Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Η φάμπρικα ξαφρίσματος των Ελλήνων μέσω τσουχτερών προστίμων

Ο αυστηροποιημένος ΚΟΚ ως σύγχρονος κώδικας του Χαμουραμπί

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη* 

Στο περιοδικό «Επίκαιρα» της 3ης Φεβρουαρίου 1972 (σελ. 24), ο Κώστας Καβαθάς είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τον ειρωνικό (αλλά πρωτίστως σοκαριστικά επίκαιρο) τίτλο «Σκοτωνόμαστε τρέχοντας με… 50», δηλαδή με το όριο ταχύτητας που αποτελεί φετίχ στην Ελλάδα, ορθότερα: στο Μητσοτακιστάν ή Φλωριδιστάν του 2025.

Όποιος υπερβεί σήμερα αυτό το όριο, το οποίο, ειδικά στον νομό Αττικής, κυριαρχεί σε πάμπολλα σημεία, ακόμη και σε ευθείες λεωφόρους με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, θα πρέπει να λογαριάζει με το ενδεχόμενο να τον (κατα)γράψει κάποιος «ηλεκτρονικός χαφιές» ή να τον σταματήσει κάποιο μπλόκο της Τροχαίας, που εφαρμόζει τυφλά το αυταρχικό δόγμα της μηδενικής ανοχής για κάθε παράβαση του ΚΟΚ.

Μπλόκο Βουλιαγμένης

Τέτοια οδυνηρή εμπειρία βίωσα ο ίδιος στις 12 Οκτωβρίου τ.έ., επιστρέφοντας με το αυτοκίνητό μου από τα Τρίκαλα, όπου είχα δώσει ομιλία για τον Προσωπικό Αριθμό στο κατάμεστο Μουσείο Τσιτσάνη (ο κ. Δημήτρης Παπαστεργιόργουελ διαμαρτυρήθηκε τηλεφωνικώς στους διοργανωτές για την εκεί παρουσία μου!): Μολονότι καθ’ όλη την διαδρομή οδηγούσα το αυτοκίνητό μου έχοντας την προσοχή μου συνεχώς στραμμένη στα γελοιωδώς μεταβαλλόμενα όρια ταχύτητας, ώστε να τα τηρώ ευλαβικά και έτσι να αποφύγω είτε το ηλεκτρονικό ραβασάκι κάποιας οργουελικής κάμερας είτε το μπλόκο της Τροχαίας, όταν περί τις 23.30 εισήλθα στον νομό Αττικής και έφθασα στην λεωφόρο Αθηνάς της Βουλιαγμένης, με σταμάτησε αστυνομικός για να μου δείξει με περισσή αυστηρότητα στην συσκευή του ότι, αντί για 50 χλμ/ώ, έτρεχα με 90 χλμ/ώ.

Στην διαμαρτυρία μου ότι το όριο ταχύτητας για την συγκεκριμένη λεωφόρο είναι εξωφρενικά χαμηλό, γι’ αυτό άλλωστε δεν είχα την αίσθηση ότι, αναπτύσσοντας ταχύτητα 90 χλμ/ώ, παραβιάζω τον ΚΟΚ και οδηγώ τάχα επικίνδυνα, μου είπε ότι τα παράπονά μου θα πρέπει να τα υποβάλω στην Περιφέρεια, η οποία είναι η μόνη αρμόδια για τον καθορισμό των ορίων ταχύτητας, και όχι στο όργανο της Τροχαίας που απλώς εκτελεί τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και τις εντολές των ανωτέρων του (πόσο αυθαίρετος είναι ο καθορισμός του προβλεπόμενου χαμηλού ορίου ταχύτητας των 50 χλμ/ώ προκύπτει π.χ. από την σύγκριση του εν λόγω ορίου για την προαναφερθείσα λεωφόρο με το ίδιο ακριβώς όριο που προβλέπεται στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, όπου, όμως, υπάρχει μία μόνο, στενή, λωρίδα για κάθε ρεύμα κυκλοφορίας).

Ταμπέλα με όριο τα 50

Στην επισήμανσή μου ότι και επί Χίτλερ τα γρανάζια της ναζιστικής μηχανής προέβαλλαν την ίδια δικαιολογία, με… αποστόμωσε λέγοντάς μου ότι εκείνος «δεν είναι Χίτλερ»! Του αντέτεινα, επίσης, ότι αυτή η κακόγουστη φάρσα της μηδενικής ανοχής βρομάει αυταρχική δικτατορία, οπότε παρενεβλήθη η συνάδελφός του για να μου πει ότι καλό θα ήταν να ρίξω μια ματιά στην διαχωριστική νησίδα, ώστε να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι πόσα κεράκια είναι αναμμένα στην μνήμη των νεκρών οδηγών ή/και επιβατών. Όταν την ρώτησα αν οι νεκροί προήλθαν από οδήγηση με ταχύτητα 90 χλμ/ώ, απάντηση δεν έλαβα. Η περιττή συζήτηση με τα όργανα της Τροχαίας, τα οποία θύμιζαν ρομπότ που δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν γνώμη, καθώς δεν διαθέτουν συναισθήματα, κατέληξε στην επιβολή του δρακόντειου χρηματικού προστίμου των 350 € και στην επί τόπου αφαίρεση του διπλώματός μου.

Την επομένη ημέρα έσπευσα στο Τμήμα Τροχαίας Νοτιοανατολικής Αττικής (Ελληνικό) για να υποβάλω ένσταση. Εκεί αντίκρισα μια τεράστια ουρά από ομοιοπαθείς, που φυσούσαν και ξεφυσούσαν, αδυνατώντας να πιστέψουν ότι από δω και στο εξής η οδήγηση του αυτοκινήτου τους θα μοιάζει με ρώσικη ρουλέτα για την τσέπη τους. Η ίδια ουρά υπήρχε και λίγες ημέρες αργότερα, όταν μετέβην στην ίδια Τροχαία, προκειμένου να πληροφορηθώ την τύχη της ένστασής μου, με την οποία ζητούσα να επιστραφεί το δίπλωμά μου, δεδομένου ότι ο τόπος κατοικίας μου βρίσκεται στην Κομοτηνή και είναι απαραίτητο, λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας της μητέρας μου, να έχω την δυνατότητα να κινούμαι αυτόνομα με το δικό μου αυτοκίνητο, προσφέροντάς της την απαραίτητη βοήθεια. Η αρνητική απάντηση που έλαβα αποδεικνύει ότι η παρούσα κυβέρνηση και τα εκτελεστικά της όργανα έχουν χαρακτηριστικά αυταρχικού καθεστώτος, που στερείται κατανόησης και επιείκειας.

Η ζούγκλα του ΚΤΕΛ

Σημειωτέον ότι τα δρομολόγια Αθήνας – Κομοτηνής, και αντιστρόφως, εκτελούνται πλέον μόνο κατά την διάρκεια της νύκτας. Η δε συνύπαρξη στο λεωφορείο με άλλους επιβάτες καθίσταται, προϊόντος του χρόνου, ολοένα και πιο αφόρητη, αφού δεν τηρούνται στοιχειώδεις (άγραφοι μεν, αυτονόητοι δε) κοινωνικοί κανόνες για τον σεβασμό του διπλανού μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η (σωρευτική) χρήση του κινητού εντός του λεωφορείου: Πολλοί εκ των επιβατών, θεωρώντας ότι εντός ενός μέσου μαζικής μεταφοράς μπορούν να συμπεριφέρονται όπως στο σπίτι τους, δεν βάζουν στο αθόρυβο τον ήχο κλήσης του τηλεφώνου τους, μιλούν δυνατά με τον συνομιλητή τους, σαν να επιδιώκουν να μοιραστούν με όλους τους άλλους τα προσωπικά τους προβλήματα, ενώ, σε ένα πιο προχωρημένο επίπεδο κοινωνικής αδιαφορίας, κάποιοι ενεργοποιούν την ανοιχτή ακρόαση σε συνδυασμό ενίοτε και με βιντεοκλήση και κάποιοι άλλοι παρακολουθούν μετά μανίας βιντεάκια χωρίς χρήση ακουστικών!

