Μπορούν τα Τέμπη να απαξιώσουν πυλώνες του κατεστημένου και ως εκ τούτου να προκαλέσουν αλυσιδωτές συνέπειες;
Του Θέμη Τζήμα
Η κατάσταση στην πατρίδα μας χαρακτηρίζεται από μια οξύμωρη, σχεδόν ειρωνική, ανισορροπία: ενώ οι σχεδιασμοί του κατεστημένου δείχνουν να πετυχαίνουν πλήρως όπως προκύπτει από την πλήρη κατίσχυση της Νέας Δημοκρατίας έναντι των αντιπάλων της σε επίπεδο δημοσκοπήσεων όπως και από την προώθηση του Αλέξη Τσίπρα ως αντιμητσοτακικής «λύσης», αυτή ακριβώς η απαξίωση και η εξαφάνιση κάθε πραγματικής κοινοβουλευτικής αλλά και σταθερής κινηματικής, εναλλακτικής, στην παρούσα κυβέρνηση η οποία «συμβολοποιεί», χωρίς να αποτελεί η ίδια από μόνη της, το εν γένει κατεστημένο, προκαλεί μια θεμελιώδη ανισορροπία στην ίδια την τυπική και απολύτως προβλέψιμη πολιτική εξέλιξη την οποία το κατεστημένο επιδιώκει με σταθερό τρόπο.
Υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα στην προφανή απουσία προοπτικής αλλαγής, την οποία συνήθως προσφέρουν κάποια από τα κοινοβουλευτικά κόμματα: η δυσφορία που γεννά ακόμα και σε πολίτες οι οποίοι μπορεί να ψηφίζουν το κυβερνητικό κόμμα, πολλώ δε μάλλον ευρύτερα στους πολίτες, φθείρει τη δυνατότητα του κατεστημένου να ηγεμονεύει τον λαό, ιδίως δίνοντας θετικές προοπτικές προφανώς εντός της πολιτικής του.
Η αιτία είναι πολύπτυχη: η κρίση στο εποικοδόμημα συνιστά αποτέλεσμα της κρίσης στην παραγωγική οικονομία της πατρίδας μας και στις κοινωνικές σχέσεις: η οικονομία κινείται κατεξοχήν γύρω από μοχλευόμενο χρήμα το οποίο προκύπτει από τα ακίνητα δια τις εισόδου κυρίως ξένου κεφαλαίου, από τη «μαύρη» οικονομία, από μεταπραττισμό και τουρισμό. Με άλλα λόγια οι τομείς της οικονομίας που χτίζουν (έστω καπιταλιστικά) θεμέλια υποχωρούν διαρκώς στη (μετά-) μνημονική Ελλάδα. Η επιχειρηματικότητα επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό εδράζεται στην κατασταλτική (στην πραγματικότητα) εις βάρος των εργαζομένων πολιτική της περιστολής και της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Τα ίδια τα οικονομικά στοιχεία είναι εύγλωττα: το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2024 εμφάνισε επιδείνωση, ενώ ταυτοχρόνως επιδεινώθηκαν οι οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες αλλά και το αντίστροφο ακριβώς, δηλαδή των ιδιωτών προς το δημόσιο. Οι ειδήσεις όμως, δεν σταματούν εδώ.
