οδηγούν Porsche, χτίζουν τεράστια σπίτια, βγαίνουν στα κανάλια σαν σταρ.
Στα γραφεία της, στο Χιούστον και στο Σαν Φρανσίσκο, οι νέοι graduate recruits ζουν με την αίσθηση ότι βρίσκονται στο επίκεντρο του κόσμου. Η Enron λειτουργεί σαν θρησκεία: λατρεύει τον ριψοκίνδυνο trader, καταδικάζει τον «αργό», τιμωρεί όσους δεν ανταποκρίνονται στους παρανοϊκά φιλόδοξους στόχους.
Κανείς δεν δείχνει να βλέπει τις ρωγμές. Ή, μάλλον, όλοι τις κοιτάζουν— κανείς δεν θέλει να τις δει.
Η μεγάλη απάτη γεννιέται στα spreadsheets
Είναι αρχές 2000. Στα άδυτα της εταιρείας, ο CFO Άντι Φάστo χτίζει ένα πλέγμα από «ειδικές εταιρείες σκοπού» — τα διαβόητα SPVs.
Στα χαρτιά, είναι ανεξάρτητα οχήματα. Στην πραγματικότητα, είναι κουτιά μέσα στα οποία θάβονται ζημιές, παραφορτώνονται τοξικά assets, πακετάρονται τεράστια ποσά χρέους.
Το σύστημα είναι τόσο περίπλοκο που μοιάζει σχεδόν ευφυές. Κάθε φορά που η Enron γράφει ζημιές, το SPV τις απορροφά. Κάθε φορά που το χρέος απειλεί να εκραγεί, η εταιρεία το μεταφέρει αλλού και ανακοινώνει κέρδη. Τα λογιστικά records λάμπουν. Τα bonus εκτοξεύονται. Οι μέτοχοι χειροκροτούν.
Όποιος αντιδρά, απλώς εξαφανίζεται από το οργανόγραμμα.
Στο μεταξύ, η πραγματική επιχείρηση — τα εργοστάσια, οι μονάδες ενέργειας, οι επενδύσεις στο εξωτερικό — βουλιάζει. Στην Καλιφόρνια, η εταιρεία παίζει με τις τιμές ρεύματος, συμβάλλει στις διακοπές, υπολογίζει κέρδη πάνω από «τεχνητές» ελλείψεις. Οι traders της πανηγυρίζουν. Οι καταναλωτές θυμώνουν. Οι δημοσιογράφοι υποψιάζονται.
Η φωτιά σιγοκαίει. Το οικοδόμημα βουλιάζει. Και η Enron συνεχίζει να δηλώνει «ιστορικά κέρδη».
Το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται
Το 2001, η Wall Street αρχίζει να ανησυχεί. Τα SPVs δεν βγαίνουν. Οι αποτιμήσεις μοιάζουν φουσκωμένες. Οι ισολογισμοί είναι τόσο πολύπλοκοι που θυμίζουν παρτιτούρα. Η μετοχή καταρρέει· από τα 90 δολάρια πέφτει στα 20, μετά στα 10, μετά στα 5.
- Ο CEO Τζεφ Σκίλινγκ παραιτείται ξαφνικά τον Αύγουστο.
- Ο CFO Φάστο εξαφανίζεται από τα φώτα.
- Ο ιδρυτής Κεν Λέι καθησυχάζει τους πάντες, αλλά η φωνή του τρέμει.
Στα γραφεία, για πρώτη φορά, ο φόβος περνάει στους διαδρόμους.
Τον Οκτώβριο, η εταιρεία αποκαλύπτει επίσημα το «λάκκο»: ζημιές 618 εκατ. δολαρίων, αδήλωτο χρέος 1,2 δισ., φουσκωμένα κέρδη επί τέσσερα χρόνια. Είναι η αρχή του τέλους.
Οι ελεγκτές της Arthur Andersen — λογιστικού κολοσσού 90 ετών — καταστρέφουν έγγραφα, emails, έγγραφα συμμόρφωσης. Η απόπειρα συγκάλυψης απλώς επιβεβαιώνει την έκταση του σκανδάλου.
Όταν η SEC ανοίγει το φάκελο Enron, δεν βλέπει απλώς ατασθαλίες.
Βλέπει ένα από τα μεγαλύτερα εταιρικά εγκλήματα της αμερικανικής ιστορίας.
Η μέρα που πέφτει η μάσκα
Είναι Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου. Το μεσημέρι, η Enron καταθέτει επίσημα αίτημα πτώχευσης στο Δικαστήριο του Μανχάταν. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στις οθόνες των ειδησεογραφικών δικτύων, το λογότυπο της εταιρείας εμφανίζεται δίπλα στη λέξη Bankruptcy. Στο Χιούστον, εργαζόμενοι με 20ετίες χάνουν ό,τι έχουν — μισθούς, μετοχές, συντάξεις.