Όταν, μάλιστα, σε πρόσφατο ταξίδι μου με το ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης (στο οποίο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό, δεν επιτρέπεται ο επιβάτης να καταναλώνει φαγητό, αλλά πρέπει να περιμένει να σταματήσει το λεωφορείο για την προβλεπόμενη στάση ξεκούρασης – άραγε, η στάση αυτή αποφέρει οικονομικό όφελος για τα ΚΤΕΛ;) ζήτησα ευγενικά από τους μπροστινούς συνεπιβάτες μου να μη μιλούν με ανοιχτή ακρόαση, διότι δεν μπορούσα να εργαστώ στον υπολογιστή μου, εκείνοι αντέδρασαν οργισμένα, λέγοντάς μου ότι δεν έχω το δικαίωμα να τους απαγορεύσω να μιλάνε στο κινητό, επειδή εμένα μου βουρλήθηκε να μελετώ και να γράφω κατά την διάρκεια του ταξιδιού.

Ο ένας εκ των δύο, ο οποίος ήταν γεμάτος από τατουάζ, έλαβε αφορμή από το γεγονός ότι φορούσα γραβάτα και με προέτρεψε την επόμενη φορά να χρησιμοποιώ την λιμουζίνα μου, αν δεν θέλω να με ενοχλούν οι συνομιλίες των επιβατών στο κινητό τους τηλέφωνο! Τους επεσήμανα το αυτονόητο, δηλαδή ότι, μέσα σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς, ο ένας θα πρέπει να σέβεται τον άλλον αποφεύγοντας να ενεργεί με τρόπο που ενοχλεί τον διπλανό του, αλλιώς, αν ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει, το λεωφορείο θα μεταβληθεί σε ζούγκλα. Τότε, ο τατουαζοφόρος μού είπε ότι κι εκείνον τον ενοχλεί η ακτινοβολία από το λάπτοπ μου, αλλά δεν μου ζήτησε να το κλείσω!

Αφαίμαξη οδηγών

Ας επικεντρωθούμε, όμως, τώρα στον σχολιασμό της φάμπρικας του ξαφρίσματος των Ελλήνων μέσω της Τροχαίας: Όποιος τολμήσει να χαρακτηρίσει άδικο παραλογισμό την εμμονή της Τροχαίας με την πάταξη της «μάστιγας» των οδικών παραβάσεων και, ιδίως, με την υπέρβαση των ορίων ταχύτητας, ακόμη κι όταν αυτά είναι εξωπραγματικά χαμηλά, θα προκαλέσει την μήνιν πολλών τηλεδιασωληνωμένων συμπολιτών του, οι οποίοι έχουν υποστεί την προπαγανδιστική κατήχηση των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης που καθημερινώς προβάλλουν ειδήσεις σχετικές με την αιματοχυσία στην άσφαλτο, αποδίδοντάς τες στην παραβατική συμπεριφορά των οδηγών και, ιδίως, στην «υπερβολική ταχύτητα».

Προπαγανδιστικό μήνυμα στην πίσω όψη λεωφορείου

Πώς μπορεί, λοιπόν, ένα «θυμωμένο ακροατήριο», το οποίο δεν αντέχει να ακούει άλλο τις αναφορές στον βαρύ φόρο αίματος που χύνεται διαχρονικά στους ελληνικούς δρόμους, να πεισθεί ότι το «ανελέητο σαφάρι» της Τροχαίας δεν αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης ζωής αλλά, εντελώς ανάποδα, στην διακινδύνευσή της και, παραλλήλως, στην ανάλγητη αφαίμαξη του Νεοέλληνα οδηγού χάριν της αύξησης των κρατικών εσόδων;

