Το δημογραφικό δεν λύνεται με ευχολόγια ούτε με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα.
Της Βασιλικής Λάζου
Το δημογραφικό δεν είναι πια ένα διάγραμμα σε μια μελέτη, ούτε μια αφηρημένη συζήτηση περί «γεννητικότητας». Είναι κάτι πολύ πιο απτό, πιο σκληρό, πιο κοντά μας. Είναι τα χωριά που αδειάζουν. Είναι τα σχολεία που κλείνουν. Τα ιατρεία που υπολειτουργούν. Τα λεωφορεία και τα τρένα που σταμάτησαν να περνούν. Οι νέοι που φεύγουν — όχι γιατί το θέλουν, αλλά γιατί δεν βλέπουν λόγο να μείνουν. Η ερημοποίηση της ελληνικής υπαίθρου δεν είναι φυσική εξέλιξη· είναι κοινωνική χρεοκοπία σε αργή κίνηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ Νίκος Καρανικόλας μέχρι το 2050 η Ελλάδα θα έχει 1,5 εκατομμύριο λιγότερους ενεργούς πολίτες και 700.000 περισσότερους ηλικιωμένους. Δηλαδή ένα ασφαλιστικό σύστημα υπό κατάρρευση, μια παραγωγή που συρρικνώνεται, μια κοινωνία όπου η ανάγκη για περίθαλψη και φροντίδα θα αυξάνεται εκθετικά. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό· είναι βαθιά κοινωνικό. Είναι η ίδια η συνοχή της χώρας που απειλείται. Σχεδόν όλη η ηπειρωτική Ελλάδα χάνει πληθυσμό με ρυθμούς 20% και 30% μέσα σε μια δεκαετία. Με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, η επαρχία ερημώνει με ασύλληπτη ταχύτητα. Και ακόμη πιο ανησυχητικός είναι ο χάρτης γήρανσης. Πανελλαδικά, ένας στους πέντε Έλληνες είναι ήδη πάνω από τα 65 — ποσοστό που μας φέρνει πρώτους στην Ευρώπη μετά την Ιταλία και από τους υψηλότερους παγκοσμίως.
Κι όμως, απέναντι σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, η πολιτεία συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει επείγον. Οι πολιτικές για την οικογένεια και την ισότητα των φύλων, που διεθνώς έχουν αποδειχθεί καθοριστικές για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και την υποστήριξη της τεκνοποίησης, στην Ελλάδα παραμένουν σε επίπεδα θλιβερά χαμηλά. Οι σχετικές δημόσιες δαπάνες βρίσκονται πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο — τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε κατά κεφαλήν όρους. Με απλά λόγια: η χώρα δεν προσφέρει στις νέες οικογένειες τα ελάχιστα που απαιτούνται ώστε η απόφαση να κάνουν παιδιά να μην ισοδυναμεί με οικονομικό και επαγγελματικό ρίσκο.
Και μέσα σε όλα αυτά, η πραγματικότητα της επαρχίας γίνεται όλο και πιο ωμή. Ρημάζουν την ύπαιθρο οι κακοδιοικήσεις, οι διαλυμένες δομές, οι πολιτικές αδιαφορίας. Οι ΟΠΕΚΕδες πνίγουν τους αγρότες, την ώρα που οι νεοφιλελεύθεροι της κυβέρνησης κουνάνε το δάχτυλο στους χρεοκοπημένους παραγωγούς λέγοντάς τους να πάνε «να δουλέψουν στα σουπερμάρκετ που έχουν θέσεις». Είναι η βίαιη προλεταριοποίηση θατσερικού τύπου, μεταμφιεσμένη σε «Ελλάδα 2.0». Την ίδια στιγμή, τα χωριά μένουν χωρίς σχολεία, χωρίς ταχυδρομεία, χωρίς αγροτικά ιατρεία, χωρίς δημόσιες υπηρεσίες — και πολλές φορές χωρίς ούτε ένα καφενείο. Μόνο bnb κατοικίες, τουριστικά «concepts» και ένα μόνιμο national summer mood. Μια χώρα που θυμάται την περιφέρειά της μόνο όταν θέλει να την πουλήσει ως προϊόν.
Τί να κρατήσει λοιπόν έναν νέο άνθρωπο στην επαρχία όταν βλέπει τα αγροτικά επαγγέλματα να καταρρέουν, τις δημόσιες δομές να διαλύονται και ένα κράτος που απλώς… δεν είναι εκεί; Ποιότητα ζωής δεν σημαίνει «έχω έναν μισθό». Σημαίνει ότι έχω σχολείο, νοσοκομείο, κοινωνικές υπηρεσίες, μεταφορές, σταθερή και αξιοπρεπή εργασία, προοπτική.
Αν δεν σκύψουμε πραγματικά πάνω από το πρόβλημα της περιφέρειας –αν δεν δώσουμε στους νέους λόγους να μείνουν και όχι αιτίες να φύγουν– τότε το δημογραφικό θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο κοινωνικό ναρκοπέδιο της επόμενης δεκαετίας. Και τότε θα είναι αργά.
Το δημογραφικό δεν λύνεται με ευχολόγια ούτε με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα. Λύνεται με στοχευμένες πολιτικές που ενισχύουν την οικονομία και την παραγωγή στην περιφέρεια. Με πολιτικές που κάνουν την ύπαιθρο τόπο για να ζεις, όχι τόπο για να εγκαταλείπεις.
Και —ας το πούμε καθαρά— λύνεται με πολιτικές στον αντίποδα όσων εφαρμόζει εδώ και έξι χρόνια η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί η ερήμωση της υπαίθρου δεν είναι «φυσικό φαινόμενο». Είναι αποτέλεσμα επιλογών. Και μπορεί να ανατραπεί μόνο με άλλες επιλογές.
Με πολιτική βούληση. Με σχέδιο. Με προτεραιότητα στον άνθρωπο και στην κοινότητα.
Ή θα το σταματήσουμε τώρα, ή θα το πληρώσουμε όλοι αύριο.