Όπως αναλύει σε ένα πρόσφατο κείμενό του ο Οικονομικός Ταχυδρόμος: «Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σωρευτικά την περίοδο 2019-2024 αυξήθηκε κατά 11,2%, ενώ στην Ευρώπη αντίστοιχα, η μέση σωρευτική αύξηση ήταν 4,1%. Όμως μεθοδολογικά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η διαχρονική εξέλιξη ενός δείκτη, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, επηρεάζεται από το μέγεθος του πληθυσμού. Η Ελλάδα, κατά το ίδιο (2019-2024) χρονικό διάστημα παρουσίασε μία σωρευτική μείωση του πληθυσμού κατά 3%, από 10.724.599 κατοίκους στις αρχές του 2019 σε 10.400.720 το 2024. Αυτό σημαίνει ότι η σωρευτική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 11,2% οφείλεται κατά περίπου 20% στην μείωση του πληθυσμού. Αντίθετα, ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασε οριακή, κατά την ίδια περίοδο 2019-2024, αύξηση κατά 0,7%… Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης επιδεινώθηκε την 10-ετία 2015-2024 παρόλο που την περίοδο 2019-2024 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης από το 66% στο 70%. Συγκεκριμένα, το 2015, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 69% του μέσου όρου της Ευρώπης και ξεπερνούσε 4 χώρες (Βουλγαρία 49%, Κροατία 61%, Λετονία 62% και Ρουμανία 56%)… Το 2019, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε στο 66% του μέσου όρου της Ευρώπης και ξεπερνούσε μόνο την Βουλγαρία (55%) και είχε το ίδιο με την Λετονία (66%). Μέχρι το 2024, η Λετονία ξεπέρασε την Ελλάδα φτάνοντας στο 71% του μέσου όρου παρόλο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 70% του μέσου όρου της Ευρώπης, ξεπερνώντας μόνο την Βουλγαρία (66%)… Παρόλο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2019-2024 αυξήθηκε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,2% (11,2% σωρευτική αύξηση την περίοδο 2019-2024), την ίδια χρονική περίοδο, το μερίδιο εργασίας μειώθηκε από το 36,8% του ΑΕΠ στο 35% αποδεικνύοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε δεν μεταφράστηκε σε βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και ευημερίας των εργαζομένων».
Οι παραπάνω εξελίξεις αποτυπώνονται και στην αύξηση του δείκτη δυσχέρειας, ο οποίος αφορά τη δυσκολία ανταπόκρισης των νοικοκυριών στις υποχρεώσεις τους. Δίπλα στα παραπάνω έχουμε την επί τα χείρω αναθεώρηση του ΑΕΠ και την πτώση του δείκτη σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία φθίνει ως προς τα παραγωγικά της θεμέλια, με αποτέλεσμα η πηγή πλουτισμού να προκύπτει από μεταπρατικές και παρασιτικές δραστηριότητες, με εξαιρετικώς πρόσφορη τη διαφθορά. Η διαφθορά δεν προκύπτει επειδή κάποιοι πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες είναι ανήθικοι απλώς (προφανώς αυτό παίζει ρόλο) αλλά κυρίως επειδή αποτελεί την ελληνική εκδοχή της παγκόσμιας πολιτικής «ξαναφουσκώματος της φούσκας».
Ανοίγει επομένως ένα χάσμα: ένα μέρος του πληθυσμού επωφελείται από τη μόχλευση του χρήματος το οποίο κατά βάση προέρχεται από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες. Αυτό το τμήμα θέλει να συντηρήσει την παρούσα κατάσταση είτε ως θετική, είτε ως λιγότερο αρνητική ως προς κάποια εναλλακτική, εξ ου και ψηφίζει. Πρόκειται για μικρό -και μεσό- αστικά στρώματα αλλά και για επιμέρους ομάδες άλλων στρωμάτων που στρατολογούνται από το κατεστημένο ως υποστηρικτικός του μηχανισμός. Δεν πρόκειται για ηθικού χαρακτήρα κατηγορία αλλά για αντικειμενικό γεγονός και απόπειρα διαμόρφωσης ενός πελατειακού ως προς το κατεστημένο και παρεμπιπτόντως τη σημερινή κυβέρνηση πλαισίου.
Ένα άλλο τμήμα υποφέρει από τις ανισότητες και την πτώση της αγοραστικής του δύναμης και προφανώς είναι μεγαλύτερο. Εργαζόμενοι, μέρος της νεολαίας, επιστήμονες, αγρότες σε μεγάλο βαθμό, αυτοαπασχολούμενοι, τμήμα της διανόησης αλλά μη έχοντας διαμορφώσει και διαμορφωθεί σε κοινωνικό μπλοκ και χωρίς να έχουν κομματική και κυβερνητική εναλλακτική, είτε δεν δρουν πολιτικά είτε δρουν αποσπασματικώς και επίσης είτε δεν ψηφίζουν, είτε ψηφίζουν χωρίς να κατορθώνουν να διαμορφώσουν ηγετική εναλλακτική σε επίπεδο κυβέρνησης. Έτσι, αυτό το μέρος του λαού κινείται μεταξύ δυσφορίας, θυμού, πράξεων μαζικής κινητοποίησης και ηττοπαθούς αναδίπλωσης. Επομένως ούτε κομματική-κοινοβουλευτική, ούτε κινηματική εξέλιξη με ηγεμονικά χαρακτηριστικά μπορεί να προκύψει.
