Στην παρούσα συγκυρία, η συμφωνία για την αγορά ισραηλινού φυσικού αερίου, με ορίζοντα 15 ετών, από μια μεγάλη αραβική χώρα, όπως η Αίγυπτος, έχει και πολιτική διάσταση, παρά την άρνηση του Καΐρου
Ένα από τα σημαντικότερα ενεργειακά deals της χρονιάς που φεύγει, είναι η συμφωνία για την αγορά ισραηλινού φυσικού αερίου από την Αίγυπτο. Δεν είναι μόνο το οικονομικό μέγεθος των 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που καθιστά σημαντική αυτή τη συμφωνία. Είναι, επίσης, οι γεωπολιτικές επιπτώσεις σε μια από τις πιο ασταθείς περιοχές του πλανήτη, στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στη γωνιά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δίπλα στην ανοιχτή πληγή της Λωρίδας της Γάζας.
Καθοριστικός είναι ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα, μέσω του ενεργειακού κολοσσού Chevron, που διαχειρίζεται το κοίτασμα Λεβιάθαν, με ισραηλινούς εταίρους, οι οποίοι προανήγγειλαν τη συμφωνία τον περασμένο Αύγουστο, περιμένοντας την τελική έγκριση από την κυβέρνηση Νετανιάχου. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός άναψε επίσημα το πράσινο φως την περασμένη Τετάρτη, λέγοντας ότι προσδοκά έσοδα 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον δημόσιο ταμείο. Η συμφωνία προβλέπει ότι το Ισραήλ θα πωλήσει στην Αίγυπτο 130 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου μέχρι το 2040, δηλαδή περίπου το ένα πέμπτο των εκτιμώμενων αποθεμάτων του Λεβιάθαν, που ανέρχονται σε 600 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Αλλαγή ρόλων
Πριν από 20 χρόνια, το 2005, το Ισραήλ ήταν εκείνο που προσπαθούσε να καλύψει ένα μέρος των μεγάλων ενεργειακών αναγκών του από την Αίγυπτο, υπογράφοντας μνημόνιο για την προμήθεια φυσικού αερίου αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Έκτοτε, πολλά έχουν αλλάξει στην ανατολική Μεσόγειο. Ανακαλύφθηκαν δύο μεγάλα κοιτάσματα, το Λεβιάθαν στο Ισραήλ (130 χλμ δυτικά της Χάιφα) και το Ζορ (Zohr) στην Αίγυπτο (200 χλμ βόρεια του Πορτ Σάιντ και νότια του κυπριακού κοιτάσματος Αφροδίτη). Παρότι το Ζορ είναι το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, με εκτιμώμενο μέγεθος 850 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, η Αίγυπτος στράφηκε στο Ισραήλ για να καλύψει ένα μέρος των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών της.
Οι πολιτικές διαστάσεις της νέας συμφωνίας
Η κυβέρνηση του Καϊρου έσπευσε να διευκρινίσει ότι πρόκειται για «μια καθαρά εμπορική συναλλαγή», μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών, χωρίς πολιτικές διαστάσεις. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Νετανιάχου κάνει λόγο για τη μεγαλύτερη συμφωνία του είδους στην ιστορία του Ισραήλ, διαβεβαιώνει τους πολίτες ότι η πώληση φυσικού αερίου στην Αίγυπτο δε σημαίνει ότι η δική τους χώρα θα μείνει χωρίς ενεργειακούς πόρους, καθώς διαθέτει και άλλα κοιτάσματα (Ταμάρ, Καρίς κ.α.). Όμως, σύμφωνα με αμερικανικά ΜΜΕ, το deal είναι αποτέλεσμα πιέσεων του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φιλοδοξεί να φέρει σύντομα στο ίδιο τραπέζι τον πρωθυπουργό Νετανιάχου και τον πρόεδρο Αλ Σίσι.
Η Αίγυπτος είναι μια από τις εγγυήτριες της κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα και διατηρεί επί δεκαετίες οικονομικές σχέσεις με το Ισραήλ, μετά από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, το 1978, με την οποία εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις των δυο χωρών. Στην παρούσα συγκυρία, η συμφωνία για την αγορά ισραηλινού φυσικού αερίου, με ορίζοντα 15 ετών, από μια μεγάλη αραβική χώρα, όπως η Αίγυπτος, έχει και πολιτική διάσταση, παρά την άρνηση του Καϊρου. Αποτελεί ένα κομμάτι του ψηφιδωτού της ενέργειας στην ανατολική Μεσόγειο, μαζί με τις διαρκείς τουρκικές προκλήσεις, την υπεράσπιση των δικαιωματων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις διευθετήσεις με τον Λίβανο, τις εκκρεμότητες της συριακής ΑΟΖ. Επίσης, εφόσον προχωρήσει η εφαρμογή του σχεδίου Τραμπ για τη Γάζα, θα τεθεί εκ νέου και το ζήτημα της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αερίου που ανακαλύφθηκαν το 2000, περίπου 40 χλμ δυτικά των ακτών της Λωρίδας.
Οι «παίκτες» του deal
Σημειώνεται ότι το κοίτασμα Λεβιάθαν ελέγχεται κατά 39,66% από τη Chevron, κατά 45,34% από την ισραηλινή NewMed και κατά 10% από την επίσης ισραηλινή Ratio. Το κοίτασμα Ζορ ελέγχεται κατά 50% από την κοινοπραξία της ιταλικής Eni με την αιγυπτιακή EGPC, ενώ συμμετέχουν η ρωσική Rosneft με 30%, η ενεργειακή εταιρεία του Άμπου Ντάμπι, Mudabala με 10% και η BP, που έχει την έδρα της στο Λονδίνο, επίσης με 10%. Μόλις προχθές, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να εξαιρέσει τη συγκεκριμένη επένδυση της Rosneft από τις κυρώσεις που επιβάλει στις ρωσικές επιχειρήσεις, λόγω του πολέμου της Ουκρανίας.