Η αύξηση των πληθυσμών, η προστασία των ειδών και οι νέες προκλήσεις για τους κατοίκους της υπαίθρου
Το θέαμα που αντίκρισε ο αγρότης Αναστάσιος Κασπαρίδης τον άφησε άναυδο: ζώα νεκρά σκορπισμένα στο χωράφι και, γύρω τους, βαθιές πατημασιές που μαρτυρούσαν καθαρά τον δράστη. Μια αρκούδα είχε επιτεθεί – ένα ζώο που κάποτε σπάνιζε στην περιοχή, αλλά πλέον εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στη βόρεια Ελλάδα.
Οι οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος υποδέχονται με ικανοποίηση την επάνοδο των πληθυσμών αρκούδων και λύκων, αποτέλεσμα της προστατευόμενης κατάστασής τους που απαγορεύει το κυνήγι.
Παρόλα αυτά, για πολλούς ανθρώπους της υπαίθρου η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Ορισμένοι αγρότες και κάτοικοι εκφράζουν πλέον έντονες ανησυχίες για την οικονομική τους επιβίωση και, σε κάποιες περιπτώσεις, για την ίδια τους την ασφάλεια.
Ζητούν πιο ουσιαστικά μέτρα προστασίας, την ώρα που το ίδιο ζήτημα απασχολεί και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υποστηρίζουν πως η προστασία της άγριας ζωής έχει φτάσει σε υπερβολικό σημείο και πιέζουν για χαλάρωση των περιορισμών.
Η εντυπωσιακή επιστροφή της άγριας ζωής
Οι καφέ αρκούδες — το μεγαλύτερο σαρκοφάγο της ελληνικής πανίδας — έχουν ανακάμψει εντυπωσιακά. Ο πληθυσμός τους έχει περίπου τετραπλασιαστεί από τη δεκαετία του ’90 και σήμερα υπολογίζεται ότι έως και 870 ζώα ζουν στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από πρόσφατη έρευνα του «Αρκτούρου», της περιβαλλοντικής οργάνωσης που από το 1992 φροντίζει και φιλοξενεί διασωσμένες αρκούδες και λύκους.
Παρόμοια άνοδος παρατηρείται και στους λύκους. Σύμφωνα με ειδικούς, μια σειρά παραγόντων — λιγότερο κυνήγι, πιο ήπιοι χειμώνες και διασταυρώσεις με οικόσιτους χοίρους — έχει ενισχύσει τη γονιμότητά τους και έχει επιταχύνει την αύξηση των πληθυσμών τους.
Την ίδια ώρα, οι αγριόχοιροι έχουν γίνει συχνό θέαμα ακόμη και μέσα σε κοινότητες. Για πολλούς θεωρούνται επιζήμια ζώα που καταστρέφουν καλλιέργειες, και το να δει κανείς μια ομάδα από δαύτους να διασχίζει δρόμους ή να ψάχνει τροφή σε αυλές δεν θεωρείται πλέον ασυνήθιστο.
Φόβος, άγνοια και απρόβλεπτες συναντήσεις
Καθώς οι πληθυσμοί της άγριας πανίδας αυξάνονται, αυξάνεται και η πιθανότητα επαφής με ανθρώπους — οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν γνωρίζουν πώς να αντιδράσουν σε μια ξαφνική συνάντηση. Η άγνοια αυτή έχει ενισχύσει το αίσθημα φόβου, ιδιαίτερα μετά από ορισμένα σοβαρά περιστατικά φέτος: ένα παιδί δαγκώθηκε από λύκο, ένας ηλικιωμένος τραυματίστηκε από αρκούδα στο σπίτι του, ένας πεζοπόρος δέχθηκε επίθεση, και ένας άλλος έχασε τη ζωή του πέφτοντας σε χαράδρα όταν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με αρκούδα.
Στο χωριό Λεβαία, με περίπου 660 κατοίκους και έκταση γεμάτη καλλιέργειες στη βορειοδυτική Ελλάδα, καταγράφηκαν αρκετά περιστατικά επαφής με αρκούδες τον Οκτώβριο. Αγριογούρουνα κινούνται επίσης συχνά μέσα στο χωριό. Το ίδιο συμβαίνει και στο γειτονικό Βαλτόνερα, περίπου 170 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Όπως περιγράφει ο πρόεδρος της κοινότητας, Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, το χωριό στο παρελθόν σπάνια έβλεπε άγρια ζώα· τώρα όμως αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες και αγριογούρουνα κάνουν συχνά αισθητή την παρουσία τους.
Η αύξηση των αγριόχοιρων έχει οδηγήσει σε αιτήματα για επέκταση της κυνηγετικής περιόδου, ώστε να περιοριστεί ο αριθμός τους.
Περιβαλλοντικές αλλαγές και οι νέες διαδρομές της άγριας ζωής
Οι επιστήμονες, ωστόσο, τονίζουν ότι η κατάσταση δεν οφείλεται μόνο στην αύξηση των ζώων. Συμβάλλουν κι άλλοι παράγοντες: η καταστροφή οικοτόπων από πυρκαγιές, ο θόρυβος από ανεμογεννήτριες και οχήματα αναψυχής, αλλά και η εγκατάλειψη της υπαίθρου, που κάνει τα χωριά πιο ελκυστικά για την άγρια ζωή.
Όπως εξηγεί ο Πάνος Στεφάνου, υπεύθυνος επικοινωνίας του Αρκτούρου, «ο κατακερματισμός του περιβάλλοντος των αρκούδων, οι περίοδοι ξηρασίας, η έλλειψη τροφής στο δάσος και η ερημοποίηση των χωριών ώθησαν τα ζώα να πλησιάζουν τους ανθρώπινους οικισμούς, όπου συχνά βρίσκουν ευκολότερη τροφή».