Κι αν αυτή η μαύρη αλήθεια δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτή από τον μέσο τηλεθεατή που βομβαρδίζεται νυχθημερόν με ρεπορτάζ για οδηγούς δολοφόνους, μια άλλη εξήγηση, πολύ πιο επικίνδυνη, είναι πιθανό να απορριφθεί εκ προοιμίου ως συνωμοσιολογική:

Αν, μετά την δρακόντεια αυστηροποίηση του ΚΟΚ, που φέρνει συνειρμικά στο μυαλό μας τον κώδικα του Χαμουραμπί, το κυνήγι των οδηγών συνεχισθεί αμείωτο, τότε ολοένα περισσότεροι πολίτες θα φοβούνται να οδηγούν τα αυτοκίνητα ή τις μοτοσυκλέτες τους, αφού τα κρυμμένα μπλόκα της Τροχαίας ή, ακόμη χειρότερα, οι εξοπλισμένες με λειτουργίες Τεχνητής Νοημοσύνης «έξυπνες κάμερες» δεν θα διαφέρουν σε τίποτε από έναν νέας μορφής «αόρατο εχθρό»: οι οδηγοί θα απειλούνται ανά πάσα ώρα και στιγμή με την βεβαίωση της παράβασης, η οποία θα επισύρει το τσουχτερό πρόστιμο των 350 € και την αφαίρεση του διπλώματος οδήγησης για έναν ολόκληρο μήνα.

Έμμεσο λοκντάουν

Προκειμένου να αποφύγουν, λοιπόν, οι πολίτες την συστηματική αφαίμαξή τους στην εποχή της μεγάλη ακρίβειας, θα αναγκασθούν αργά ή γρήγορα να εγκαταλείψουν την οδήγηση, δίνοντας προβάδισμα στην προστασία της τσέπης τους και, αντιστοίχως, θυσιάζοντας την ελευθερία της μετακίνησής τους με το δικό τους όχημα.

Για όποιον, μάλιστα, επιθυμεί να πραγματοποιήσει ταξίδι πολλών χιλιομέτρων, η πολύ πιθανή προσθήκη του υπέρογκου προστίμου για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας στα έξοδα της βενζίνης και των διοδίων, σε συνδυασμό με την συνοδευτική αφαίρεση του διπλώματος για έναν μήνα, είναι καταλυτικός παράγων υπέρ της επιλογής ενός, κατά τα προεκτεθέντα, προβληματικού μέσου μαζικής μεταφοράς.

Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν υπερβολή να παραλληλίσει κανείς την κατάσταση αυτή με την επιβολή ενός έμμεσου λοκντάουν! Άλλωστε, τα διάφορα μπλόκα που στήνει η Τροχαία τα βράδια, σε επιλεγμένα σημεία του νομού Αττικής, ξυπνούν μνήμες από την περίοδο των δύο λοκντάουν που επιβλήθηκαν πρωτίστως με την απαράδεκτη, αντισυνταγματική σύμπραξη της Τροχαίας.

Χελώνες και καμικάζι

Το πόσο υποκριτική είναι η μέριμνα της Τροχαίας, και κατ’ επέκτασιν του κράτους, για την ασφάλεια και την ζωή των πολιτών προκύπτει από το γεγονός ότι καθ’ όλη την φετινή περίοδο του θέρους, όπως ακριβώς και σε όλες τις προηγούμενες, η Τροχαία δεν κατέβαλε καμία σοβαρή προσπάθεια για να εξουδετερώσει τους πραγματικούς οδικούς κινδύνους που παράγονται από τους αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας («κόντρες») και εν γένει την ιλιγγιώδη ταχύτητα που αναπτύσσουν οι οδηγοί αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών με κομμένες εξατμίσεις ιδίως στα νότια προάστια του νομού Αττικής, μετατρέποντας σε θανάσιμες παγίδες τις διαβάσεις των πεζών και σε κόλαση την ζωή των κατοίκων.

