Η ψηφιακή κυριαρχία της Ευρώπης δεν θα κερδηθεί με διακηρύξεις αλλά με πράξεις, δικά της κέντρα δεδομένων, κυρίαρχη ενέργεια και υδατική ασφάλεια
Η στενή συμμαχία ανάμεσα στην αμερικανική κυβέρνηση και τους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ έχει συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο που στοχεύει στον περιορισμό της ευρωπαϊκής δυνατότητας να διεκδικήσει αυτόνομο ρόλο στην ψηφιακή οικονομία, σύμφωνα με τις δικές της αρχές και αξίες.
Η ψηφιακή τεχνολογία έχει πλέον μετατραπεί σε καίριο πεδίο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς Digital Markets Act (DMA) et le Digital Services Act (DSA) να αποτελούν το επίκεντρο της σύγκρουσης Βρυξελλών-Ουάσιγκτον.
Και οι δύο πρωτοβουλίες αποτελούν τον πυρήνα της προσπάθειας της Ευρώπης να διαμορφώσει δικό της πλαίσιο ψηφιακής κυριαρχίας απέναντι στην αμερικανική τεχνολογική επιρροή.
Όπως επισημαίνει ο Gilles Babinet του Εθνικού Ψηφιακού Συμβουλίου της Γαλλίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να διατηρήσουν την παγκόσμια επιβολή των δικών τους προτύπων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί, σύμφωνα με τον οργανισμό Cigref, να εισάγει λογισμικό αξίας 265 δισ. ευρώ από τις ΗΠΑ. Η εξάρτηση αυτή δεν είναι απλώς οικονομική, συνιστά βαθιά γεωπολιτική ευαλωτότητα που περιορίζει την ευρωπαϊκή κυριαρχία στον ψηφιακό χώρο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά τις πιέσεις, επιλέγει στρατηγική αυτοσυγκράτησης. Στις διαπραγματεύσεις για τους τελωνειακούς δασμούς, η Ουάσιγκτον δεν αγγίζει την ευρωπαϊκή ψηφιακή τεχνολογία, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική στις αμερικανικές υπηρεσίες. Στο παρασκήνιο, ωστόσο, έχει διαμηνυθεί στους ηγέτες των μεγάλων εταιρειών ότι η μνήμη των ευρωπαϊκών θεσμών είναι μακρά και η πολιτική συγκυρία μεταβαλλόμενη.
Η αποδυνάμωση της ΕΕ και ο αποκλεισμός εταιρειών, ιδίως στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ενισχύουν την εξάρτηση από το αμερικανικό οικοσύστημα «MAGA», περιορίζοντας τις δυνατότητες της Ευρώπης να χαράξει αυτόνομη πορεία στον ψηφιακό χώρο.
Στο κάδρο της ψηφιακής κυριαρχίας και της γεωπολιτικής εξάρτησης αναδύονται τέσσερις αλληλένδετες προκλήσεις που θα καθορίσουν την επόμενη δεκαετία: η εξέλιξη των κέντρων δεδομένων, η εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο, η επανεμφάνιση της πυρηνικής ενέργειας και η διαχείριση του νερού.
Η γεωπολιτική της πληροφορίας περνά μέσα από τα κέντρα δεδομένων. Οι περισσότεροι hyperscalers που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη είναι αμερικανικής προέλευσης, με υποδομές που υπάγονται στο δίκαιο των ΗΠΑ.
Η κυριαρχία στην τεχνητή νοημοσύνη και στην ανάλυση δεδομένων δεν εξαρτάται μόνο από αλγορίθμους, αλλά από τον έλεγχο των φυσικών υποδομών.
Χωρίς ευρωπαϊκή στρατηγική για κέντρα δεδομένων, edge computing και ενεργειακή αυτονομία, η ψηφιακή κυριαρχία παραμένει ευχολόγιο.
Η ενεργειακή διάσταση είναι εξίσου κρίσιμη. Η εξάρτηση από εισαγόμενο LNG, κυρίως από τις ΗΠΑ, ενισχύει τη δομική ανισορροπία.
Τα κέντρα δεδομένων και οι υποδομές cloud απαιτούν σταθερή, φθηνή και κυρίαρχη ενέργεια.
Η επιλογή του εισαγόμενου φυσικού αερίου κινδυνεύει να παγιδεύσει την Ευρώπη σε μια νέα μορφή ενεργειακής και ψηφιακής εξάρτησης.
Η πυρηνική ενέργεια επανέρχεται ως πυλώνας διότι προσφέρει την απαραίτητη σταθερότητα για την τροφοδοσία των κέντρων δεδομένων και των υποδομών cloud.
Η Ευρώπη οφείλει να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην πυρηνική τεχνολογία, όχι μόνο ως εργαλείο απανθρακοποίησης, αλλά και ως θεμέλιο για τον γεωπολιτικό της χάρτη.
Τέλος, η ψηφιακή κυριαρχία δεν είναι άυλη. Τα κέντρα δεδομένων απαιτούν τεράστιες ποσότητες νερού για ψύξη, δημιουργώντας νέες πιέσεις σε υδατικούς πόρους που ήδη απειλούνται.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ενσωματώσουν την υδατική ασφάλεια στον σχεδιασμό της ψηφιακής στρατηγικής, διαφορετικά η ενεργειακή εξάρτηση θα γίνει και υδατική.
Η ψηφιακή κυριαρχία της Ευρώπης δεν θα κερδηθεί με διακηρύξεις αλλά με πράξεις, δικά της κέντρα δεδομένων, κυρίαρχη ενέργεια και υδατική ασφάλεια. Χωρίς αυτά, κινδυνεύει να χάσει οριστικά το δικαίωμα να χαράξει μια αυτόνομη πορεία στον ψηφιακό χάρτη.
* Πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων