Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Έχει διαρραγεί το στρατόπεδο της Δύσης;

Η Ευρώπη μοιάζει με πατημένο σύκο στη διεθνή πολιτική σκηνή, ενόψει των «ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων» ανάμεσα στον Τραμπ και τη Ρωσία για το Ουκρανικό.
Του Φώτη Τερζάκη

Είναι σε δύσκολη θέση οι φωτισμένοι ευρωπαϊστές αυτής της χώρας -οι ίδιοι εκείνοι που πριν από λίγα χρόνια στην πλατεία Συντάγματος, με το κοκτέιλ στο αριστερό, δονούσαν τον αέρα με την ιαχή «Μένουμε Ευρώπη!»· και που ακόμα σήμερα στα κανάλια τους επιτίθενται, παραδείγματος χάριν, στον Βαρουφάκη γρυλίζοντας «Μας κλείσατε τις τράπεζες το 2015» και «Θέσατε σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας».

Μια μικρή σύγχυση τους έχει κάνει να λησμονήσουν ότι τις τράπεζες της Ελλάδας έκλεισε ο κύριος Ντράγκι, και ότι στη δεκαετία του 2010 η Ελλάδα δεν δέχθηκε επίθεση από τη Ρωσία, το Ιράν ή την Κίνα, ούτε καν από την Τουρκία, αλλ’ από τον Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία καυχιέται ακόμα ότι ανήκει -κι ας κλαψουρίζει για το αυξανόμενο χρέος της, για την αιμορραγία των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της, για την τυφλότητα  των «εταίρων» απέναντι στο πρόβλημα μιας στρατιωτικής κατοχής (στην Κύπρο)… Αφού τουλάχιστον σώσανε τη «ευρωπαϊκή πορεία», δεν άξιζε μια μικρή θυσία;

Τώρα όμως το έδαφος φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Και ο λόγος είναι ότι η ίδια αυτή Ευρώπη «τους» μοιάζει με πατημένο σύκο στη διεθνή πολιτική σκηνή, ενόψει των «ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων» ανάμεσα στον πρόεδρο Τραμπ και τη Ρωσία για το Ουκρανικό. Η «Δύση» στην οποία έδιναν γη και ύδωρ για ν’ ανήκουν μοιάζει σπασμένη σε δύο κομμάτια, καθώς ένας «ανισόρροπος Πρόεδρος» αλλάζει απότομα τα χαρτιά και πετάει έξω αυτούς τούς οποίους η χώρα του είχε προηγουμένως στρατεύσει σ’ έναν πόλεμο που είχε ώς έμμεσο στόχο τούς ίδιους, και που οι ίδιοι με αυτοκτονικό ζήλο ανέλαβαν ως δικό τους· και τώρα που η γραμμή του αφεντικού αλλάζει, δεν ξέρουν πώς να κατέβουν από το δέντρο που έχουν σκαρφαλώσει χωρίς να τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά τους. Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;

Και όμως συμβαίνουν… Αλλά τι πραγματικά είναι αυτό που συμβαίνει μένει ακόμα να γίνει κατανοητό· και για να γίνει κατανοητό χρειάζεται να ξηλώσει κανείς ένα ολόκληρο πέπλο εμφανειών που αναπαράγουν με ανοϊκή επιπολαιότητα οι διαμορφωτές της δημόσιας γνώμης σε αυτή τη χώρα, από την πολιτική της ηγεσία μέχρι τη τελευταία δημοσιογραφική ορντινάτσα, περνώντας από την κούφια «εμπειρογνωμοσύνη» των ακαδημαϊκών της και κάθε είδους προβεβλημένων think tankers ή διαθνοπολιτικών και στρατηγικών «αναλυτών». Είναι βέβαιον ότι ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία; Είναι βέβαιον ότι οι Ευρωπαίοι νιώθουν απειλούμενοι από τη Ρωσία; Είναι βέβαιον ότι το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό μπλοκ της Δύσης έχει διαρραγεί αμετάκλητα;

