Η φύση απεχθάνεται το κενό – και η Μέση Ανατολή επίσης.
Η ήττα στον πόλεμο των Έξι Ημερών και κατόπιν οι συμφωνίες του Camp David στέρησαν από την Αίγυπτο τον ρόλο του φυσικού ηγέτη του αραβικού κόσμου – και της κύριας απειλής για την ασφάλεια του Ισραήλ. Στο αυτό το τοπίο το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν αναδείχθηκε σε σημαντικότερο περιφερειακό ανταγωνιστή του εβραϊκού κράτους – όπως έδειξε ήδη από το 1981 η ισραηλινή επιδρομή κατά του πυρηνικού σταθμού του Osirak.
Όμως ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου το 1991, το εμπάργκο που ακολούθησε και εντέλει η είσοδος των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Βαγδάτη το 2003, έπειτα από εντατικές προσπάθειες των λεγόμενων “νεοσυντηρητικών”, έθεσαν εκτός παιδιάς το Ιράκ, ωστόσο το κενό δεν άργησε να καλυφθεί. Το ίδιο το Ιράκ τέθηκε εν πολλοίς σε τροχιά γύρω από το Ιράν, λόγω της ανάδυσης των ιρακινών σιιτικών κομμάτων και των πολιτοφυλακών τους, ενώ η Ισλαμική Δημοκρατία εξάπλωνε το αποτύπωμά της στην περιοχή οικοδομώντας τον “άξονα της αντίστασης” με την Χεζμπολλάχ, την Ανσαρουλλάχ της Υεμένης, τη συμπόρευση με τη Συρία του Άσαντ κ.ο.κ.
Η ακύρωση του αμερικανικού δόγματος της “διπλής ανάσχεσης” (ήτοι του αλληλοπεριορισμού) Ιράν και Ιράκ, με την πτώση του Σαντάμ Χουσεϊν, δημιούργησε μιαν ασυμμετρία, η οποία ως “λογική” συνέπειά της είχε την ώθηση για “αλλαγή καθεστώτος” στην Τεχεράνη. Το κράτος του Ισραήλ, τα φιλο-ισραηλινά λόμπι και ο Βενιαμίν Νετανιάχου προσωπικά αφιέρωσαν σε αυτήν τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Το “ξεκαθάρισμα λογαριασμών” που εκκρεμούσε ήρθε πιο κοντά μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου – αλλά το αποτέλεσμα των απευθείας θερμών αναμετρήσεων Ισραήλ-Ιράν είναι προς το παρόν μια ιδιόμορφη ισοπαλία. Το Ιράν αποδείχθηκε ότι είναι πολύ μεγάλο και ισχυρό για να “πέσει”, μάλιστα μπόρεσε να πλήξει την ισραηλινή επικράτεια από μια θέση σχετικής ισοδυναμίας. Από την άλλη, όμως, ο “άξονας της αντίστασης” έχει “κλαδευτεί” (κυρίως λόγω του αποκεφαλισμού της ηγεσίας της Χεζμπολλάχ και της πτώσης του Άσαντ στη Συρία) και η Ισλαμική Δημοκρατία έχει εν πολλοίς κλειστεί μέσα στα σύνορά της, προετοιμάζοντας την άμυνά της για τον “δεύτερο γύρο” που ενδέχεται να προκύψει.
Το κενό που έχει ανοίξει στην περιοχή μόνο ένας παίκτης είναι πρόθυμος να καλύψει: η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν. Άλλωστε, μετά την κατάληψη της Δαμασκού από τους προστατευόμενούς της, η Τουρκία έχει βρεθεί για πρώτη φορά να συνορεύει τρόπον τινά με το Ισραήλ – εξού και το εβραϊκό κράτος από νωρίς προωθήθηκε περαιτέρω στα Υψώματα του Γκολάν και κατέστρεψε τις συριακές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις οποίες θα μπορούσαν να εγκατασταθούν τουρκικές δυνάμεις.
Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο εκκρεμές συνεργασίας και ανταγωνισμού, καθώς παρά την πύρινη ρητορική του Ερντογάν, οι οικονομικές σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ κάθε άλλο παρά έχουν διαρραγεί. Αυτό κάθε άλλο παρά επιτρέπει στο εβραϊκό κράτος να εφησυχάζει απέναντι στην τουρκική προώθηση, πόσω μάλλον όταν Άγκυρα και Ντόχα αποτελούν οιονεί “συναναδόχους” της Χαμάς.
Από την άλλη πλευρά (αφήνοντας κατά μέρος την περιπλοκή ότι πρόκειται για χώρα του ΝΑΤΟ), η Τουρκία έχει λόγους να ανησυχεί για ό,τι ενδεχομένως απεργάζεται το Ισραήλ εις βάρος της, αξιοποιώντας και τις καλές του σχέσεις με το “κουρδικό χαρτί”. Οι προειδοποιήσεις του Ερντογάν και του Μπαχτσελί ότι “στη Γάζα κρίνεται η ακεραιότητα της Ανατολίας” δεν αποτελούν απλώς κούφια κινδυνολογία, αν κρίνει κανείς από την τύχη των λοιπών χωρών της περιοχής που και μόνο λόγο της κρατικής τους υπόστασης αποτελούσαν δυνάμει απειλή για το Ισραήλ.
Η σύνοδος υπουργών Εξωτερικών μουσουλμανικών χωρών την οποία φιλοξενεί σήμερα η Τουρκία σχετικά με το “δεύτερο στάδιο” του “σχεδίου Τραμπ” για τη Λωρίδα της Γάζας αποτελεί επιπλέον δείκτη του αναβαθμισμένου ρόλου της Τουρκίας στο Μεσανατολικό.
Η Τουρκία, το Πακιστάν, η Ινδονησία, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, η Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι οι χώρες που τον Σεπτέμβριο είχαν παρουσιάσει την “αραβομουσουλμανική πρόταση” για τη Γάζα στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος λίγο αργότερα την ενσωμάτωσε στο δικό του σχέδιο, ανταμείβοντας μάλιστα τους εμπνευστές της με πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάσκεψη του Σαρμ ελ Σέιχ, αλλά και με την υπόσχεση ανάπτυξης δικών τους δυνάμεων στον παλαιστινιακό θύλακα κατά το “δεύτερο στάδιο”.
Η ασάφεια όλων των προβλέψεων πέραν της αρχικής και κρισιμότερης, που αφορούσε την ανταλλαγή ομήρων, ο δισταγμός των αραβικών κρατών απέναντι στην ανάληψη ρίσκων ασφαλείας (και χρηματοδοτικών βαρών), χωρίς να έχει ξεκαθαρισθεί το πολιτικό μέλλον της Γάζας, καθώς και οι αντιρρήσεις του Ισραήλ στην παρουσία τουρκικών δυνάμεων αφήνουν την υλοποίηση του σχεδίου Τραμπ στον αέρα.
Ο Αμερικανός υπουργός Μάρκο Ρούμπιο έχει ήδη αποδεχθεί τις ισραηλινές αντιρρήσεις, λέγοντας ότι μόνο δυνάμεις αποδεκτές από το Ισραήλ θα συμμετέχουν στην Stabilization Force (γίνεται λόγος για στρατιώτες από το Αζερμπαϊτζάν και την Ινδονησία), η Τουρκία βλέπει να μην επιτρέπεται καν η είσοδος των διασωστών της που αναμένουν στα σύνορα της Γάζας, η Σαουδική Αραβία εξαιρεί εαυτήν από τα έξοδα ανοικοδόμησης, επικαλούμενη δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 5% για φέτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες αραβικές χώρες αναρωτιούνται αν τους επιφυλάσσεται ρόλος peace keeping ή peace enforcement (ήτοι αφοπλισμού της Χαμάς), τον οποίο δεν επιθυμούν.
Η σημερινή σύνοδος των επτά υπουργών Εξωτερικών αναδεικνύει το λεπτό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η διαπραγμάτευση – αλλά και την επιθυμία της Τουρκίας να μην παραιτηθεί από τη διεκδίκηση ρόλου. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι οι αραβικές χώρες (πλην ΗΑΕ) δεν αντιτάσσονται σε αυτό. Αλλά ούτως ή άλλως, μετά τη συντριβή των αβασίλευτων εθνικιστικών αραβικών καθεστώτων και την εξαγορά των αραβικών μοναρχιών, το “λάβαρο” της υπεράσπισης της παλαιστινιακής υπόθεσης έχει περάσει σε εξωαραβικές δυνάμεις – και μάλιστα λιγότερο απομονωμένες από το Ιράν του αγιατολλάχ Χομεϊνί.