Ειδικότερα, η Τροχαία του Ελληνικού, που σήμερα οργανώνει ασκήσεις πειθαρχίας για να εκπαιδεύσει τους οδηγούς να πηγαίνουν σαν χελώνες, κόβοντας αβέρτα τα πρόστιμα και στερώντας με περισσή αναλγησία τα διπλώματά τους, ήταν παντελώς άφαντη, όταν το καλοκαίρι έπρεπε να κυνηγά τους καμικάζι. Ακριβοί, λοιπόν, στα πίτουρα και φθηνοί στο αλεύρι!

Τεχνολογικές αντιφάσεις

Η αντεγκληματική πολιτική στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας, εκτός από υποκριτική, είναι και απολύτως αντιφατική σε σχέση με την γενικότερη τάση που καλλιεργεί το κράτος στους υπόλοιπους τομείς του καθημερινού βίου: Ο πολίτης ωθείται καθημερινά, μέσω της αδιάκοπης προπαγάνδας και των κατάλληλων συνθημάτων, να διεκπεραιώνει τις υποχρεώσεις του «γρήγορα και εύκολα», ανεβάζοντας συνεχώς ταχύτητα.

Τίθεται, συνεπώς, αμείλικτο το εξής ρητορικό ερώτημα: Όταν οι κυβερνώντες μάς ζητούν, συνεχώς, να επιταχύνουμε τον ρυθμό μας και να ανταποκρινόμαστε σε όσο περισσότερα πεδία μπορούμε, όντες μάλιστα συνδεδεμένοι αμέτρητες ώρες με έναν υπολογιστή, πόσο φυσιολογικό είναι να έρχονται τώρα και να αξιώνουν να οδηγούμε με ταχύτητα χελώνας και, ταυτοχρόνως, να μας απαγορεύουν, υπό την απειλή της δαμόκλειας σπάθης του σύγχρονου κώδικα του Χαμουραμπί, να πιάσουμε στα χέρια μας το κινητό τηλέφωνο;

Λαϊκισμός, κακοποίηση

Το κόλπο, όμως, είναι γνωστό ήδη από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις είθισται να χειρίζονται την εξάρτηση των λαών από την χρήση εθιστικών ουσιών: Πρώτα επιτρέπουν π.χ. να γίνει μόδα το κάπνισμα ή κάνουν τα στραβά μάτια ώστε να εξαπλωθεί η χρήση των ναρκωτικών ουσιών, και μετά κηρύσσουν τον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της συγκεκριμένης «μάστιγας», θεσπίζοντας συνεχώς επεκτεινόμενες απαγορεύσεις και αυστηρότερες ποινές, με την ελπίδα ότι το Ποινικό Δίκαιο θα αποδειχθεί αποτελεσματικό «όπλο» για την διαπαιδαγώγηση του πολίτη και την απεξάρτησή του από το εκάστοτε όπιο, κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς νοούμενο.

Ωστόσο, είναι κοινό μυστικό ότι το Ποινικό Δίκαιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τους πρωτογενείς κοινωνικοποιητικούς θεσμούς, ιδίως την οικογένεια και το σχολείο, ον από την φύση του το έσχατο, καθότι το πιο αιχμηρό, καταφύγιο (ultimum refugium). Επομένως, οι δρακόντειες ποινές και η φυλάκιση υπηρετούν κυρίως τον ψηφοθηρικό λαϊκισμό, καλλιεργώντας στο θυμωμένο και τηλεδιασωληνωμένο ακροατήριο την ψευδαίσθηση ότι η εκάστοτε κυβέρνηση αντιγράφει υποκριτικά το DNA ενός αυταρχικού γονέα, που θέλει να δείχνει ότι νοιάζεται για την επιβολή της τάξης μέσα στο σπίτι του, αλλά, στην πραγματικότητα, το μόνο που καταφέρνει είναι να κερδίζει το μίσος των παιδιών του για την κακοποιητική συμπεριφορά του.