Ένας σίγουρος τρόπος για να μην αντιλαμβάνεται κάποιος τι συμβαίνει είναι να εστιάζει στην «ανισορροπία» ή την «αλλοπροσαλλοσύνη» του Τραμπ. Οι ιδιαιτερότητες -για να το πω ευγενικά- του προέδρου Τραμπ θα τον έκαναν ακατάλληλο για ηγέτη μιας ηγεμονικής χώρας στον πλανήτη εάν δεν συνηχούσαν με δομικά στοιχεία της πολιτικής της στην παρούσα συγκυρία. Ας ξεχάσουμε λοιπόν τον «πρόεδρο Τραμπ» και ας εστιάσουμε ευθέως στην πολιτική των ΗΠΑ που αυτός ενσαρκώνει με τις εγγενείς αντιφάσεις της. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ιδιαίτερα, νομίζω, ότι ο αιματηρός πόλεμος στην Ουκρανία ήταν έργο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ· και ότι αποτελεί το τελευταίο, δραματικότερο επεισόδιο μιας μακρόχρονης στρατηγικής περίσφιξης της Ρωσίας με σκοπό την ανάσχεση και, ει δυνατόν, τον διαμελισμό της – στρατηγική που ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης με τη δημιουργία της πληγής του Αφγανιστάν στα πλευρά της, και συνεχίστηκε με την ίδια ακριβώς λογική μετά τη διαμόρφωση της Νέας Ρωσίας, με την υποκίνηση της αυτονομίας της Τσετσενίας, την πρόκληση των μικρών πολέμων της Αμπχαζίας και Νότιας Οσετίας στο έδαφος της Γεωργίας, και μια σειράς «έγχρωμων επαναστάσεων» σε όλη τη ζώνη που περιέβαλλε τα σύνορά της, από τον Καύκασο μέχρι τα Βαλκάνια. Ο στόχος αυτός ήταν επισήμως διακηρυγμένος από στρατηγικούς αναλυτές των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1990, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.1

Στην περίπτωση της Ουκρανίας ωστόσο υπήρχε κι ένας δεύτερος, λιγότερο απερίφραστα διακηρυγμένος, στόχος: να ανακοπεί η ενεργειακή, οικονομική και προοπτικώς πολιτική συνεργασία ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δυτική Ευρώπη, ιδίως τη Γερμανία. Γιατί; Διότι αυτή η συνεργασία Γερμανίας-Ρωσίας, που λειτουργούσε ακόμη και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, είχε αποφασιστική συμβολή στην οικονομική μεγέθυνση της Γερμανίας σε σημείο που να την καθιστά ανταγωνιστή των ίδιων των ΗΠΑ· και η προοπτική μιας βαθύτερης ενοποίησης Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας -δυνατότητα την οποία ευνοεί η εδαφική συνέχεια -θα σήμαινε την ανάδυση ενός πανίσχυρου γεωπολιτικού μπλοκ που ήταν αληθινός εφιάλτης για τις ΗΠΑ (αλλά και για το στρατηγικό alter ego τους, την Βρετανία).

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ένα αμερικανικό σχέδιο για την εδραίωση της ηγεμονίας των ΗΠΑ απέναντι στο ανταγωνιστικό Σοβιετικό μπλοκ. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, ανατέθηκε στους δύο νικημένους αντιπάλους του πολέμου, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ένας προνομιακός ρόλος στυλοβατών της Αμερικανικής Τάξης (οικονομικής και πολιτικής) στο Δυτικό και το Ανατολικό ημισφαίριο αντίστοιχα. Ενισχύθηκαν οι κατεστραμμένες οικονομίες τους και οι χώρες προσαρτήθηκαν πλήρως στο Αμερικανικό Σύστημα Ασφαλείας, υπό τον όρον ότι δεν θα διαθέτουν δική τους στρατιωτική δύναμη και τα νομίσματά τους θα είναι προσδεδεμένα στο αμερικανικό δολάριο, απορροφώντας την πληθωριστικές πιέσεις που δεχόταν αυτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το ευρύτερο σύστημα στο τιμόνι του οποίου τοποθετήθηκε η Γερμανία, και η νομισματική ζώνη του ευρώ έγινε η επέκταση του γερμανικού μάρκου. Στο ίδιο πλαίσιο, δημιουργήθηκε ένα οικονομικό σύστημα ρυθμιζόμενο από όργανα που συστάθηκαν στο Μπρέτον Γουντς κι ένα σύστημα «Διεθνούς Δικαίου» υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στον βαθμό που οι ΗΠΑ ήταν βέβαιες πως τα είχαν υπό τον έλεγχό τους.