- Κάποιοι κλαίνε μπροστά στις κάμερες.
- Κάποιοι άλλοι φωνάζουν ότι «τα ήξεραν όλοι».
- Κανείς δεν ξέρει τι να πιστέψει.
Οι επενδυτές μένουν με μετοχές-σκουπίδια. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία εξαϋλώνονται.Οι πελάτες ψάχνουν νέους προμηθευτές. Οι τράπεζες μετρούν ζημιές δισεκατομμυρίων.
Μια εταιρεία που κάποτε υποσχόταν την ενεργειακή «επανάσταση» αφήνει πίσω της το απόλυτο κενό.
Η οργή: η Αμερική συνειδητοποιεί ότι εξαπατήθηκε
Στις μέρες που ακολουθούν, το Κογκρέσο ανοίγει ακροάσεις. Η κοινή γνώμη εξοργίζεται. Ο Τύπος γράφει: «Πού ήταν οι ελεγκτές; Πού ήταν οι τράπεζες; Πού ήταν η SEC;»
- Το FBI μπαίνει στα γραφεία της Enron και της Arthur Andersen.
- Οι υπολογιστές κατάσχονται.
- Τα emails ξεθάβονται.
- Οι λογοριασμοί τραπεζών ανοίγουν.
Η εικόνα αποκαλύπτεται καθαρά: Ένα δίκτυο εξαπάτησης, μια εσωτερική κουλτούρα που λατρεύει την απληστία, ένας συνδυασμός αλαζονείας, ανεξέλεγκτης αγοράς και ανύπαρκτης εποπτείας.
Ο Άντι Φάστο καταδικάζεται.
Ο Τζεφ Σκίλινγκ παίρνει πολυετή ποινή.
Ο Κεν Λέι καταρρέει ψυχικά και πεθαίνει πριν δικαστεί.
Η Arthur Andersen — ένα από τα «Big Five» accounting firms — διαλύεται. Το όνομά της εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Μια νέα εποχή εταιρικού ελέγχου γεννιέται
Η κατάρρευση της Enron δεν είναι απλώς μια οικονομική αποτυχία. Είναι μια πληγή στο αμερικανικό οικονομικό αφήγημα. Οι ΗΠΑ αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται όρια, έλεγχο, διαφάνεια.
Το 2002, το Κογκρέσο ψηφίζει τον νόμο Sarbanes–Oxley. Αυστηροί κανόνες.Υποχρεωτικές υπογραφές CEOs. Βαριές ποινές για λογιστικές απάτες. Έλεγχοι χωρίς εξαιρέσεις.
Κάθε εταιρεία της Wall Street αλλάζει λογιστικές πρακτικές. Κάθε auditing firm ξαναγράφει διαδικασίες. Κάθε CEO ξέρει ότι πλέον δεν μπορεί να παίζει με τους αριθμούς.
Η Enron, ειρωνικά, καταφέρνει αυτό που δεν κατάφερε στην αγορά ενέργειας:
να φέρει πραγματική επανάσταση — μια νομική επανάσταση.
Ένας μύθος που γίνεται προειδοποίηση
Σήμερα, 24 χρόνια μετά, η Enron παραμένει σύμβολο. Όχι της καινοτομίας που διαφήμιζε, αλλά της ασυδοσίας που σκοτώνει τη βιομηχανία που την τρέφει.
Κάθε φορά που μια μετοχή εκτοξεύεται «χωρίς εξήγηση», ο αναλυτής σκέφτεται Enron.
Κάθε φορά που μια εταιρεία στήνει οχήματα-φάντασμα, ο ρυθμιστής θυμάται Enron.
Κάθε φορά που ένας CEO παραφουσκώνει κέρδη, ο εισαγγελέας βλέπει Enron.
Η εταιρεία που κάποτε παρουσίαζε τον εαυτό της ως το μέλλον του καπιταλισμού, γίνεται τελικά το σκοτεινό του μάθημα.
Στις 2 Δεκεμβρίου 2001, στο Χιούστον, το σύστημα χάνει για λίγο την αθωότητά του. Και η Αμερική ξυπνά από ένα όνειρο που είχε γίνει εφιάλτης.
Η Enron μπορεί να έπεσε. Αλλά το φάντασμά της στοιχειώνει ακόμη τις αγορές — ως υπενθύμιση ότι, στην οικονομία, η μεγαλύτερη καινοτομία δεν είναι το ρίσκο.
Είναι η αλήθεια.