Το 2026 αναμένεται ότι θα αποτελέσει έτος-καμπή για τον πληθυσμό της ΕΕ. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθυσμός της ΕΕ θα φτάσει στο μεγαλύτερο μέγεθός του, 453 εκατομμύρια άνθρωποι, προτού αρχίσει να μειώνεται σταθερά. Η μείωση αυτή θα είναι, όπως επισημαίνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες, η πρώτη παρατεταμένη μείωση πληθυσμού στην Ευρώπη, από την εποχή της επιδημίας πανώλης του 14ου αιώνα (1347-1351), γνωστής ως ο «Μαύρος Θάνατος», η οποία αφάνισε το 30%-50% του τότε ευρωπαϊκού πληθυσμού. Το 2100, ο πληθυσμός της ΕΕ εκτιμάται ότι θα έχει περιοριστεί στα 420 εκατομμύρια. Ενόψει αυτών των ζοφερών εκτιμήσεων, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναζητούν μέτρα, ώστε να προκαλέσουν αύξηση των γεννήσεων.

Μέτρα για την υπογεννητικότητα

Στις σκανδικαβικές χώρες, με το φημισμένο κοινωνικό κράτος, οι κυβερνήσεις έχουν συστήσει επιτροπές για την εξεύρεση στρατηγικών, με σκοπό την τόνωση του αριθμού των γεννήσεων. Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει αναφερθεί στην ανάγκη «δημογραφικού επανεξοπλισμού» της χώρας, μετά τη μείωση του αριθμού των γεννήσεων κατά 18%, την τελευταία 10ετία. Η Ιταλία, της δεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, δίνει μπόνους σε εργαζόμενες μητέρες με δύο ή περισσότερα παιδιά. Η Πολωνία αύξησε τον περασμένο χρόνο, το μηνιαίο επίδομα στα 187 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ τον Οκτώβριο ενέκρινε μεγάλη φοροαπαλλαγή για γονείς με δύο ή περισσότερα παιδιά.

Η περίπτωση της Ουγγαρίας

Ωστόσο, ακόμη και τα πιο επιτυχημένα προγράμματα στην ΕΕ για το Δημογραφικό, απλώς επιβράδυναν την πληθυσμιακή μείωση – δεν την ανέστρεψαν. Η Ουγγαρία είναι η χώρα που καταδεικνύει τα όρια αυτών των προγραμμάτων. Η Ουγγαρία δαπανά πλέον το 5% του ΑΕΠ της για πολιτικές υπέρ της οικογένειας. Προσφέρει μειωμένα επιτόκια στεγαστικών δανείων για παντρεμένα ζευγάρια, που σκοπεύουν να κάνουν οικογένεια και δάνεια ύψους 25.000 ευρώ σε γονείς, τα οποία δεν οφείλουν να επιστρέψουν, αν αποκτήσουν τρία ή περισσότερα παιδιά.

Από την 1η Οκτωβρίου, όλες οι γυναίκες με τρία παιδιά, απαλλάχθηκαν δια βίου, από τον φόρο εισοδήματος. Από το 2026, το μέτρο θα ισχύσει και για τις μητέρες κάτω των 40 ετών, με δύο παιδιά. Ο Βίκτορ Ορμπαν, ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, επί 15 χρόνια στο αξίωμα, παρουσιάζει το Δημογραφικό, ως μια μάχη εναντίον του «ιού της woke κουλτούρας». Για ένα διάστημα, η πολιτική του έμοιαζε επιτυχημένη.

Ο Όρμπαν εισήγαγε κίνητρα για την απόκτηση παιδιών, λίγο αφότου ο πληθυσμός της Ουγγαρίας είχε μειωθεί σε λιγότερα από 10 εκατομμύρια ανθρώπους, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Το 2010, στην Ουγγαρία αντιστοιχούσαν 1,25 παιδιά ανά γυναίκα. Το 2021, το ποσοστό είχε αυξηθεί σε 1,61 παιδιά ανά γυναίκα. Το 2024 όμως, η τάση αντιστράφηκε, έπεσε στα 1,39 παιδιά ανά γυναίκα, σχεδόν ακριβώς στον μέσο όρο της ΕΕ. Το ουγγρικό πρόγραμμα για το Δημογραφικό κατέστη, τελικώς, αντικείμενο διαμάχης. Ορισμένοι ειδικοί θεωρούν ότι τα κίνητρα της κυβέρνησης Όρμπαν, απλώς ώθησαν ανθρώπους που ήδη ήθελαν παιδιά, να τα αποκτήσουν νωρίτερα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα απέτυχε.