Η εν λόγω κατάσταση δεν αφορά μόνο τα τελευταία χρόνια, τώρα όμως επιδεινώνεται για διαφόρους λόγους. Ο διεθνής καπιταλισμός και οι δυτικές του μητροπόλεις (ΗΠΑ, Ε.Ε.) βρίσκονται σε κρίση με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσφέρουν «λύσεις», έστω όπως τα μνημόνια. Ο κίνδυνος γενικευμένου πολέμου προβάλλει απειλητικός. Ο ρόλος της Ελλάδας σε περιφερειακό επίπεδο και η σημασία της υποχωρεί διαρκώς και επικίνδυνα. Η κρίση με τις τιμές των ακινήτων, με την ακρίβεια, με την ασθμαίνουσα οικονομία, με τις ανισότητες εντείνεται και γιατί αντικειμενικώς χειροτερεύει αλλά και επειδή οι υλικές και ψυχικές αντοχές μεγάλου μέρους του λαού εξαντλούνται. Ο λαός βλέπει πάρτι διαφθοράς δις., ενώ γεγονότα όπως το δυστύχημα στα Τέμπη αγγίζουν το συλλογικό θυμικό.
Αυτά με τη σειρά τους αποτελούν συμπτώματα βαθυτέρων και δομικών αιτίων: η Ελλάδα ανήκει στην ημιπεριφέρεια του «δυτικού» και αναπτυγμένου κόσμου, με μια ολιγαρχική μεγαλοαστική τάξη η οποία εν πολλοίς είτε έχει τα συμφέροντά της «έξω», είτε σε ό,τι αφορά το πολύ μεγάλο κεφάλαιο με συμφέροντα στο εσωτερικό, αντιμετωπίζει τη χώρα και τον λαό ως οικόπεδό της. Οι «ξένες πλάτες» αποτελούν τον ύστατο και υπέρτατο μηχανισμό εγγύησης των συμφερόντων της και έτσι αποτελεί με τη σειρά της τον καταλυτικό βραχίονα της εμπέδωσης της ξένης εξάρτησης αλλά και της διάχυσης μιας λουμπενοποίησης του λαού ούτως ώστε να κρατιέται σε μια κατάσταση παθητική, νηπιακή κατά το δυνατόν, με την υπόσχεση άλλοτε ενός «σωτήριου εκδυτικισμού» και άλλοτε (υπόρρητα) ωφέλειας από τη διαφθορά, δηλαδή από τον παρασιτισμό και από τον μεταπρατισμό.
Το κατεστημένο προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία του πρέπει να προσαρμοστεί στις μεγάλες διεθνείς αλλαγές και στο εσωτερικό ή πρέπει να βρει έναν τρόπο να φουσκώνει στο διηνεκές την εγχώρια «φούσκα» (διαφθορά, μεταπρατισμός) διευρύνοντας μάλιστα τους ωφελουμένους από αυτήν ή επειδή όταν τέτοιο καθίσταται δύσκολο (κυρίως επειδή περιορίζεται το φτηνό χρήμα από έξω ή δε διανέμεται αρκετά σε ευρύτερα στρώματα) θα πρέπει να επιτύχει την περιθωριοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, την καταστολή της και την οριακή έστω καταπράυνσή της. Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα από την ίδια του την «επιτυχία»: ενώ η έλλειψη πραγματικής κοινοβουλευτικής εναλλακτικής πρόσκαιρα ενισχύει τη σημερινή κυβέρνηση, μεσό-μακροπρόθεσμα εντείνει τον θυμό και τη δυσφορία, με αποτέλεσμα η δυνατότητα άσκησης ηγεμονικής πολιτικής από πλευράς του και προβλεψιμότητας των εξελίξεων πάλι από τη δική του πλευρά, να μειώνεται.
Η αδυναμία όμως έστω σχετική του κατεστημένου ή ακόμα καλύτερα ο τρόπος επιβολής της ισχύος του ο οποίος θρέφει ρήγματα αποδυνάμωσής του δεν αποτελεί από μόνος του εγγύηση θετικών μεταβολών για την κοινωνική πλειοψηφία ή για ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε λαό. Η κατάσταση αδιεξόδου μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να παρατείνεται «αλέθοντας» παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις, εν τέλει δε την ίδια την πατρίδα μας. Ας το φανταστούμε σαν τα «Τέμπη» στη νιοστή. Η φύση του ελληνικού κατεστημένου καθιστά ακόμα και μια μείζονα εθνική καταστροφή ανεκτή για το ίδιο, όσο δεν προκύπτει κίνδυνος βαθέος ή επαναστατικού μετασχηματισμού. Το ελληνικό κατεστημένο μπορεί να πλουτίζει ακόμα και με οριακώς λειτουργικό κράτος.
Εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα της ηγεμονίας. Η κατάσταση αυτή προβαλλόμενη σε ιδεολογικό πλαίσιο, ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι η ιδεολογία του κατεστημένου μετατρέπεται σε ιδεολογία που διαχέεται και προς τα «κάτω». Ο συνδυασμός παθητικότητας και τάσης αποδοχής της διαφθοράς, μαζί με θυμό και αποσπασματική διέγερση της κοινωνικής αντίδρασης συνιστούν το πολιτισμικό και ιδεολογικό αποτέλεσμα αυτής της διάχυσης από πλευράς του κατεστημένου. Συνέπεια αυτού είναι ότι ακόμα και υπαρξιακού χαρακτήρα κίνδυνοι για τον ίδιο το λαό και την κοινωνία δεν γίνονται αντιληπτοί ως τέτοιοι.
Εδώ βρίσκεται σε επίπεδο μαζικής, λαϊκής κουλτούρας, αντίληψης, το κλειδί για όποιον μετασχηματισμό: το κίνημα εκείνο το οποίο θα επιδιώξει να πυροδοτήσει τον βαθύ μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας, κράτους και εξουσίας θα πρέπει να πείσει ευρύτερα τμήματα του λαού για την άνευ προηγουμένου κρισιμότητα των περιστάσεων, η οποία επιβάλλει και δικαιολογεί την επέλευση ή ακόμα καλύτερη την πρόκληση ενός κομβικού, καταλυτικού γεγονότος, ενός «συμβάντος» το οποίο θα αποτελέσει ρήγμα με την ηγεμονία και την καταστολή του κατεστημένου. Μια τέτοια πολιτική μάχη δεν θα είναι μόνο αποτέλεσμα αλλά και αίτιο μετασχηματισμού όπως ακριβώς και για παράδειγμα το ίδιο το δημοψήφισμα του 2015, παρά τα όσα ακολούθησαν, αποτέλεσε χωνευτήρι μιας ευρύτερης κοινωνικής διεργασίας. Το ίδιο αποτέλεσαν και διάφορα εξεγερσιακά γεγονότα, τα οποία παρά το όποιο αποτέλεσμά τους χάραξαν την ιστορικότητα της πατρίδας και του λαού, οπότε και τις συνειδήσεις της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση διαμορφώνοντας νέες προοπτικές.
Λίγο πιο συγκεκριμένα: η ελληνική κοινωνία χρειάζεται την προοπτική μιας χαρακτηριστικής, ιστορικής πολιτικής μάχης. Χρειάζεται να νοηματοδοτηθεί ως ιστορικός σχηματισμός εκ νέου μέσα από ένα συμβάν. Το συμβάν ή ακόμα καλύτερα το «Συμβάν» δεν είναι απλώς μιας ιστορική συγκυρία, είναι το ρήγμα με την «κανονικότητα», με την «ομαλότητα» και εν προκειμένω με τις δύο αυτές καταστάσεις όπως το κατεστημένο τις επιδιώκει. Άρα το «Συμβάν» προκύπτει όταν μια συγκυρία, ένα γεγονός για να το χαρακτηρίσουμε έτσι νοηματοδοτείται, αποκτά ιστορικότητα και εγγράφεται ως τέτοιο στη λαϊκή συνείδηση, συν-διαμορφώνοντας την τελευταία λόγω της εισόδου ενός συλλογικού υποκειμένου στο προσκήνιο. Το γεγονός και το υποκείμενο συνθέτουν το «Συμβάν». Αυτό χρειάζεται η ελληνική κοινωνία: ένα συλλογικό υποκείμενο, ένα κοινωνικό μπλοκ το οποίο θα εισέλθει ορμητικώς στο προσκήνιο.
Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει χωρίς εξαντλητική προεργασία. Η σύνθεση του συλλογικού υποκειμένου με τη σειρά της προκύπτει μέσα από μια σύνθεση, ενός πυρήνα ανθρώπων (κόμμα) και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων. Τίποτα από αυτά δεν είναι πολύ καινούριο, ωστόσο δείχνουν να έχουν ξεχαστεί. Προσπάθειες θεμελιωμένες μόνο σε μια συγκυρία ή σε ένα θέμα, χωρίς δηλαδή συνολική στρατηγική και ιστορικότητα είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν είτε δια της ενσωμάτωσής τους, είτε δια της απαξίωσής τους. Χρειαζόμαστε στρατηγική και τακτική, άρα αντίληψη συνολική, ιστορικότητα, γείωση στον χρόνο και στον χώρο.
Πιο συγκεκριμένα: πρέπει να αναλύσουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε διεθνώς και η ειδική εσωτερίκευσή τους από τον ελληνικό- ελλαδικό κρατικό και κοινωνικό σχηματισμό. Οι ιδιοτυπίες των τελευταίων. Τα χαρακτηριστικά του κατεστημένου. Η κατάσταση των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων. Το στενότερο, περιφερειακό διεθνές περιβάλλον και τι συνεπάγεται. Οι όροι βιωσιμότητας και ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, επομένως το ποιοι πρέπει να ηγούνται αυτών (ποια κοινωνική συμμαχία δυνάμεων), με ποια προοπτική και με τι συλλογικούς στόχους βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, με ποιες παραγωγικές σχέσεις, με ποιες παραγωγικές δυνάμεις, με τι όρους διανομής πλούτου και με ποιον διεθνή ρόλο για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Ποιο πρέπει να είναι το κοινωνικό περιβάλλον και το θεσμικό για την ασφάλεια, τη σταθερότητα, την ελευθερία και την ωρίμανση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ποιος πολιτισμός με την ευρύτατη έννοια του όρου. Ποια ιδεολογία (και εδώ μπαίνει το ζήτημα του σοσιαλισμού ως ανάγκης, όχι ως ακαδημαϊκής συζήτησης), με ποιο μεταβατικό πρόγραμμα. Ποιες μάχες θα πρέπει να δοθούν σε ποιους μαζικούς χώρους και τι περίπου φανταζόμαστε ότι θα είναι το «Συμβάν», για το οποίο μιλήσαμε πριν.
Μια τέτοια θεωρητική επεξεργασία δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα από τον διάλογο «πυρήνα» και κοινωνικών ομάδων ή ατόμων σε μαζική αλλά συγκεκριμένη κλίμακα. Ένα κάλεσμα αυτοοργάνωσης από μόνο του δε λέει απαραιτήτως πολλά. Το κάλεσμα αυτοοργάνωσης είναι σωστό αλλά πρέπει να γίνει στη βάση ενός σχεδίου το οποίο με τρόπο πορώδη θα περιγράφει τα παραπάνω. Θα αποτελεί ένα αρχικό, επαρκώς επεξεργασμένο πλαίσιο (η δουλειά του πυρήνα) το οποίο θα εξελιχθεί και θα γονιμοποιηθεί από την αυτοοργανωμένη κοινωνική συμμετοχή και τη διάθεση χωρίς απαραιτήτως βεβαιότητες αλλά με μια ψυχική ανάταση για επαναστατικό μετασχηματισμό. H στρατηγική θα πρέπει να μετατραπεί σε βιωνόμενο πολιτικό και ψυχικό γεγονός, ατομικό και συλλογικό για τους μη- προνομιούχους.
Εδώ αρχίζουν τα πλέον απαιτητικά ζητήματα. Ένας πυρήνας (κόμμα ή οτιδήποτε άλλο) ο οποίος θα διαδραματίσει ρόλο πρωτοπορίας πρέπει να έχει υψηλότατο βαθμό ιδεολογικής και προγραμματικής ταυτότητας, επάρκειας, δράσης και κοινούς, αποδεδειγμένους ηθικούς κώδικες, ώστε να μη διαλυθεί ταχύτατα. Το ιδεολογικό του και ηθικό θεμέλιο δεν μπορεί να είναι μια γενική διακήρυξη (δικαιοσύνη κλπ.) αλλά κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: όσο και αν έχουν δυσφημισθεί, τα μεγάλα ιδεολογικά συστήματα είναι εκείνα τα οποία μπορούν να προσφέρουν ιδεολογικό και ηθικό-πολιτισμικό αντιπαράδειγμα σε αυτό του κατεστημένου. Η κρίση του καπιταλισμού, δηλαδή η μετάπτωση από τον ύστερο στον ύστατο καπιταλισμό απαιτεί ως αίτημα επιβίωσης κάποια εκδοχή σοσιαλισμού.
Δεν πρόκειται για τίποτα τρομερά καινοτόμο, ούτε χρειάζεται να αναζητά κανείς πάντα κάποια συγκλονιστική πρωτοτυπία: σε μια κοινωνία και σε μια πατρίδα υπό ιδιότυπη αποικιοποίηση, της ημί- περιφέρειας του αναπτυγμένου κόσμου, του μεταπρατικού νεοφιλελευθερισμού και της αντικοινωνικής ολιγαρχίας, η ανάγκη συνίσταται σε ένα πατριωτικό, κοινωνικό-απελευθερωτικό σοσιαλιστικό κίνημα με κινητήρια δύναμη την ταξική συμμαχία των μη-προνομιούχων. Το γεγονός ότι σχετικές προσπάθειες του παρελθόντος με τις όποιες επιτυχίες τους αλλοτριώθηκαν δε σημαίνει ότι η επί της αρχής σύλληψη ενός λαϊκού πατριωτικού και κοινωνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν λανθασμένη.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι σημερινές συνθήκες δεν απαιτούν καινούριες λύσεις τόσο στο στρατηγικό όσο και στο τακτικό πεδίο. Δεν αρκεί και δεν πρέπει να υπάρξει μια αντιγραφή μεταπολιτευτικών πρακτικών ή στρατηγικών αυτούσιων. Αντιθέτως, το ίδιο το κατεστημένο και η συγκυρία μας ωθούν σε βαθύτερες επεξεργασίες. Από τις διεθνείς σχέσεις εν γένει έως τη θέση του Ελληνισμού ως πολλαπλώς δεσμευμένου και ιδιοτύπως «αποικιοποιημένου», από την κλεπτοκρατική γιγάντωση της διαφθοράς έως τη διάχυση του μεταπρατισμού ώστε να «στρατολογηθούν» μεσοστρώματα αλλά και λαϊκά στρώματα στο κατεστημένο, από το πέρασμα από την ηγεμονία μετά τη μεταπολίτευση ενός λαϊκού πατριωτισμού στην εξύμνηση κάθε φαινομενικώς ισχυρού και στην ίδια την απαξίωση των εθνικών θεμάτων, έως τη μετάβαση από ένα προβληματικό αλλά υπαρκτό κοινωνικό κράτος σε ένα κράτος υπηρέτη των ιδιωτικών ολιγοπωλίων εις βάρος των μη- προνομιούχων κυρίως, από την παρακμή των μεγάλων κομματικών και συνδικαλιστικών συγκροτήσεων έως την προώθηση ενός ταυτοτικού υποκειμενισμού, από την οξεία δημογραφική κρίση έως τη ρηχή συγκινησικρατεία που εμπεδώνεται και στον ελληνικό λαό (για να μείνουμε σε πολύ λίγα από τα κρίσιμα ζητήματα), η ίδια η κοινωνική, ιστορική εξέλιξη επιβάλλει νέες πολιτικές επιλογές. Όλα αυτά όμως δεν αναιρούν την ανάγκη για ένα ιδεολογικό θεμέλιο ικανό να προσφέρει την επεξεργασία ενός εναλλακτικού παραδείγματος στον ύστατο καπιταλισμό (και προφανώς αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ο σοσιαλισμός σε κάποια του εκδοχή) ό στην εξάρτηση (και προφανώς αυτό θα είναι κάποια εκδοχή λαϊκού πατριωτισμού), στη θεσμική κρίση (και αυτό θα είναι κάποια εκδοχή αποτελεσματικής λαοκρατίας) όπως και στην πολιτισμική υποβάθμιση (και αυτό θα είναι κάποια εκδοχή λαϊκού πολιτισμού επαναστατικού και ανθρώπινου).
Ενώ δε, η ιστορική πολιτική μάχη, η οποιαδήποτε τέτοια μάχη δεν μπορεί να ετεροκαθοριστεί από έναν πυρήνα (κόμμα, πρωτοπορία) αλλά προκύπτει μέσα από μια σειρά ιστορικών παραγόντων, η προετοιμασία ενόψει ή εν μέσω αυτής απαιτεί εξαντλητική και αποφασιστική δουλειά. Τόσο σε επίπεδο συνοχής του υποκειμένου, ιδεολογικής ζύμωσης, οργανωτικής επέκτασης και ριζώματος σε ένα διαμορφούμενο κοινωνικό μπλοκ, προκειμένου ο πυρήνας να επανά-νοηματοδοτηθεί από το τελευταίο και όχι να αποπειραθεί να επιβληθεί. Εδώ είναι που τα «εγχειρίδια» εξαντλούνται και μόνο η πραγματική δουλειά μπορεί να δώσει τις απαντήσεις.
Υπάρχει ένα ακόμα ερώτημα: μπορούν τα Τέμπη να αποτελέσουν την ιστορική μάχη; Πιθανότατα όχι. Τα Τέμπη μοιάζουν περισσότερο με έναν προσεισμό, με μια συμπύκνωση της ηθικής απαξίωσης του κατεστημένου, ενώ συνοδευόμενα από τα λογής σκάνδαλα εμπεδώνουν την εικόνα ενός κράτους θεσμικώς διάτρητου. Με δεδομένο όμως ότι το σύμπλεγμα εξουσίας στην Ελλάδα συνίσταται στο τρίπτυχο ξενοκρατία-ολιγαρχία-μαφία (με τα ΜΜΕ τμήμα αυτού) δεν αγγίζουν το σύνολο των πυλώνων του κατεστημένου. Δεν μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο τον αντίστοιχο με την εθνική αντίσταση, το Πολυτεχνείο ή το συνεχές από τις πλατείες στο δημοψήφισμα του 2015, παρά την προδοσία που ακολούθησε το ίδιο το δημοψήφισμα. Μπορούν όμως τα Τέμπη να απαξιώσουν πυλώνες του κατεστημένου και ως εκ τούτου να προκαλέσουν αλυσιδωτές συνέπειες; Ναι. Και εδώ συνίσταται ένα κρίσιμο στοιχείο: στο βαθμό κατά τον οποίο μπορούν να αποτελέσουν πέρα από αιτία κοινωνικής αντίδρασης και εν μέρει έναυσμα συνάντησης ενός πυρήνα ανθρώπων (αλλά μόνο εν μέρει) θα έχουν προωθητικό ρόλο για τον λαό. Αν όμως τα Τέμπη καταστούν ή αποπειραθεί να καταστούν η μοναδική και κύρια αιτία ενός νέου κόμματος θεωρούμενα ως η κατεξοχήν ιστορική μάχη θα οδηγήσουν σε ήττα και νέα υποχώρηση.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή, σύνεση και βαθύτερη ιδεολογική και προγραμματική επεξεργασία. Τα Τέμπη αποτέλεσαν ρήγμα δια της τραγωδίας. Το ρήγμα πρέπει να ανοίξει περαιτέρω δια της ιδεολογίας, του προγράμματος, της οργάνωσης και της δράσης ενόψει ακόμα πιο ιστορικών γεγονότων.