Οι προκλήσεις και τα επόμενα βήματα στον ελληνοτουρκικό διάλογο
Δύο χρόνια μετά την υπογραφή της «Διακήρυξης των Αθηνών», την 7η Δεκεμβρίου 2023, η οποία έφερε ελπίδες για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις Αθήνα και Άγκυρα χωρίς να απέχουν από τις πάγιες θέσεις του αναζητούν νέα ημερομηνία για τη διεξαγωγή του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας.
Ωστόσο, παρά τη θετική δυναμική που δημιούργησε αρχικά η «διακήρυξη φιλίας», οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δοκιμάστηκαν φέρνοντας στο προσκήνιο τα γνωστά αλλά και νέα σημεία τριβής.
Το κείμενο της Διακήρυξης παρουσιάστηκε από την τουρκική ηγεσία ως απόδειξη ότι η Τουρκία «επιδιώκει ειρήνη», ακόμη κι αν στη συνέχεια προχώρησε σε προκλητικές και αντιδραστικές ενέργειες και δηλώσεις.
Ειδικοί σημειώνουν στη «Ν» πως η Άγκυρα χρησιμοποίησε (και χρησιμοποιεί) την εν λόγω υπογραφή ως διπλωματικό χαρτί για να δείξει ένα καλό «πρόσωπο» στη διεθνή κοινότητα, πολλές φορές χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα με στόχο να αποκατασταθεί η γέφυρα με τη Δύση, να βελτιωθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις αλλά και για την αναθέρμανση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ).
Η Αθήνα, κατά τις ίδιες πηγές, την αντιμετώπισε ως εργαλείο συνέπειας, πάντα με προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας, στις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του σεβασμού κυριαρχίας. Μία σταθερή αφετηρία για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την γείτονα χώρα, που θα ενίσχυε τις σχέσεις μέσα από τον διάλογο και τη διπλωματία, με στόχο την αποκλιμάκωση στο Αιγαίο αλλά και την αποφυγή κρίσεων.
Τι μεσολάβησε
Η περίοδος 2024 – 2025 χαρακτηρίζεται από την κυβέρνηση ως μία περίοδος «ηρεμίας» στη γειτονιά, μία περίοδος που σημειώνονται μειωμένες παραβιάσεις και μία περίοδο με μειωμένες μεταναστευτικές ροές.
Στην πραγματικότητα, το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα διαταράσσει αυτή την ηρεμία προβαίνοντας σε προκλητικές και αβάσιμες δηλώσεις κατηγορώντας την Ελλάδα για μονομερείς ενέργειες ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο.
Οι λόγοι είναι προφανείς.
Η Αθήνα μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο, μετά τις ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, την ενεργοποίηση του Κάθετου Διαδρόμου αλλά και την εκδήλωση ενδιαφέροντος από την αμερικανική Chevron για θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης.
Η Αθήνα προχώρησε στον σχεδιασμό του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ).
Η Αθήνα άνοιξε τον «φάκελο» για τα Θαλάσσια Πάρκα.
Όμως σε όλα αυτά έρχεται και προστίθενται η εξωτερική πολιτική που ασκεί εν συνόλω η Αθήνα, με τις στρατηγικής συμμαχίας σχέσεις που διατηρεί, με την αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας με τη Λιβύη, τις θέσεις αρχής που κρατά απέναντι στις περιφερειακές εξελίξεις ως αξιόπιστος συνομιλητής όλων των μερών, ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και ως κράτος μέλος της ΕΕ αλλά και οι πρωτοβουλίες της για την Ανατολική Μεσόγειο (πολυμερές σχήμα).
Οι κινήσεις αυτές δυσαρέστησαν την Άγκυρα προκαλώντας έτσι την έντονη αντίδρασή της, όμως αυτό που προκαλεί έντονο «πονοκέφαλο» στην Άγκυρα είναι το ισχυρό «όπλο» της Ελλάδας.
Η αμυντική της θωράκιση.
Ίσως επειδή η Ελλάδα αποκτά ισχυρά υπερόπλα, για πρώτη φορά βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στην ιστορία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η «Ατζέντα 2030» και ο Μακροπρόθεσμος Προγραμματισμός Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ) του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια.
Ενδεικτικό της ενόχλησής της είναι το γεγονός ότι έστρεψε τα βέλη της κατά του Νίκου Δένδια ψάχνοντας μία δικαιολογία να εναποθέσει αδυναμίες και κενά στην άμυνά της (κυρίως στον αέρα) και το βασικότερο; Τη μη συμμετοχή της στο SAFE.
«Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διατηρήσει την αποτρεπτική της ισχύ, πράττοντας το αυτονόητο για την προστασία της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί σαν «πρόκληση» από οιονδήποτε», σχολίαζαν χαρακτηριστικά πηγές του ΥΠΑΜ.
Η επόμενη συνάντηση
Όλο αυτό το διάστημα μεσολάβησαν ανταλλαγές επισκέψεων στο πλαίσιο της Θετικής Ατζέντας, του Πολιτικού Διαλόγου και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Παρά το θετικό τους αποτύπωμα, δεν έχουν συνεχιστεί καθώς όπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές «αναζητούνται ημερομηνίες για το 2026.»
Ωστόσο η βασική ημερομηνία που περιμένουν να κυκλώσουν αμφότερες πλευρές στα ημερολόγιά τους είναι αυτή της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να αποκαλύπτει πως αυτή αναμένεται να πραγματοποιηθεί το πρώτο τρίμηνο του 2026.
Είδηση που επιβεβαίωσε από την Ντόχα και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν.
Σύμφωνα, λοιπόν με το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο θα έχει προηγηθεί συζήτηση μεταξύ Γεραπετρίτη – Φιντάν για το πολυμερές σχήμα με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τέλος του 2025, εάν προηγηθεί της συνάντησης Μητσοτάκη – Ταγίπ Ερντογάν ή εάν συζητηθεί στο τετ α τετ τους.
Κάτι τέτοιο σημαίνει πως το ενδεχόμενο αποδοχής της συμμετοχής από την Άγκυρα (παρά τα αγκάθια) θα πάει… ακόμα πιο πίσω το 5×5, σε χρόνο που οι συμμαχίες δοκιμάζονται και οι εξελίξεις στην ευρύτερη γειτονιά μεταβάλλονται με ραγδαίους ρυθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη υψηλού επιπέδου συνάντηση θα δείξει κατά πόσο αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματική σταθερότητα ή αν η Διακήρυξη θα μείνει μια «ευκαιρία» που δεν αξιοποιήθηκε.