Απώτερα σχέδια

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η δρακόντεια αυστηροποίηση του ΚΟΚ είναι πολύ πιθανό να προκρίθηκε συνειδητά, προκειμένου να προλειανθεί το έδαφος για την θετική υποδοχή κάποιων απώτερων μεγαλεπήβολων σχεδίων που έχουν στα σκαριά τα μεγάλα αφεντικά της Ελλάδος και του πλανήτη.

Επί παραδείγματι, η συμβιβαστική λύση ανάμεσα στην επιθυμία του πολίτη να μετακινείται με δικό του όχημα και την προπαγανδιζόμενη ανάγκη για απολύτως ασφαλή οδήγηση με ευλαβική τήρηση των ορίων ταχύτητας (ακόμη και των εξωπραγματικά χαμηλών) μπορεί να επιτευχθεί με την μετάβαση στην εποχή των αυτόνομων οχημάτων, όπου ο οδηγός θα μετατραπεί σε απλό επιβάτη, χωρίς να χρειάζεται να έχει συνεχώς τον νου του στις πινακίδες με τα όρια ταχύτητας, αν δεν θέλει να κινδυνεύει να στερηθεί τον μισό μισθό του και το δίπλωμά του.

Μία άλλη συμβιβαστική λύση θα ήταν να δεχθεί ο πολίτης να εγκλεισθεί σε μια δυστοπική πόλη των 15 λεπτών (μια τέτοια χτίζεται στο παλαιό αεροδρόμιο του Ελληνικού!), εντός των τειχών της οποίας θα μετακινείται προς πάσα κατεύθυνση με τα πόδια του, με ηλεκτρικό πατίνι ή με ποδήλατο.

Το τίμημα της απόλυτης ασφάλειας το πληρώνει ο πολίτης πάντοτε με την απώλεια της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του. Όποιος έχει αποθηκεύσει στην μνήμη του την ελευθεροκτόνα και ανθρωποεξευτελιστική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με γνώμονα την επίτευξη των μηδενικών κρουσμάτων θα κληθεί τώρα να πληρώσει ένα ακόμη (και δη μεγαλύτερο) τίμημα, προκειμένου να επιτευχθεί ο εμμονικός-λαϊκιστικός στόχος των μηδενικών ατυχημάτων, που εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτος: Η χρήση της μηχανής από τον άνθρωπο στοιχίζει αναπόφευκτα κάποιες ανθρώπινες ζωές, όσο προσεκτικά κι αν οδηγούμε.

«Επικίνδυνος είναι ο τρομαγμένος οδηγός που πάει σαν χελώνα»

Γι’ αυτό, μόνο θυμηδία προκαλούν χειριστικά μηνύματα σαν αυτό που εστάλη από το υπουργείο Μεταφορών στα κινητά των πολιτών, εν όψει της φετινής εξόδου των εκδρομέων με αφορμή την αργία της 28ης Οκτωβρίου: «Το περσινό τριήμερο της 28ης, 14 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην άσφαλτο. Αν αγαπάς την οικογένειά σου, πρόσεξε πώς οδηγείς. Καλό δρόμο». Ποιος πιστεύει στα σοβαρά ότι ένα τέτοιο μήνυμα μπορεί να συμβάλει στην βελτίωση της οδηγητικής συμπεριφοράς; Πόσοι θα είχαν εναργές το μήνυμα αυτό στην συνείδησή τους ή έστω στο υποσυνείδητό τους, μόλις θα έπιαναν το τιμόνι στα χέρια τους;

