Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα της Κεντροαριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου έχει πυροδοτηθεί ξανά, με αφορμή την έντονη και εμφανώς μελετημένη σε κάθε της λεπτομέρεια δημόσια παρουσία του Αλέξη Τσίπρα, την προαναγγελία του βιβλίου του υπό τον τίτλο «Ιθάκη» και τη φιλοδοξία του να δημιουργήσει έναν νέο πολιτικό φορέα που προφανώς θα κάνει ζημιά πρωτίστως στον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, του οποίου υπήρξε πρόεδρος. Αν και ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει προβεί σε καμία επίσημη ανακοίνωση, οι δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες καταγράφουν ήδη τη διάθεση του εκλογικού σώματος και σχηματίζεται μια πρώτη, ρευστή ακόμη αλλά υπαρκτή εικόνα ως προς το πώς θα γινόταν δεκτή η επιστροφή του.
Στη χθεσινή δημοσκόπηση της Interview για την Political, το 29% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι βλέπει θετικά ή μάλλον θετικά την επάνοδό του στα δρώμενα. Το εύρημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν υπολογίσει κανείς ότι δεν υπάρχει ακόμη συγκεκριμένο πολιτικό όχημα ή προγραμματική ταυτότητα που να το συνοδεύει. Παράλληλα, όμως, το 67% εξακολουθεί να εκφράζει αρνητική στάση, υποδεικνύοντας πως η εικόνα του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ έχει φθαρεί σημαντικά στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Ο όρος «rebranding της δημόσιας εικόνας» που χρησιμοποιείται στην ίδια σφυγμομέτρηση αντανακλά ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια επανατοποθέτησης, όχι μόνο σε επίπεδο παρουσίας, αλλά και αφηγήματος, με σαφή στόχο την ανάκτηση πολιτικής αξιοπιστίας.
Το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα λειτουργεί ως εργαλείο επαναφοράς του ιδίου στη δημόσια σφαίρα

Το ίδιο μοτίβο αποτυπώνεται και ως προς το ενδιαφέρον για το βιβλίο του. Μόνο το 22% δηλώνει ότι θα το αγόραζε, έναντι ενός 75% που το απορρίπτει εξαρχής. Ωστόσο, η αξία του βιβλίου δεν βρίσκεται απαραίτητα στις πωλήσεις του, αλλά στο γεγονός ότι λειτουργεί ως εργαλείο επαναφοράς του ιδίου στη δημόσια σφαίρα, προσφέροντάς του τον χώρο να επαναδιαμορφώσει τη μνήμη των γεγονότων, να γεφυρώσει αποστάσεις με τμήματα του εκλογικού σώματος που απομακρύνθηκαν μετά το 2015, αλλά και να ξανασυστήσει τον εαυτό του μέσα από προσωπική αφήγηση και αυτοκριτική.
Από την πλευρά της, η δημοσκόπηση της ALCO για τον Alpha που διεξήχθη προ ημερών, εστίασε ίσως στην πιο κρίσιμη παράμετρο: την εμπιστοσύνη. Εκεί, η εικόνα για τον κ. Τσίπρα είναι πιο αρνητική καθώς το 62% δηλώνει ότι δεν τον εμπιστεύεται καθόλου, ενώ το 17% ότι τον εμπιστεύεται λίγο. Μόλις ένα 12% απαντά ότι έχει αρκετή εμπιστοσύνη και ένα 5% πολλή. Ωστόσο, η επιμέρους ανάλυση που αφορά τη δεξαμενή ψηφοφόρων που θα μπορούσαν να τον ακολουθήσουν αποκαλύπτει πως υπάρχει πολιτικό έδαφος στο οποίο μπορεί να στηριχθεί. Ειδικότερα, το 92% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να τον εμπιστεύεται, ενώ στα νέα μικρότερα σχήματα της Αριστεράς, όπως η Νέα Αριστερά και το Κίνημα Δημοκρατίας, τα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι επίσης υψηλά. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το ενδεχόμενο σημείο εκκίνησης ενός νέου πολιτικού εγχειρήματος: ένας ήδη υπάρχων πυρήνας, που δεν θα χρειάζεται να «κερδηθεί», αλλά να οργανωθεί, να συνδεθεί και να αποκτήσει προοπτική.
Εξίσου αποκαλυπτική όμως ήταν και η έρευνα της MRB για το Open, όπου κι εκεί τέθηκε ευθέως το ερώτημα ενός νέου κόμματος. Το 21,8% δήλωσε πως θα εξέταζε θετικά το ενδεχόμενο να τον ψηφίσει. Το ποσοστό αυτό, παρότι μειοψηφικό, δεν είναι μικρό. Αντιθέτως, για πολιτικό εγχείρημα που ακόμη δεν έχει πάρει μορφή, αποτελεί αξιοσημείωτη βάση εκκίνησης. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι αν αυτό το ποσοστό αποτελεί το κατώφλι μιας δυνητικής δυναμικής ή το ανώτατο όριό της. Η απάντηση δεν βρίσκεται προφανώς στους αριθμούς, αλλά στη δυνατότητα διατύπωσης ενός πειστικού πολιτικού προτάγματος, που δεν θα ανακυκλώνει το παρελθόν, αλλά θα παράγει νέο νόημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο «Ιθάκη» δεν αποτελεί απλώς μια προσωπική εξομολόγηση, αλλά ένα πρώτο πολιτικό κείμενο βάσης. Ο Τσίπρας περιγράφει πως τμήμα του προέκυψε από μακρές συνεντεύξεις με συνεργάτες του, με στόχο όχι την απλή αφήγηση γεγονότων αλλά την αναπαράσταση συναισθημάτων και εσωτερικών διεργασιών. Αυτή η μεθοδολογία μοιάζει περισσότερο με την προετοιμασία ενός νέου αφηγήματος παρά με την αποτίμηση του παλιού. Μοιάζει περισσότερο με πρόλογο παρά με επίλογο.
Το πολιτικό τοπίο, λοιπόν, παραμένει ιδιαίτερα ρευστό. Ένα τμήμα της κοινωνίας εξακολουθεί να βλέπει τον κ. Τσίπρα ως δυνητικό εκφραστή, κυρίως στα προοδευτικά ακροατήρια που σήμερα νιώθουν πολιτικά άστεγα. Από την άλλη, το βάρος της φθοράς μετά τη διακυβέρνηση την περίοδο 2015 – 2019 προκαλεί προβληματισμό σε ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων. Το στοίχημα, λοιπόν, δεν είναι αν ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να επανέλθει στο προσκήνιο – αυτό ήδη συμβαίνει. Το στοίχημα είναι αν μπορεί να το κάνει με τρόπο που θα υπερβεί τη μνήμη του παρελθόντος και θα γεννήσει κάτι νέο, αντί να ανακυκλώσει το γνώριμο. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα το αποφασίσουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά ο χρόνος, οι συμμαχίες και η πειστικότητα του πολιτικού λόγου που θα εκφέρει.