Γιατί μειώνονται οι γεννήσεις

Μέχρι τη δεκαετία του 1960, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιστοιχούσαν πάνω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, ποσοστό που απαιτείται για τη διατήρηση του πληθυσμού. Αργότερα, άρχισε η μείωση των γεννήσεων. Οι σκανδιναβικές χώρες διατήρησαν υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010, ενώ άλλες χώρες, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο, «κατέρρευσαν» δημογραφικά, νωρίτερα. Πλέον, σχεδόν όλες, έχουν φτάσει στο ίδιο σημείο. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat (Μάρτιος 2025), μόνον πέντε από τις 27 χώρες της ΕΕ – η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Δανία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία – έχουν δείκτη άνω των 1,5 παιδιών ανά γυναίκα, ενώ σε καμία χώρα της ΕΕ δεν αντιστοιχούν πάνω από 1,9 παιδιά ανά γυναίκα. Ο μέσος όρος της ΕΕ. βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό των 1,38 παιδιών ανά γυναίκα. Στην Ελλάδα, το 2025, αντιστοιχούν 1,2,-,1,3 παιδιά ανά γυναίκα.

Η τεκνοποίηση είναι προσωπική απόφαση

Οι κοινωνικοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι οι αποφάσεις για την τεκνοποίηση είναι βαθιά προσωπικές και ότι ξεπερνούν τα όρια της πολιτικής του κράτους. Είναι αποφάσεις που συνδέονται επίσης με διαρθρωτικά προβλήματα, όπως το υψηλό κόστος στέγασης και ο πληθωρισμός. Επιπλέον, η μείωση του αριθμού των γεννήσεων αντανακλά και εξελίξεις, που λίγες κοινωνίες θα επεδίωκαν να ανατρέψουν: την ευρεία πρόσβαση των γυναικών στην αντισύλληψη, τη μείωση των εγκυμοσύνων στις έφηβες, την πρόοδο στην εκπαίδευση και τις επαγγελματικές ευκαιρίες των γυναικών.

Ρόλος των κοινωνικών δικτύων

Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα Washington Post, μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν την απόφαση των ανθρώπων να καθυστερήσουν ή να αποφύγουν την τεκνοποίηση, είναι ότι τα κοινωνικά δίκτυα εξιδανικεύουν τη ζωή των ταξιδιών και του ατομικισμού. Οι εφαρμογές γνωριμιών δίνουν στους νέους την αίσθηση άφθονων επιλογών, ενώ όλο και περισσότεροι βλέπουν το ρόλο του γονέα ως μεγαλύτερη θυσία απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.

Οι κοινωνίες αντιμέτωπες με τη συρρίκνωση του πληθυσμού

Θα πρέπει η αντιμετώπιση της πληθυσμιακής μείωσης να αποτελεί προτεραιότητα των κυβερνήσεων; Το ζήτημα διχάζει. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να αποδεχθούμε τη μείωση, η οποία θα εξελιχθεί σταδιακά και ενδέχεται να καταστήσει τις κοινωνίες πιο περιβαλλοντικά βιώσιμες. Ακόμη και στο πιο απαισιόδοξο σενάριο της μείωσης 100 εκατομμυρίων κατοίκων το 2100, η Ευρώπη δε θα είναι μια ήπειρος – φάντασμα. Σύμφωνα με προβολές του ΟΗΕ, το 2100, στη Δυτική Ευρώπη θα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι άνω των 85 ετών από ό,τι παιδιά κάτω των 5. Η εταιρεία συμβούλων McKinsey, προειδοποιεί ωστόσο, ότι αυτή η έλλειψη νέων θα οδηγήσει τις κοινωνίες σε «αχαρτογράφητα νερά», επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη, καθώς οι νεότερες γενιές θα επωμιστούν το τεράστιο κόστος φροντίδας των ηλικιωμένων.

Μετανάστευση

Η μετανάστευση προβάλλεται ως λύση για χώρες με μειούμενο πληθυσμό. Όμως, τις επόμενες δεκαετίες, η πρόταση αυτή θα γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη. Σε όλες τις περιοχές του κόσμου, με εξαίρεση την υποσαχάρια Αφρική, οι δείκτες των γεννήσεων έχουν πέσει κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης του πληθυσμού. Στη Κίνα, ο αριθμός των γεννήσεων δεν αυξήθηκε ούτε μετά την κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού, το 2016. Στο Νέο Δελχί, πρωτεύουσα της Ινδίας, ο αριθμός των γεννήσεων είναι αντίστοιχος με αυτόν της Νότιας Ευρώπης, 1,4 παιδιά ανά γυναίκα –  από τους χαμηλότερους παγκοσμίως.