Ένα ιμπεριαλιστικό σύστημα κοστίζει (όπως μπορούσε να μαρτυρήσει η Αγγλία, πρώτη δημιουργός ένας τέτοιου παγκόσμιου συστήματος στον δέκατο ένατο αιώνα). Είναι η εγγενής αντίφαση τέτοιων συστημάτων, που αναδύεται όταν από ένα σημείο και ύστερα  εκμετάλλευση και κυριαρχία αρχίζουν ν’ αποκλίνουν – όταν το κόστος διατήρησης ενός γιγαντιαίου στρατιωτικού και διοικητικού μηχανισμού, με όλο το πλέγμα των τεχνικών υποδομών του, υπερσκελίζει την αποσπώμενη υπεραξία μέσω της εκμετάλλευσης, πόρων, εργατικής δύναμης και αγορών. Και αυτή η στιγμή ήρθε για τις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Τότε άρχισαν να διαλύουν το παγκόσμιο σύστημα που οι ίδιες είχαν δημιουργήσει, πρώτα σε οικονομικό επίπεδο, με χρηματοοικονομικούς χειρισμούς (τους οποίους δεν χρειάζεται ν’ αναλύσουμε περαιτέρω εδώ)· και όταν οι ίδιοι οι «σύμμαχοί» τους, οι οποίοι επωφελήθηκαν από τη στρατιωτική απαλλαγή για να διοχετεύσουν τους πόρους τους στη βιομηχανική ανάπτυξη, άρχιζαν να ισχυροποιούνται σε βαθμό που από υποτελείς μπορούσαν να καταστούν ανταγωνιστές, οι ΗΠΑ δεν είχαν ενδοιασμό να τους πλήξουν μετωπικά. Αυτό έκαναν με την Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και αυτό κάνουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία με τη Γερμανία (και κατ’  επέκτασιν την Ευρώπη). Από τη στιγμή δε που η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ κλονίζεται συνολικά λόγω της ανόδου νέων, μη ελεγχόμενων ανταγωνιστών (όπως η Κίνα, η Ρωσία κι ένας εν εξελίξει συνασπισμός του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου που περιλαμβάνει τους BRICS, τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής), διαλύουν και το ίδιο το σύστημα του «διεθνούς δικαίου», του οποίου ο έλεγχος μοιάζει να φεύγει από τα χέρια τους, με μονόπλευρες, ανεξέλεγκτες και απονενοημένα ωμές δράσεις. Ο θηριώδης ανορθολογισμός της σημερινής γεωπολιτικής των ΗΠΑ – που είναι βολικό να χρεώνουμε στον Τραμπ – είναι μάλλον η υπογραφή μιας ιμπεριαλιστικής αυτοκρατορίας σε αποδρομή.

Ποιος ο ρόλος των εν λόγω συμμάχων (που ονομάζουμε συλλογικά «Δύση»2) σε αυτόν πόλεμο κατά της ανθρωπότητας που μοιάζουν να έχουν εξαπολύσει τούτη τη στιγμή οι ΗΠΑ; Μπορεί κανείς να κοιτάξει ένα-ένα τα θερμότερα μέτωπα. Στο Ιράν, συμμετέχουν πλήρως στον παράνομο και τερατωδώς αυθαίρετο οικονομικό αποκλεισμό που αποκαλείται «κυρώσεις», εμπλέκονται στον κατασκοπευτικό ρόλο της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας και τροφοδοτούν με λογισμικό και όπλα τις εγκληματικές επιθέσεις εναντίον της χώρας με επιχειρησιακό βραχίονα το Ισραήλ. Στη Συρία, συνεργάστηκαν πάλι με το Ισραήλ, όσο και με την Τουρκία, για την από δεκαετίες επιδιωκόμενη διάλυση της χώρας, και υποδέχθηκαν σαν τιμητικό σύμμαχο τον ηγέτη μιας σαλαφιστικής οργάνωσης που οι ίδιοι επικήρυσσαν μέχρι χθες ως εγκληματία (αλλά είναι κοινό μυστικό ότι ελεγχόταν από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ μετά τη διάλυση του Ιράκ). Με τις ίδιες δυνάμεις συνεργάστηκαν και συνεργάζονται, άλλωστε, σε όλη τη ζώνη από τον Καύκασο έως τα Βαλκάνια για την πολιορκία της Ρωσίας και του Ιράν (και ανατολικότερα στην Κεντρική Ασία για την ανάσχεση της Κίνας), άλλοτε κινητοποιώντας «πρόθυμες» δυνάμεις και άλλοτε ακυρώνοντας εκλογές όταν δεν φέρνουν το «σωστό» αποτέλεσμα.