Αντιθέτως, το πιθανότερο είναι ότι το μήνυμα αυτό (που, με βάση την κτηνωδία των Τεμπών, είναι άκρως υποκριτικό) προκάλεσε εκνευρισμό σε πολλούς αποδέκτες του, αφού η κυβέρνηση υπενθύμισε την πατερναλιστική-αυταρχική της φύση: Επικαλούμενη την αγάπη για την οικογένειά μας, προσπάθησε να αγγίξει τις συναισθηματικές χορδές μας και να ρυθμίσει μία πτυχή της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, που δεν θα έπρεπε να την αφορά (κάτι παρόμοιο είχε πράξει και επί κορωνοϊού, όταν, για να μας πείσει να φοράμε μάσκα και να εμβολιασθούμε με τα πειραματικά εμβόλια, διακινούσε προπαγανδιστικά σλόγκαν του τύπου «πρέπει να προστατεύσετε τον εαυτό σας και τα αγαπημένα σας πρόσωπα»).

Αν η κυβέρνηση ήθελε να στείλει ένα νομικά αποδεκτό, μη πατερναλιστικό μήνυμα, θα έπρεπε να είχε επικαλεστεί τον κίνδυνο να στοιχίσει η απρόσεκτη συμπεριφορά ενός οδηγού την ζωή ενός άλλου χρήστη της οδικής κυκλοφορίας. Διότι είναι άλλο πράγμα η (θεμιτή) προσπάθεια περιορισμού της βλάβης των τρίτων από την απρόσεκτη συμπεριφορά μας στους δρόμους και άλλο πράγμα η (απαράδεκτη) ανάμιξη του κράτους στην διαχείριση του πόνου των μελών της οικογενείας μας, τα οποία δεν πρέπει να θρηνήσουν τον χαμό μας επί της ασφάλτου. Για τον ίδιο λόγο είναι προβληματική η καμπάνια του Ινστιτούτου Οδικής Ασφάλειας με το αποτυπωμένο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς σύνθημα «έτρεξες σαν να μην υπήρχε αύριο και δεν υπήρξε. Η υπέρβαση των ορίων ταχύτητας μπορεί να σου κοστίσει μια ολόκληρη ζωή».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΘΑ

Ας θυμηθούμε, όμως, τώρα τι έγραφε ο Καβαθάς πριν από 54 χρόνια σε εκείνο το άρθρο του στα «Επίκαιρα», το οποίο θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε για μία ακόμη φορά πόσο ανάποδα χρησιμοποιεί η εκάστοτε κυβέρνηση την δήθεν φιλόστοργη ρητορική της έναντι των πολιτών:

«Επικίνδυνος δεν είναι ο οδηγός που κινείται γρήγορα. Επικίνδυνος είναι ο τρομαγμένος, ο δήθεν “προσεκτικός” οδηγός, που πάει σαν την χελώνα και σκέφτεται με τις ώρες αν θα πάη δεξιά ή αριστερά, αν θα επιταχύνη ή θα φρενάρη. Κι όσο οι ταχύτητες αυξάνονται τόσο τα ατυχήματα μειώνονται, γιατί ο “άλλος” οδηγός είναι ξύπνιος, σκέφτεται, αποφασίζει γρήγορα, ενεργεί σωστά».

Το άρθρο του Καβαθά πριν από 54 χρόνια στα «Επίκαιρα»

Σημειωτέον ότι σαν χελώνες οδηγούσαν και οι οδηγοί αυτοκινήτων και δικύκλων τον Οκτώβριο του 1940. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του «Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής» (εκδ. Ίρις, Αθήνα 2001, σελ. 15), την νύχτα το όριο της ταχύτητας είχε περιορισθεί στο ελάχιστο, μόνο που αυτό συνέβαινε επειδή ίσχυε το μέτρο της συσκότισης: οι οδηγοί έπρεπε «να βάψουν με μπλε σκούρο χρώμα τους προβολείς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, έτσι ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να φωτίσουν το δρόμο τη νύχτα, αν κάποια στιγμή ξεχαστεί ο οδηγός και χρησιμοποιήσει τα φώτα».

Σήμερα, όμως, η συσκότιση φαίνεται πως δεν είναι κυριολεκτική, αλλά διανοητική…

*πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο