Η ατμομηχανή της Ε.Ε. ασθμαίνει και μάλιστα εδώ και καιρό. Εδώ και δύο χρόνια, η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται, με το 2024 να αποτελεί τη χρονιά κατά την οποία έκλεισαν περισσότερες εταιρείες από ό,τι κατά την κρίση του 2011. Οι τόσο περήφανοι για την ανταγωνιστικότητά τους Γερμανοί (ανταγωνιστικότητα την οποία πληρώναμε εμείς οι Ευρωπαίοι της περιφέρειας κυρίως αν και όχι μόνο) βλέπουν την παραγωγή τους να καθίσταται ολοένα λιγότερο ανταγωνιστική. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και το τέλος της φθηνής ρωσικής ενέργειας αποτελεί τον ένα λόγο μείζονος σημασίας. Ο άλλος είναι ότι η γερμανική βιομηχανία καλείται να αντιμετωπίσει ανταγωνιστές έξω από την(ελεγχόμενη από την ίδια τη Γερμανία) Ε.Ε., με βασική την Κίνα και την αυτοκινητοβιομηχανία της.
Στην Ευρώπη οι φωνές για ένα επερχόμενο κινεζικό σοκ στην βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης ακούγονται ήδη δυνατά, νοσταλγώντας την περίοδο κατά την οποία η Γερμανία εξήγαγε τα ακριβά της προϊόντα στην αναδυόμενη Κίνα, σε αντίθεση με την τωρινή κατά την οποία οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Την ίδια στιγμή η Γαλλία αντιμετωπίζει τη δική της πολιτική και οικονομική κρίση, με το αξιόχρεό της να τίθεται σε πορεία υποβάθμισης.
Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η συζήτηση για τη «φούσκα της Τεχνητής Νοημοσύνης» ήδη εντείνεται, ιδίως σε σχέση με την οικονομία των ΗΠΑ. Το επιχείρημα είναι ότι «(i) έχουμε φτάσει στην κορυφή της παραγωγικής ΤΝ όσον αφορά τα τρέχοντα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα (LLM). Η κλιμάκωση (κατασκευή περισσότερων κέντρων δεδομένων και χρήση περισσότερων τσιπ) δεν θα μας οδηγήσει περαιτέρω στον στόχο της «Γενικής Τεχνητής Νοημοσύνης» (AGI). Οι αποδόσεις μειώνονται ραγδαία. (ii) η βιομηχανία ΤΝ-LLM και η ευρύτερη οικονομία των ΗΠΑ βιώνουν μια κερδοσκοπική φούσκα, η οποία πρόκειται να σκάσει.»
Σ’ ένα πολύ πρόσφατο άρθρο στον διόλου αντισυστημικό Guardian, η κατάσταση περιγράφεται με μελανά χρώματα: «Η αύξηση της απασχόλησης έχει κολλήσει και η αύξηση των μισθών επιβραδύνεται, ειδικά μεταξύ των χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Οι καθυστερήσεις δανείων αυξάνονται, οδηγώντας σε αύξηση των πτωχεύσεων. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει καταρρεύσει.
Και η απερίσκεπτη χάραξη πολιτικής έχει το τίμημά της. Ο εμπορικός πόλεμος του Ντόναλντ Τραμπ κόβει την πρόσβαση των αγροτών στην κινεζική αγορά και την πρόσβαση των κατασκευαστών σε κινεζικούς μαγνήτες σπάνιων γαιών. Η καταστολή της μετανάστευσης πλήττει την πρόσβαση στην εργασία, από τη γεωργία μέχρι την υγειονομική περίθαλψη. Το παρατεταμένο κλείσιμο της κυβέρνησης [των ΗΠΑ] αρχίζει να υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη… Ωστόσο, όλα αυτά δεν ταιριάζουν με την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης. Μέσα στο βούρκο των θλιβερών στατιστικών, η… επένδυση από μια στενή ομάδα εταιρειών τεχνολογίας που επιδιώκουν το όνειρο της υπεράνθρωπης τεχνητής νοημοσύνης διατηρεί από μόνη της την οικονομική ανάπτυξη. Στηρίζει τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τροφοδοτεί ένα ράλι στο χρηματιστήριο που διατηρεί τις καταναλωτικές δαπάνες και ανεβάζει τη διάθεση του 60% των Αμερικανών που κατέχουν μετοχές».
Με άλλα λόγια, η γερμανική οικονομία ασθμαίνει, δίπλα σε μια γαλλική οικονομία η οποία τείνει να εκτροχιαστεί και μέσα σε μια παγκόσμια οικονομία η οποία διακινδυνεύει μια μεγάλη φούσκα. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που η στροφή στην πολεμική οικονομία φαντάζει τόσο δελεαστική. Μόνο που μια τέτοια οικονομία τελικώς απαιτεί και έναν πόλεμο, ικανό να ξαναφουσκώσει τη φούσκα. Και ένας τέτοιος πόλεμος δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.
Πρόκειται για το συστημικό αδιέξοδο το οποίο έχει προκύψει από το ξαναφούσκωμα της φούσκας το οποίο επιχειρείται και υλοποιείται διαρκώς μετά το 2008. Άφθονο χρήμα το οποίο πηγαίνει σε χρηματιστήρια, ακίνητα, κρυπτονομίσματα, πιστωτικά προϊόντα, χωρίς τα πραγματικά εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας να βελτιώνονται ή ακόμα περισσότερο να βελτιώνονται σημαντικά. «Κεϋνσιανισμός» για τους πολύ πλουσίους και νεοφιλελευθερισμός για τους μεσαίους και τους μικρούς. Το μοντέλο μέχρι τώρα ζει από τα αδιέξοδά του και μάλιστα πλουτίζει. Θα φανεί για πόσο ακόμα μπορεί να το κάνει.