Στην Παλαιστίνη, συνήργησαν άμεσα στη φρικτότερη γενοκτονία που έχουμε δει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και συντάχθηκαν πίσω από το αποκαλούμενο «ειρηνευτικό σχέδιο» του προέδρου Τραμπ στην οπερέτα του Σαρμ ελ-Σέιχ· ένα σχέδιο διάσωσης του Ισραήλ, στην πραγματικότητα, από τις οπισθοκρουστικές συνέπειες του φονικού του αμόκ, ώστε να ανακοπεί η διογκούμενη διεθνής κατακραυγή που εξέθετε και τις ίδιες (παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκαναν για να την φιμώσουν στο εσωτερικό τους). Η προσχηματική τους αναγνώριση ενός «παλαιστινιακού κράτους» δεν είναι μόνο ένας ελιγμός που προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για το Ισραήλ, το οποίο εξακολουθεί να δολοφονεί ανεμπόδιστο στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και στον Λίβανο και να επεκτείνει την κατοχή του σε συριακά εδάφη· είναι προπαντός ένα δόλωμα για το σχέδιο που εξυφαίνεται (κι επικύρωσε προσφάτως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την αποχή Κίνας και Ρωσίας), τη δημιουργία μιας αποικιακού τύπου διοίκησης των παλαιστινιακών περιοχών από τις ευρωαμερικανικές δυνάμεις, που επαναφέρει σκανδαλωδώς στο προσκήνιο έως κι έναν εγκληματία πολέμου όπως ο Τόνι Μπλερ. Στη Λατινική Αμερική, προνομιακό πεδίο επίδειξης της στρατιωτικής κτηνωδίας των ΗΠΑ, υποστήριξαν με ζήλο κάθε μεθόδευση του ιμπεριαλιστικού κέντρου, με τελευταίο στιγμιότυπο σήμερα την πολιορκία της Βενεζουέλας: συνήργησαν στην κλοπή των αποθεμάτων χρυσού της χώρας που ήταν κατατεθειμένα σε βρετανικές τράπεζες ονομάζοντας τη ληστεία «κυρώσεις» (με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που επί δεκαετίες στραγγαλίζουν την Κούβα, και οιαδήποτε μικρή χώρα αντιστέκεται στην επιβολή τους) και, για ν’ αγγίξει το θράσος τα όρια του ανείπωτου, την ώρα που ο Αμερικανικός στόλος απειλεί τις ακτές της Βενεζουέλας δολοφονώντας εν ψυχρώ αθώους ψαράδες, με όργανο τη Νορβηγική Ακαδημία Επιστημών αποδίδουν το Νόμπελ Ειρήνης σε μια εκπρόσωπο της «αντιπολίτευσης» που εκλιπαρεί τις ΗΠΑ να βομβαρδίσουν τη χώρα της!

Τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει στο ήθος και τη στρατηγική των ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ, εκτός από την ρητορική· και όλος ο ιμπεριαλιστικός αστερισμός της Δύσης παραμένει προσδεδεμένος στην ηγεσία των ΗΠΑ όσο πάντα. Το μόνο που έχει μπερδέψει την τρέχουσα δημοσιότητα είναι η ρήξη γραμμών που διαφαίνεται, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αναφορικά με το νέο «ειρηνευτικό σχέδιο» του Προέδρου Τραμπ για την Ουκρανία. Στα σύνορα της Ευρώπης μαίνεται εδώ και τέσσερα χρόνια ένας απίστευτα αιματηρός πόλεμος, με πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς, και η «ήπειρος της ειρήνης», η Ευρώπη, ζητάει με λύσσα να συνεχιστεί, ενώ η νέα αμερικανική ηγεσία διακηρύσσει πως θέλει ν’ απεμπλακεί αλλά εμποδίζεται από τους Ευρωπαίους. Γιατί θέλει να απεμπλακεί, και με ποιους ακριβώς όρους; Οι ΗΠΑ γνωρίζουν καλά πως ο πόλεμος ήταν δικός τους (δια στόματος Ρούμπιο χαρακτήρισαν την Ουκρανία «proxy»)  και ότι στο πεδίο έχει κριθεί εναντίον τους· η μοίρα της Ουκρανίας είναι όντως θλιβερή, αλλ’ αυτό είναι η διαχρονική τιμωρία όλων όσοι εμπιστεύθηκαν ποτέ τις ΗΠΑ και συνέδεσαν το μέλλον τους με τα αμερικανικά συμφέροντα (και η καμπάνα χτυπάει, δεν χρειάζεται να το πω, εξίσου γι’ Αθήνα και Λευκωσία). Οι ΗΠΑ αναζητούν προφανώς τρόπο να αποχωρήσουν χωρίς να χρεωθούν φανερά μια ήττα που θα κλόνιζε το κύρος τους και το κύρος του ΝΑΤΟ στα μάτια «συμμάχων» και ανταγωνιστών, που επιπλέον θα προκαλούσε μοιραίους τριγμούς στο εσωτερικό τους, αποκομίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα δευτερεύοντα οφέλη. Διευκολύνεται άλλωστε αυτό από το γεγονός ότι ο δεύτερος από τους αρχικούς στόχους του πολέμου, η καταστροφή μιας συνεργασίας Ευρώπης-Ρωσίας, έχει επιτευχθεί προς όφελός τους: το φαραωνικό σχέδιο αντικατάστασης του φτηνού ρωσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης με το ακριβό αμερικανικό LNG (υγροποιημένο σχιστολιθικό αέριο) τρέπει αποφασιστικά το ισοζύγιο πληρωμών υπέρ τους· το ίδιο και οι πωλήσεις όπλων στην Ευρώπη για την συνέχιση του πολέμου. Η ευκαιρία που τους δίνεται είναι μόνο να ξεφορτωθούν το κόστος της στρατιωτικής κάλυψης της Ευρώπης, εις βάρος τής ίδιας, ενόψει της επιδεινούμενης οικονομικής τους θέσης στον παγκόσμιο συσχετισμό. Και τα δύο αυτά όμως σημαίνουν πως είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, όχι το αντίθετο. Η αλλοπροσαλλοσύνη των τακτικών της κυβέρνησης Τραμπ εξηγείται μόνο από αυτή την περίπλοκη στρατηγική, που έχει στόχο τη διαιώνιση ενός πολέμου για χάρη των ΗΠΑ με χρέωση των συνεπειών στους «συμμάχους» τους (κι εναλλακτικά, εάν μια αιφνίδια κατάρρευση του μετώπου παρ’ ελπίδα τον σταματήσει, τη δυνατότητα μιας επικερδούς συνεργασίας, στο μέτρο του εφικτού, με τον νικητή).

Ο πιο δυσεξήγητος παράγοντας σε αυτή την ιστορία είναι η στάση των ίδιων των Ευρωπαίων. Όντας οι ίδιοι το δεύτερο θύμα αυτού του πολέμου μετά την Ουκρανία, πλειοδοτούν σε πολεμικό τυχοδιωκτισμό και σέρνουν ολόκληρη την ήπειρο στην πιο επικίνδυνη θέση που έχει βρεθεί από τις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Γιατί; Από τα χείλη των ιθυνόντων της ακούμε απίστευτης γελοιότητας επιχειρήματα, όπως  «Απειλείται ένα κυρίαρχο κράτος» (η Ουκρανία) και «δεν γίνεται να επιβραβευτεί ο επιτιθέμενος»: αλήθεια, μόνο η Ουκρανία είναι «κυρίαρχο κράτος», όχι ας πούμε η Βενεζουέλα ή ο Λίβανος ή η Λιβύη; Και ποιος παραβίασε την «κυριαρχία» της Ουκρανίας, η Ρωσία με τη στρατιωτική επιχείρηση διάσωσης του πληττόμενου ρωσικού και ρωσόφωνου πληθυσμού ή οι ενορχηστρωτές του πραξικοπήματος του 2014, ο κος Πάιατ και η κα Νούλαντ; Ποιος είναι ακριβώς ο επιτιθέμενος στην Ουκρανία, η οποία εμποδίστηκε επανειλημμένα να έρθει σε ειρηνική διευθέτηση με τη Ρωσία, όπως από τον κο Μπόρις Τζόνσον στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 2022; «Δεν είναι δεκτή αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», διαρρηγνύει τα ιμάτιά της η Προέδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κα Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν: έχει ξεχάσει προφανώς τη Γιουγκοσλαβία και τον ρόλο της χώρας της στο βαλκανικό δράμα της δεκαετίας τού ’90… Φτάσαμε ώς και ν’ ακούσουμε από τον θλιβερό υπουργό άμυνας της χώρας στην οποία έχουμε την ατυχία να ζούμε «Είμαστε με τον αδύνατο»: αλήθεια κε Δένδια, όπως ακριβώς είσαστε και στην Παλαιστίνη;

Ό,τι κι αν καταλογίσει κανείς στους ευρωπαίους ηγέτες, δύσκολα μπορεί να πειστεί ότι είναι τόσο απύθμενα ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως η Ρωσία διεκδικεί… έδαφος. Κανείς προφανώς δεν πιστεύει, ούτε έχει την παραμικρή ένδειξη για να σκεφτεί, ότι η Ρωσία απειλεί με οιονδήποτε τρόπο την Ευρώπη. Ίσως μόνο σε κάποιον βαθμό οι Βαλτικές χώρες, επειδή ακριβώς κάνουν κάτι που έκανε, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, η Ουκρανία του Ζελένσκι: τσαλαπατούν εκδικητικά τα δικαιώματα των ρωσόφωνων  πολιτών τους και τους καθιστούν μειονότητα υπό διωγμόν.3 Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και την Πολωνία, υποκινούμενη όχι από παροντικούς φόβους αλλ’ από ένα ρεβανσιστικό αίσθημα που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες (και δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε εδώ). Τότε τι είναι αυτό που ωθεί στον πολεμικό παροξυσμό ηγετίσκους όπως ο Μερτζ, ο Μακρόν, ο Στάρμερ και η γραφειοκρατική ολιγαρχία των Βρυξελλών;

Οι λόγοι είναι σύνθετοι, και για να τους καταλάβει κανείς δεν αρκεί η γεωπολιτική ανάλυση. Χρειάζεται επιπλέον μια κατανόηση της δυναμικής του παγκόσμιου καπιταλισμού, ιδίως στη δυτική εκδοχή του, και η ικανότητα διαπλοκής των γεωπολιτικών με τις κοινωνικοοικονομικές αναλύσεις στους περίπλοκους δεσμούς τους. Εν πρώτοις, να καταλάβουμε ότι η διαφαινόμενη απόκλιση γραμμών δεν είναι απλώς ανάμεσα στην «Ευρώπη» και τις «ΗΠΑ»: απηχεί μιαν αμηχανία και σύγκρουση στρατηγικών μέσα στους ίδιους τους ιθύνοντες κύκλους των ΗΠΑ, ανάμεσα στην ανάγκη ν’ αποσυρθούν από μια ήττα χωρίς να επωμιστούν την εικόνα του ηττημένου, από τη μία πλευρά, και τη συνειδητοποίηση των συνεπειών που θα έχει για την Αυτοκρατορία μια στρατηγική αναδίπλωση πολύ μεγαλύτερη από εκείνες του Βιετνάμ, του Ιράκ και του Αφγανιστάν, από την άλλη. Ευρωπαίοι ηγέτες όπως οι προαναφερθέντες συνδέουν τη μοίρα τους με τη μερίδα των αμερικανικών ελίτ που δεν ελέγχουν αυτή τη στιγμή απολύτως την κυβέρνηση, έχοντας ενδοιασμούς για την αποτελεσματικότητα των χειρισμών της, και μια υπερίσχυση της φερόμενης ως «γραμμής Τραμπ» προβλέπουν ότι θα πιστωθεί στην πλευρά των δικών τους αντιπάλων που ήδη πολιορκούν τις επισφαλείς κυβερνήσεις τους: ακροδεξιές δυνάμεις όπως του Φάρατζ στη Βρετανία, της Λεπέν στη Γαλλία, του AfD στη Γερμανία… Ακριβέστερα, δηλαδή, διαφαίνεται μια απόκλιση στρατηγικών ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερη δεξιά κι εθνικιστική ακροδεξιά, για να το πούμε έτσι, που ρηγματώνει ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα της Δύσης (μετά την αυτοεξάλειψη μιας επαναστατικής Αριστεράς) και είναι σύμπτωμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδιεξόδων.

Οι αντιφάσεις αυτές είναι ακριβώς αντιφάσεις του παραγωγικού μοντέλου που συνιστά την ουσία του όρου «Δύση», του καπιταλισμού στο στάδιο της χρηματοπιστωτικής  του μετάλλαξης.4 Συνέπειά του είναι μια βαθιά και ανακυκλούμενη κρίση που από το 2008 έχει λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας, για την έξοδο από την οποία έχουν γίνει αλλεπάλληλες (αποτυχημένες) απόπειρες: οι «υγειονομικές απειλές» και τα προτεινόμενα βιοτεχνολογικά εργαλεία, η «κλιματική κρίση» και λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», και τώρα η αναγγελθείσα πολεμική οικονομία, είναι απεγνωσμένοι σχεδιασμοί για την αναθέρμανση διαδικασιών συσσώρευσης που υπόσχονται ανανεωμένη κερδοφορία – η οποία στραγγίζεται όπως το νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων όσο πιο εικονικές γίνονται οι ροές των κεφαλαίων (και σε όσο λιγότερα χέρια συγκεντρώνεται η προαγορασμένη ισχύς). Ακούμε τους κήρυκες της σφαγής σήμερα να λένε ότι πρέπει να περικόψουμε ακόμη περισσότερες τις κοινωνικές δαπάνες προκειμένου η Ευρώπη να εξασφαλίσει την άμυνά της απέναντι στη ρωσική απειλή. Το νόημα είναι το αντίστροφο: πρέπει «να εξασφαλίσουμε την άμυνα της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική απειλή» ακριβώς για να περικόψουμε κι άλλο τις κοινωνικές δαπάνες – διότι η επιζητούμενη συσσώρευση και κερδοφορία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί αλλιώς. Κάποιοι είπαν ότι είναι ένας τρόπος να αναπληρώσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες την καταστροφή που υπέστησαν από την ίδια την πολεμική ευθυγράμμισή τους με τις ΗΠΑ· άλλοι σκέφτηκαν ότι αγοράζοντας οι ευρωπαίοι συμβόλαια, φυσικό αέριο και αμερικανικά όπλα (διότι το όνειρο της δικής τους πολεμικής βιομηχανίας απέχει απείρως από την πραγμάτωσή του) εξευμενίζουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ ώστε να μην τους επιβάλει ακόμη πιο δυσβάσταχτους εμπορικούς δασμούς. Όλα μπορεί να ισχύουν σε κάποιο μέτρο, διότι οι αποφάσεις είναι, όπως λέμε, υπερπροσδιορισμένες· πρέπει ωστόσο να καταλάβουμε ότι ακόμη και φαινομενικά καιροσκοπικές επιλογές υπακούουν σε μια βαθύτερη, δομική λογική: το ότι δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς να γεννά πόλεμο και ανακυκλούμενη καταστροφή, και ότι, όταν οι δυνατότητες επέκτασης έχουν εξαντληθεί, είναι καταδικασμένος αυτός να κανιβαλίζει τις ίδιες του τις σάρκες.

Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τον προληπτικά κατασταλτικό χαρακτήρα που έχει η καλλιέργεια ενός αισθήματος πολεμικού τρόμου (όπως και υγειονομικού, περιβαλλοντικού, κτλ.) απέναντι στη διογκούμενη αγανάκτηση και ανέχεια που σιγοβράζει σε όλο και μεγαλύτερες μάζες του δυτικού κόσμου – αγανάκτηση και ανέχεια που, αναμφίβολα, κυοφορούν σεισμικές αναταράξεις για τις ιθύνουσες ελίτ. Μοιάζει σαν οι κυρίαρχες καπιταλιστικές τάξεις, ενόψει της πολλαπλή κρίσης του κόσμου που ακόμα ελέγχουν, να στρέφουν τα μάτια στη συνταγή της δεκαετίας του ’30 για τη διπλή ανάσχεση του οικονομικού κραχ και της εργατικής απειλής. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι ίδιες: όσο από τη μία πλευρά δεν υπάρχει ένα οργανωμένο και μαζικό λαϊκό κίνημα να τις πολεμήσει αποτελεσματικά, άλλο τόσο, από την άλλη, έχουν χάσει την παραγωγική και πληθυσμιακή βάση (η Ευρώπη οπωσδήποτε, αλλά σε αυξανόμενο βαθμό και οι ΗΠΑ) που θα επέτρεπε την πολεμική λύση στο πρόβλημά τους.

Στον ορίζοντα έχουν προβάλει άλλου είδους αντίπαλοι που, αν και η ακριβής φύση τους παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστη, κατατρίβουν αργά αλλά σταθερά την παραδεδομένη τους ισχύ. Αυτό αναμφίβολα θέτει σε θανάσιμη διακινδύνευση τον κόσμο μας – αλλά δίνει σε όλους εμάς, όσοι δεν έχουμε συνθηκολογήσει με την καπιταλιστική δυστοπία, ένα νέο περιθώριο δράσης που ίσως μπορούμε να εκμεταλλευθούμε πριν είναι πολύ αργά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Διατυπώνεται ρητά από τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκυ στο βιβλίο του Η μεγάλη σκακιέρα του (1997) κι επαναλαμβάνεται στο επιτελικό «Σχέδιο για τον Αμερικανικό Αιώνα» (1999), τη χρονιά ακριβώς που αρχίζει η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς (επί Προέδρου Κλίντον και κας Μάργκαρετ Ολμπράιτ), παραβαίνοντας την υπόσχεση που είχε δοθεί δέκα χρόνια νωρίτερα στον Γκορμπατζώφ στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που οδήγησαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. 

2. Για λόγους σαφήνειας, ας πω ακόμα μία φορά τι περιλαμβάνει αυτός ο όρος, που η σημασία του δεν είναι γεωγραφική αλλά γεωπολιτική. Είναι ο στρατηγικός άξονας των (αλληλεπικαλυπτόμενων) συνασπισμών που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του πλανήτη, με ένοπλο τοποτηρητή των συμφερόντων τους τις ΗΠΑ: ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Αγγλοσαξωνικές χώρες (τα λεγόμενα στη γλώσσα των μυστικών υπηρεσιών «five eyes»: ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), Ισραήλ και οι  G7 (ώστε να περιληφθεί και η Ιαπωνία).

3. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, βλέπω σε βίντεο την κα Κάγια Κάλας, εκπρόσωπο Εξωτερικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λέει από άμβωνος: «Τα τελευταία 100 χρόνια η Ρωσία έχει επιτεθεί σε περισσότερες από 19 χώρες, σε ορισμένες από τις οποίες έως και 3 ή 4 φορές. Καμία από αυτές δεν έχει επιτεθεί ποτέ στη Ρωσία». Περιλαμβάνει ασφαλώς στις χώρες-θύματα και τη ναζιστική Γερμανία…! Ο βαθύτερα αντικομμουνιστικός πυρήνας του ευρωπαϊκού αντι-ρωσισμού (και ανεξαρτήτως του τι είναι η σημερινή Ρωσία) δύσκολα κρύβεται· στη δε ζώνη της Ουκρανίας, Πολωνίας και Βαλτικών χωρών φυσάει ένας απροσχημάτιστα φιλοναζιστικός αέρας. Η ίδια αυτή κυρία και η χώρα της, η Εσθονία, πριν από λίγους μήνες πάσχιζε να χαρακτηρίσει ως ήρωες και να τιμήσει με μετάλλια ανδρείας τα τάγματα των εσθονών SS που πολέμησαν κατά της Σοβιετικής Ένωσης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

4. Για τη φύση αυτού του τελευταίου μοντέλου καπιταλισμού, που συνυφάνθηκε με τη λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τη γενίκευση του αυτοματισμού στην παραγωγή (την ιδεολογία τού οποίου συνήθως περιγράφει ο όρος «νεοφιλελευθερισμός»), βλ. Φώτης Τερζάκης  & Νίκος Προγούλης, Η ανάδυση της εικόνας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (Α/συνέχεια: Αθήνα 2017).

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο